Πριν από 55 Απριλίους, τέτοιες ημέρες, ήταν διάχυτη στην ελληνική κοινωνία η άποψη ότι τις επερχόμενες εκλογές θα τις κέρδιζε η Ένωση Κέντρου. Πλατιά κομμάτια του πληθυσμού ήλπιζαν να μπει ένα τέλος στην περίοδο πολιτικής ανωμαλίας που έμεινε ευρύτερα γνωστή ως ‘’Αποστασία’’, εξαιτίας της σύγκρουσης και εν τέλει της παραίτησης του εκλεγέντος Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου με το παλάτι και τον Βασιλιά Κωνσταντίνο. Την ίδια στιγμή, ένα τμήμα της ΕΡΕ, ζητούσε έναν ‘’λοχία’’ για να σώσει την χώρα από τον επερχόμενο κίνδυνο του ‘’αναρχοκομμουνισμού’’. Υπό τις συνθήκες αυτές λοιπόν, από το 1967 έως και τον Ιούλιο του 1974 η Χώρα είχε στρατιωτική δικτατορία, η οποία επιβλήθηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα στις 21 Απριλίου του 1967 και έμεινε ευρύτερα γνωστή με τον ισπανικό όρο ‘’Χούντα’’ ο οποίος είχε εισαχθεί στον πολιτικό διάλογο λίγα χρόνια νωρίτερα για να περιγράψει εξωθεσμικά κέντρα που απεργάζονταν την κατάλυση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Είναι κοινή παραδοχή πως η επταετία αυτή έχει μείνει στην συλλογική μνήμη λόγω των τρομακτικών οικονομικών σκανδάλων όπως και για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις και τις εξορίες για τους αντιφρονούντες. Στο παρόν άρθρο, θα γίνει προσπάθεια να αναδειχτεί η συστηματική εμπλοκή και παρέμβαση της δικτατορίας προς την τρίτο πυλώνα κάθε δημοκρατικής και ευνομούμενης Πολιτείας, δηλαδή στην Δικαιοσύνη.
Ας κάνουμε μια αναδρομή πίσω στον χρόνο και ας θυμηθούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Βρισκόμαστε στο 1968. Έχει περάσει ένας χρόνος από την επιβολή του καθεστώτος και έτσι λοιπόν αυτή έχει στοχοποιήσει ήδη του δικαστικούς εκείνους, οι οποίοι δεν «συνεργάζονται» με το καθεστώς. Ο τρόπος με τον οποίο το καθεστώς θα απαλλαγεί από τους «ενοχλητικούς» δικαστές είναι γνωστός και αποτελεί μια διαχρονική τακτική όλων των ανώμαλων περιόδων της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας: Εκδίδεται η ΚΔ΄ συντακτική πράξη της 28-5-1968 «περί εξυγιάνσεως της Τακτικής Δικαιοσύνης», με την οποία για τρεις ημέρες αναστέλλεται η ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών(!!). Μέσα στις τρεις αυτές ημέρες και με βασιλικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου «κατόπιν ερεύνης των περί τούτων στοιχείων», απολύονται όσοι δικαστές «δεν κέκτηνται το απαιτούμενον διά την άσκησιν του λειτουργήματός των ηθικό κύρος» ή όσοι «δεν εμφορούνται υπό υγιών κοινωνικών αρχών»(!). Απολύονται επίσης οι δικαστές «εάν η καθόλου εν τη κοινωνία ή τω Δικαστικώ Σώματι συμπεριφορά των δεν δύναται να θεωρηθή ως συμβιβαζομένη προς τα καθήκοντα και την αξιοπρέπειαν του λειτουργήματός των, με αποτέλεσμα την μείωσιν του κύρους των μεταξύ των συναδέλφων των και των πολιτών».
Με τόσο αόριστες διατυπώσεις και τόσο ασαφείς νομικές έννοιες, είναι προφανές ότι μπορεί να απολυθεί οποιοσδήποτε δικαστής δεν είναι αρεστός στη δικτατορία. Και πράγματι μέσα σε τρεις ημέρες διώχθηκαν από το δικαστικό σώμα τριάντα δικαστές.
Περαιτέρω, για να μην ασκήσουν την δικηγορία, και να εξοντωθούν οικονομικά οι απολυμένοι δικαστικοί, τους προσάπτουν την κατηγορία περί απολύσεως για πειθαρχικούς λόγους. Οι απολυμένοι δικαστικοί βλέπουν το κενό του νόμου και προσφεύγουν στο ΣτΕ, για το ότι απολύθηκαν δίχως να απολογηθούν για το παράπτωμα που τους κατηγορούσαν. Το ανώτατο Δικαστήριο περισώζει την τιμή του Δικαστικού σώματος και τους δικαιώνει. Τότε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος βγάζει διάταγμα με το οποίο έκανε δεκτή την παραίτηση του Προέδρου του ΣτΕ, με την παρατήρηση όμως πως ο Πρόεδρος του ΣτΕ δεν έχει υποβάλλει ποτέ παραίτηση (!!). Αδιέξοδα όμως δεν υπάρχουν .Όταν ο Πρόεδρος του ΣτΕ, Μιχαήλ Στασινόπουλος, εξακολούθησε να αρνείται να υποβάλλει την παραίτησή του, ο Παπαδόπουλος τον θέτει σε κατ’ οίκον περιορισμό!
