«Κάλλιο το προλαμβάνειν παρά το θεραπεύειν», ανέφερε η Ιπποκρατική αντίληψη, η οποία είναι επίκαιρη σε μια περίοδο που ο τρόπος ζωής έχει οδηγήσει σε χειροτέρευση των δεικτών υγείας, όπως αναφέρουν τα συμπεράσματα που έχουν προκύψει εδώ και χρόνια από την καταγραφή των δεικτών αυτών από τον Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και δείχνει μια σημαντική αύξηση στις αυτοκτονίες, τα ψυχολογικά προβλήματα, την κατανάλωση αλκοόλ, την παχυσαρκία, τα τροχαία ατυχήματα, τους κακοήθεις όγκους του γαστρεντερικού συστήματος και τελικά μια συνολική πτώση στο προσδόκιμο ζωής. Αυτή η αλλαγή αφορά κυρίως αιτιολογικούς παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και την οργάνωση της καθημερινότητας και επηρεάζει και την Ελλάδα η οποία δε βρίσκεται και στις καλύτερες θέσεις ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, κυρίως όσον αφορά το επίπεδο κάλυψης του πληθυσμού στην πρωτοβάθμια υγεία και πρόληψη. Ακόμα και η πρόσφατη πανδημία που αναφέρθηκε προηγουμένως έχει τις ρίζες της στον τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων σε αστικό περιβάλλον: η αυξημένη συγκέντρωση κατοίκων σε αστικά κέντρα λόγω της εκβιομηχάνισης και η συνεπακόλουθη εγκατάλειψη των αγροτικών περιοχών, οδήγησε στην εντατικοποίηση της γραμμής παραγωγής τροφίμων με ότι αυτό συνεπάγεται (χαμηλή ποιότητα, εκτεταμένη χρήση αντιβιοτικών) . Αυτό το συμπέρασμα αποτελεί και μια πρόκληση ώστε να επανεξεταστεί ο ρόλος της παραγωγής, της κατανάλωσης και της διατροφής στο σύγχρονο κόσμο.
Για χρόνια υπήρχε η αντίληψη η οποία αντιμετώπιζε το άγχος ως μια διαδικασία, μια πάθηση η οποία ξεκινούσε από τον εγκέφαλο και μετέδιδε οδηγίες οι οποίες δημιουργούσαν προβλήματα στο υπόλοιπο σώμα (ψυχοσωματικά προβλήματα), το οποίο έγινε αντικείμενο της μελέτης διακεκριμένων νευροεπιστημόνων, όπως οι Pavlov, Darwin, Bernard, James, Beaumont. Η αντίληψη αυτή επικρατεί σε ένα βαθμό μέχρι και σήμερα. Όμως αν ανατρέξει κάποιος στα γραπτά και πάλι του Ιπποκράτη, θα ανακαλύψει τη ρήση 《όλες οι ασθένειες ξεκινούν από το έντερο. Τι είναι όμως ασθένεια; Σίγουρα όχι κάτι που περιορίζεται στις λοιμώξεις, και αντίστοιχα λοιπόν και μια πανδημία δεν είναι απαραίτητο να αφορά μια λοίμωξη. Οι αγχώδεις διαταραχές έχουν χαρακτηριστεί ως μια σύγχρονη πανδημία, και όχι άδικα: με βάση στοιχεία του ΠΟΥ από το 2010, 62 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από αυτές, ενώ στοιχεία από την περίοδο της πανδημίας αυξάνουν το ποσοστό στο διπλάσιο (δηλαδή το ένα τέταρτο του πληθυσμού). Οι διαταραχές αυτές οδηγούν το άτομο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να αποσύρεται από την πραγματικότητα, ενδεχομένως και ως ένα μηχανισμό άμυνας. Είναι όμως αυτό το (μόνο) αίτιο για τη δημιουργία τους; Το μέγιστο πάντως των προβλημάτων που προκαλούν οι διαταραχές αυτές εμφανίζεται στην ηλικιακή ομάδα νέων ενηλίκων από 15 έως 49 ετών, το πιο παραγωγικό κομμάτι δηλαδή της κοινωνίας. Η ευρεία και εξουθενωτική φύση του άγχους, σε συνδυασμό με τη συχνή ανεπάρκεια των υφιστάμενων θεραπειών και του κοινωνικού στίγματος που δημιουργούν, οδηγούν στη《million dollar question: υπάρχει άλλος τρόπος αντιμετώπισης του άγχους;
