Σήμερα μετράμε 99 χρόνια από την θλιβερή επέτειο της Καταστροφής της Σμύρνης, ή αλλιώς της Μεγάλης Πυρκαγιάς της Σμύρνης. Μιας καταστροφής, που διήρκεσε από τις 31 Αυγούστου έως τις 4 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με το Παλαιό Ημερολόγιο και που η Βουλή των Ελλήνων όρισε να μνημονεύεται την 14η Σεπτεμβρίου, λόγω της εισαγωγής του Νέου Ημερολογίου.
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΕΒΕΖΑ 1821-202Ι «ΙΣΤΟΡΙΑ- ΜΝΗΜΗ- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» επέλεξε να αποδώσει τιμή στην ημέρα αυτή με κάποια κείμενα του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα ΄Ερνεστ Χέμινγουέι, που αναφέρονται σε εκείνες τις μέρες.
Ο 23χρονος τότε Αμερικανός δημοσιογράφος κάλυψε ως ανταποκριτής την πτώση της Σμύρνης. Η αλήθεια είναι ότι ο Χέμινγουεϊ ουδέποτε βρέθηκε στη Σμύρνη εκείνες τις δραματικές μέρες και ώρες. Κατάφερε όμως να φτάσει έως την Αδριανούπολη, όπου έζησε και κατέγραψε μοναδικά το δράμα των Ελλήνων προσφύγων και του εξαθλιωμένου, ηττημένου ελληνικού στρατού, καθώς επίσης να συνομιλήσει με αυτόπτες μάρτυρες της καταστροφής της Σμύρνης.
Στα γραπτά του λοιπόν δεν εκφράζεται ως πολεμικός ανταποκριτής, αλλά ως διηγηματογράφος και μυθιστοριογράφος.
Το 1925 εξέδωσε μια συλλογή διηγημάτων, που ξεκινούσε με ένα σύντομο κείμενο, που τιτλοφορείται «Στην προκυμαία της Σμύρνης».
«Ένα παράξενο πράγμα, είπε, πώς ούρλιαζαν κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν πάντα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Για να σωπάσουν, ρίχναμε τον προβολέα πάνω τους. Αυτό πάντα έπιανε. Ανεβοκατεβάζαμε το φως του προβολέα πάνω τους δύο ή τρεις φορές για να πάψουν. […]
Το χειρότερο, είπε, ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά μωρά. Ήταν αδύνατον να πείσεις τις γυναίκες να εγκαταλείψουν τα νεκρά μωρά τους. Είχαν στην αγκαλιά τους μωρά πεθαμένα εδώ και έξι μέρες. Δεν έλεγαν να τ’ αφήσουν. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρεις με τη βία […]
Θυμάσαι το λιμάνι. Κάμποσα ωραία πραγματάκια επέπλεαν εκεί μέσα. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που άρχισα να φαντάζομαι διάφορα. Δεν σε πείραζε για τις γυναίκες που γεννούσαν όσο για εκείνες που έσερναν πάνω τους τα νεκρά μωρά τους. Πάνω τους. Είναι ν’ απορείς που μόνο τόσες λίγες από δαύτες πέθαναν. Απλώς τις σκεπάζαμε με ό,τι βρίσκαμε και τις αφήναμε να μπούνε στο πλοίο. Πάντα διάλεγαν την πιο σκοτεινή γωνιά στο αμπάρι για να τα έχουν στην αγκαλιά τους. Από τη στιγμή που άφηναν την προβλήτα, καμιά τους δεν έδινε δεκάρα για τίποτε άλλο.
in Πρέβεζα