Σταχυολογώντας περιπτώσεις ωμής και απροκάλυπτης παρέμβασης, το 1970 οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τη στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα. Διότι, καλοί οι μισθοί, καλά τα αξιώματα και τα ρουσφέτια, αλλά αν δεν είχες – ένα εγγυημένο, κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, κινδύνευες να πέσει και να σε χτυπήσει ο ‘’κομμουνιστικός κίνδυνος «ασκεπή». Οι πραξικοπηματίες ΄έβλεπαν όμως και μπροστά. Την Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου 1970, νομοθέτησαν τα «περί ευθύνης υπουργών». Μεταβατική διάταξη (παρ. 48) του ΝΔ 802 όριζε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί δίωξη εναντίον υπουργού ή υφυπουργού της δικτατορίας, παρά μόνο εάν το αποφάσιζαν οι … συνάδελφοί του.
Για να έχουν απολύτως ήσυχο το κεφάλι τους, οι συνταγματάρχες συμπεριέλαβαν κάτι ακόμη στη ρύθμιση: «Παρέγραψαν» όλα τα εγκλήματα, «δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» κάποιας Βουλής, μελλοντικής.
Επίσης, είναι γνωστό πως ο δικτάτορας Παπαδόπουλος έκτισε “νόμιμα”!!! αυθαίρετη βίλα, με ελικοδρόμιο, φυλάκια για σκοπιές μέσα στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας, αλλά και σαλέ στο όρος Μπέλες, για να κυνηγάει αγριογούρουνα!
Άλλο ένα ανδραγάθημα του καθεστώτος ήταν όταν η χούντα απάλλαξε τον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάππας από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις, για έξι αγροτοβιομηχανικές μονάδες σε διάφορες περιοχές της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72).
Αφήσαμε για το τέλος ένα περιστατικό που χρονικά συνέβη στα μέσα περίπου της Χούντας, είναι όμως χαρακτηριστικό και άκρως αποκαλυπτικό για το πώς μεταχειρίζονταν οι πραξικοπηματίες την Δικαιοσύνη και τους Νόμους, τελείως εργαλειακά δηλαδή. Ο Γ. Παπαδόπουλος λοιπόν άλλαξε το νόμο διαζυγίων για λίγες ώρες προκειμένου να χωρίσει και να μπορέσει να νομιμοποιήσει τον δεσμό του με την γραμματέα της ΚΥΠ Δέσποινα Γάσπαρη. Ο νόμος του αυτόματου διαζυγίου έλεγε ότι όποιος ήταν εν διαστάσει για 7 συναπτά έτη τότε έβγαινε το διαζύγιο του αυθημερόν! Το βράδυ πέρασε το νόμο, τα ξημερώματα έκανε την αίτηση, το πρωί βγήκε η απόφαση και την ΙΔΙΑ ώρα κατήργησε το νόμο!
Για την ιστορία, στις 28 Ιουλίου του 1975, ένα περίπου χρόνο μετά την πτώση της, ξεκίνησε η λεγόμενη Δίκη της Χούντας, δηλαδή η δίκη των τριών πραξικοπηματιών και των συνεργατών τους, για τα αδικήματά τους κατά την διάρκεια της δικτατορίας, την βίαιη κατάλυση της δημοκρατίας και για την στάση τους στην Εξέργεση του Πολυτεχνείου. Η δίκη διήρκησε περίπου ένα μήνα, μέχρι τις 29 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Αποτέλεσμα ήταν η καταδίκη των πραξικοπηματιών καθώς πλέον η Δικαιοσύνη λειτουργούσε σε ένα –με παθογένειες μεν- Δημοκρατικό καθεστώς δε. Οι τρείς υπαίτιοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ όλοι οι στρατιωτικοί καθαιρέθηκαν και αποπέμφθηκαν από το στράτευμα με τον βαθμό του στρατιώτη. Ωστόσο, με απόφαση του πρωθυπουργού, οι θανατικές ποινές, μετατράπηκαν σε ισόβια κάθρειξη.
Ο κατάλογος είναι μακρύς με πολλές ακόμα ωμές παρεμβάσεις στον θεσμικό ρόλο της Δικαιοσύνης. Ακόμα και σήμερα, 55 χρόνια μετά, η προάσπιση της Δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης καθώς και των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, που πλήττονται βάναυσα, αποτελεί ζητούμενο και όχι κεκτημένο. Υπάρχει ένα λατινικό ρητό, επίκαιρο εξαιρετικά, που λέει ‘’Salus populi suprema lex esto’’, δηλαδή “Η ευημερία του Λαού, (ας είναι) ο υπέρτατος Νόμος”. Είναι λοιπόν χρέος δικό μας να εξασφαλίσουμε πως όχι μόνο δε θα ξαναζήσουμε σκοτεινές μέρες σαν τον Απρίλη του ΄67, αλλά όλες μας οι δυνάμεις και οι προσπάθειες, συλλογικά και ατομικά, πρέπει να στοχεύουν στην ευημερία αυτού του λαού –που τόσα έχει υπομείνει, για να γίνει, επιτέλους νοικοκύρης στον τόπο του.