Εκτός από τα αμιγώς ψυχολογικής φύσεως βιώματα, ορισμένες συνήθειες, που εντάσσονται σχεδόν μηχανικά στον τρόπο ζωής, γίνεται να επηρεάζουν την εμφάνιση αυτής της κατηγορίας ασθενειών. Και ένας τομέας, ο οποίος συμπυκνώνει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο ζωής και τις εκάστοτε συνήθειες του ανθρώπου, είναι η διατροφή. Μια σειρά μελετών δείχνει πως μια σειρά διατροφικών στοιχείων (σίδηρος, φολικό οξύ, σελήνιο, ασβέστιο, βιταμίνες Β12/C/E, λιπαρά οξέα) επηρεάζουν την εξέλιξη, την ανάπτυξη και τη λειτουργία του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος, και ως εκ τούτου και της διάθεσης. Το γαστρεντερικό σύστημα δεν αποτελεί λοιπόν μόνο μια έξοδο επικοινωνίας προς το περιβάλλον, αλλά και μια είσοδο από την οποίο το περιβάλλον αλληλοεπιδρά με τον οργανισμό. Το κύριο ερέθισμα που διαμορφώνει το περιβάλλον του γαστρεντερικού συστήματος, είναι η τροφή: τα προϊόντα που καταναλώνονται καθημερινά, το νερό, οι χυμοί, τα φάρμακα, τα ποτά. Τι σημαίνει όμως, και τι ακριβώς είναι το περιβάλλον του γαστρεντερικού συστήματος;
Μια απλή απάντηση στην ερώτηση αυτή θα αφορούσε την ιστολογία και την φυσιολογία των κυττάρων του λεπτού και παχέος εντέρου ή του στομάχου. Και θα ήταν σωστή αυτή η απάντηση αν ήταν τα μόνο κύτταρα που βρίσκονται στις τοποθεσίες αυτές, γιατί στο εσωτερικό του ανθρώπινου οργανισμού υπάρχουν εκατομμύρια μικροοργανισμοί. Το ανθρώπινο σώμα λοιπόν περιέχει μια τεράστια κοινότητα μικροβιακών κυττάρων και του γενετικού υλικού τους, η οποία περιγράφεται με τον όρο μικροβίωμα. Στην αγγλική γλώσσα εμφανίζονται δύο όροι, ο όρος microbiota ο οποίος αφορά τους μικροοργανισμούς αυτούς καθαυτούς, ενώ ο όρος microbiome αφορά το γεννητικό υλικό των μικροοργανισμών αυτών, αν και στην πράξη (όπως και στην ελληνική μετάφραση) χρησιμοποιείται ο όρος microbiome για να περιγράψει και τα δύο. Οι συμβιωτικοί μικροβιακοί πληθυσμοί βρίσκονται σχεδόν σε κάθε σημείο του σώματος, συμπεριλαμβανομένου του δέρματος, του επιπεφυκότα, της στοματικής κοιλότητας, της αναπνευστικής οδού, του κόλπου και του γαστρεντερικού σωλήνα. Η σύνθεση του μικροβιώματος, αν και εξελίσσεται κυρίως στα πρώτα στάδια της ζωής ανάλογα με τον τρόπο τοκετού και σίτισης, επηρεάζεται ιδιαίτερα ως προς την σύσταση και την αναλογία του από τον ακόλουθο τρόπο ζωής και είναι μοναδική σε κάθε άτομο, δημιουργώντας ένα ιδιότυπο 《δακτυλικό αποτύπωμα》. Το εντερικό μικροβίωμα απαρτίζεται από χιλιάδες μικροοργανισμούς (1500 είδη κατανεμημένα σε περισσότερα από πενήντα διαφορετικά φύλλα) συμπεριλαμβανομένων βακτηρίων, ιών και μερικών μυκήτων που αποικίζουν το πεπτικό από τις πρώτες στιγμές της ζωής, με τη διατροφή να διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην ακριβή σύσταση και αναλογία αυτών.
