in

Μ. Κάτσης: Χωρίς στήριξη και απροστάτευτες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε λιανεμπόριο και εστίαση


Ερώτηση προς τον Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων κατέθεσαν 65 Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ των οποίων και ο Μάριος Κάτσης, σχετικά με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε λιανεμπόριο και εστίαση, οι οποίες για μία ακόμα φορά βρίσκονται χωρίς στήριξη και απροστάτευτες απέναντι σε φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού. Ο Μάριος Κάτσης έκανε την ακόλουθη δήλωση σχετικά με το θέμα:

«Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Θεσπρωτίας αλλά και ολόκληρης της χώρας σε λιανεμπόριο και εστίαση, πλήττονται από μια άνευ προηγουμένου πολυεπίπεδη κρίση που απειλεί ευθέως τη βιωσιμότητα τους. Έπειτα από το μεγαλύτερο σε διάρκεια και ένα από τα σκληρότερα lockdown στην Ευρώπη, που επιβλήθηκε την περίοδο Νοεμβρίου 2020 – Μαΐου 2021, ήρθαν αντιμέτωπες με τις εκρηκτικές ανατιμήσεις στην ενέργεια, στις πρώτες ύλες και στις μεταφορές, που παρατηρούμε το τελευταίο διάστημα, και τις οποίες αδυνατούν πλέον να απορροφήσουν.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, τα νέα περιοριστικά μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση πρόσφατα, έρχονται να τους δώσουν τη χαριστική βολή. Οι επιχειρηματίες από τη μία βλέπουν τους τζίρους να εξανεμίζονται ξανά, ενώ από την άλλη επιβαρύνονται επιπλέον, εφ’ όσον είναι υποχρεωμένοι να υποκαταστήσουν τους ελέγχους που οφείλει να πραγματοποιεί το κράτος. Παράλληλα μικρομεσαίες επιχειρήσεις του λιανεμπορίου για παράδειγμα, που πωλούν πολλά κοινά προϊόντα με τα σούπερ μάρκετ, αντιμετωπίζουν αθέμιτο ανταγωνισμό, καθώς άλλα υγειονομικά μέτρα ισχύουν σε αυτές και άλλα στα σούπερ μάρκετ.

Πλέον είναι εντελώς ξεκάθαρο σε όλους, πως η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς προωθεί εν μέσω πανδημίας ένα σχέδιο «εξυγίανσης» της αγοράς, που προβλέπει λουκέτα και συγχωνεύσεις γι αυτές, και πλουσιοπάροχες χρηματοδοτήσεις για τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός του ολικού αποκλεισμού από τον τραπεζικό δανεισμό του συνόλου σχεδόν των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, και της εξαίρεσης τους από τους πόρους του ταμείου ανάκαμψης, η οποία σχεδιάζεται από την κυβέρνηση.

Δυστυχώς το λιανεμπόριο και η εστίαση, καλούνται για μία ακόμα φορά να πληρώσουν το μάρμαρο της παταγώδους κυβερνητικής αποτυχίας στη διαχείριση της πανδημίας. Δε φταίνε όμως οι εργαζόμενοι, οι επιχειρηματίες και οι τοπικές οικονομίες, που όχι μόνο δεν ενισχύθηκε το Ε.Σ.Υ., αλλά αποδυναμώθηκε από τις αναστολές εργασίας υγειονομικών και την υποχρηματοδότηση. Που στα σχολεία αντί να αραιώνουν οι μαθητές ανά αίθουσα, στοιβάζονται στις τάξεις μέσω συγχωνεύσεων τμημάτων, που στα Μ.Μ.Μ. δεν πύκνωσαν τα δρομολόγια, που οι καμπάνιες ενημέρωσης για την πανδημία και τους εμβολιασμούς, κατάντησαν να γίνουν ένα αλισβερίσι με δημόσιο χρήμα, ώστε να εξασφαλιστεί το συνεχές λιβάνισμα του «Μωυσή». Αυτές είναι ευθύνες αποκλειστικά του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.