Η ανθρώπινη κοινωνία έχει αλλάξει σημαντικά από την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, όχι όμως και τα ανθρώπινα γονίδια, σε αντίθεση με το γενετικό υλικό της μικροβιακής χλωρίδας (σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές έχει παρατηρηθεί μικρή ανάλογη διαφοροποίηση, με τους κατοίκους να έχουν μικροβίωμα διαφορετικό από αυτό των κατοίκων αστικών περιοχών). Παρότι υπάρχει μια δυσκολία στον ακριβή καθορισμό του φυσιολογικού για κάθε άνθρωπο μικροβιώματος, το σύνολο των ερευνών δείχνει πως η διατροφή, από το μητρικό θηλασμό έως την περίοδο της εργασίας οδηγεί σε μια μεταβολή της φυσιολογικής χλωρίδας, η οποία παρουσιάζει με τη σειρά της ένα είδος γήρανσης. Από την άλλη πλευρά, το μικροβίωμα του εντέρου έχει ρυθμιστικό ρόλο στην όρεξη, καθώς τα βακτηριακά συστατικά είναι σε θέση να επηρεάσουν τις οδούς κορεσμού του εντέρου, ελέγχοντας με αυτό τον τρόπο την όρεξη, το αίσθημα κορεσμού του ξενιστή και τελικά να αλλάξουν τους θρεπτικούς και γευστικούς υποδοχείς. Όχι μόνο λοιπόν το μικροβίωμα ως αυτοτελής οντότητα (microbiota) αλλά και το γεννητικό υλικό του (microbiome) και τα προϊόντα του μεταβολισμού του (metagenome) επηρεάζουν τη λειτουργία του εντέρου, την έκφραση της λειτουργίας αυτής στον άξονα με τον υποθάλαμο και τον εγκέφαλο και στην παραγωγή προϊόντων (το 90% της σχετιζόμενης με το άγχος σεροτονίνης) που όλα μαζί διαμορφώνουν την απόκριση στο άγχος, σε βαθμό που σε πειράματα σε ποντίκια η ρύθμιση της μικροβιακής χλωρίδας είχε αντίστοιχους μηχανισμούς δράσεις και αποτελέσματα με τη χρήση αγχολυτικών.
Μελέτες έχουν δείξει ότι η χρήση συγκεκριμένων πρεβιοτικών (όπως οι ολιγοσακχαρίτες, το ανθεκτικό άμυλο, οι φυτικές ίνες, η λακτουλόζη, η ινουλίνη) και προβιοτικών (Bifidobacterium, Lactobacillus) συμβάλουν στην καταστολή πιθανών παθογόνων βακτηρίων δίνοντας τη δυνατότητα να αλλάξει η σύνθεση των μικροβίων του εντέρου και άρα να λειτουργούν τελικά ως θεραπευτικοί παράγοντες (ψυχοβιοτικά). Η δυτικού τύπου διατροφή (υψηλή σε ζωική πρωτεΐνη και λίπος, χαμηλή σε φυτικές ίνες) οδηγεί σε σημαντική μείωση του συνολικού αριθμού των ωφέλιμων βακτηρίων σε αντίθεση με τη μεσογειακή διατροφή. Η πλειοψηφία των μελετών δείχνει ότι η εντερική χλωρίδα θα μπορούσε να διαμορφωθεί για να ανακουφίσει τα συμπτώματα άγχους: το μέλλον έγκειται στην προσαρμογή της κατάλληλης αναλογίας πρεβιοτικών και προβιοτικών στο κάθε άτομο, δηλαδή μια βάση εξατομικευμένης διατροφής.
Το γαστρεντερικό σύστημα λοιπόν είναι το πεδίο όπου αλληλοεπιδρούν ο τρόπος ζωής, το κοινωνικό υπόβαθρο, η γενετική και η διατροφή, η συνισταμένη των οποίων τελικά δε διαμορφώνει μόνο το μικροβίωμα, αλλά και τη διάθεση. Η έρευνα του μικροβιώματος του εντέρου αποσκοπεί στην κατανόηση της λειτουργίας ενός αόρατου οργάνου, ο χειρισμός του οποίου μπορεί να ξεκλειδώσει δυνατότητες βελτίωσης μιας σειράς διαταραχών. Για να αποδώσει αυτή η υπόθεση θεραπείας, χρειάζεται μια μεταστροφή από τη μαζική παραγωγή φαρμάκων κοινών για όλο τον πληθυσμό, σε ένα πιο εξατομικευμένο μοντέλο θεραπείας. Αυτό υπενθυμίζει το πόσο σημαντικό στοιχείο είναι η διατροφή για τον κάθε άνθρωπο. Όπως έχει περιγράψει και ένας από τους σημαντικότερους ψυχολόγους, ο Maslow, για να μπορέσει ένας άνθρωπος να προχωρήσει στην εξέλιξη του, πρέπει πρώτα να έχει ικανοποιήσει τις πολύ βασικές ανάγκες του (πυραμίδα του Maslow). Το υπάρχον σύστημα όμως μας έχει μάθει, από τις εμπορικές εκθέσεις ήδη όπως παρατηρεί ο Eco, να λατρεύουμε κάθε είδους 《μπιχλιμπίδι》και να αποστρεφόμαστε κάθε εργαλείο παραγωγής. Αυτό ακριβώς χρειάζεται και μια σύγχρονη αριστερή θεώρηση να ανατρέψει: να γυρίσει στην πολιτική των βασικών καθημερινών αναγκών. Και η πιο βασική από αυτές είναι το ζήτημα της διατροφής/παραγωγής τροφίμων.