Εμείς ως ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με την Ερώτησή μας, απαιτούμε μέτρα στήριξης στις ήδη επιβαρυμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε εστίαση και λιανεμπόριο, καθώς και άμεση καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού, που η ίδια η κυβέρνηση ενισχύει με τα υγειονομικά μέτρα που επιβάλλει».

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της Ερώτησης:

ΕΡΩΤΗΣΗ

Προς τον Υπουργό Ανάπτυξης & Επενδύσεων

Θέμα: «Χωρίς στήριξη και απροστάτευτες απέναντι σε φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού για ακόμα μία φορά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε εστίαση και λιανεμπόριο»

Εδώ και περισσότερο από ενάμισι χρόνο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε λιανεμπόριο και εστίαση πλήττονται από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Το παρατεταμένο lockdown – το μεγαλύτερο σε διάρκεια σε όλη την Ε.Ε.- που επιβλήθηκε την περίοδο Νοέμβριος 2020 – Μάιος 2021 οδήγησε τις επιχειρήσεις σε πρωτοφανή οικονομική δυσπραγία. Οι δυσκολίες καταγράφονται και στην έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ για το α’ εξάμηνο του 2021, όπου το 36,7% των επιχειρήσεων εκφράζουν το φόβο τους για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς τους το επόμενο διάστημα.

Επιπρόσθετα, οι πληθωριστικές τάσεις που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα με εκρηκτικές ανατιμήσεις στην ενέργεια, στις πρώτες ύλες και στις μεταφορές επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων, οι οποίες αδυνατούν πλέον να απορροφήσουν τις αυξήσεις του κόστους λειτουργίας τους. Επιπλέον, ο αποκλεισμός τους από χρηματοδοτήσεις και κυρίως από τον τραπεζικό δανεισμό τις οδηγεί σε οικονομική ασφυξία.

Τα νέα περιοριστικά μέτρα, τα οποία ανακοινώθηκαν την Τρίτη 2/11 από τον Υπουργό Υγείας και αφορούν την εστίαση και το λιανεμπόριο, πρόκειται να προκαλέσουν εκ νέου μείωση στον τζίρο των ήδη επιβαρυμένων μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Οι επιχειρηματίες επιβαρύνονται περαιτέρω, εφ’ όσον είναι υποχρεωμένοι να υποκαταστήσουν τους ελέγχους που οφείλει να πραγματοποιεί το κράτος, την στιγμή που κανένα αντίστοιχο μέτρο δεν προβλέπεται για την είσοδο σε εκκλησίες αλλά και για την αποφυγή του συνωστισμού στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.

Επιπλέον, η εξαίρεση των σούπερ μάρκετ από την υποχρέωση επίδειξης rapid test για την είσοδο στα καταστήματά τους, οδηγεί σε αθέμιτο ανταγωνισμό απέναντι στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις λιανεμπορίου που πωλούν πολλά κοινά προϊόντα με τα σούπερ μάρκετ.

Με ανακοινώσεις τους τόσο οι φορείς του λιανεμπορίου και της εστίασης αναφέρονται στις ανησυχητικές εξελίξεις που προοιωνίζονται για τους συγκεκριμένους κλάδους, εν μέσω μάλιστα περιόδου εκπτώσεων αλλά και ενόψει της εορταστικής περιόδου.

Επειδή, η πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε εστίαση και λιανεμπόριο έχουν πληγεί σφοδρά το προηγούμενο διάστημα από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και τα παρατεταμένα lockdown

Επειδή, τα μέτρα που ανακοινώθηκαν δεν είναι ενιαία για όλη την αγορά και εγείρουν θέματα αθέμιτου ανταγωνισμού

Επειδή, δεν προβλέπονται νέα μέτρα ανακούφισης για τις ήδη επιβαρυμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός,

1. Σε ποιες ενέργειες προτίθεται να προβεί προκειμένου να στηριχθούν οι ήδη επιβαρυμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε εστίαση και λιανεμπόριο;

2. Ποιες πρωτοβουλίες προτίθεται να αναλάβει για την καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού που δημιουργείται από τη μη ενιαία εφαρμογή περιοριστικών μέτρων μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων;