in

Το Στίγμα: Στο προεκλογικό μας καβούκι χωρίς τα προβλήματα της Ηπείρου στο προσκήνιο

editor_image

Του Άρη Ραβανού


Θα κάνει ή όχι τις εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Θα στηθούν και πότε οι κάλπες; Είναι ερωτήματα των τελευταίων ημερών και εδώ στην Ήπειρο, με βάση τα όσα είπε ο Πρωθυπουργός πως θέλει να εξαντλήσει την τετραετία, αναλαμβάνοντας και το ρίσκο ενός δύσκολου χειμώνα.

Ανεξάρτητα από τις διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού, σχεδόν σε όλα τα πολιτικά γραφεία αυτή την περίοδο, το κλίμα είναι άκρως προεκλογικό και ουσιαστικά οι νυν βουλευτές και οι πολιτευτές κινούνται στη λογική του δόγματος, «βαίνομεν προς εκλογάς».

Αυτό όμως το κλίμα επηρεάζει και την ήδη ταλαιπωρημένη ελληνική οικονομία, η οποία θα έχει σημαντική θέση κατά την προεκλογική περίοδο και αυτό ήδη το βλέπουμε από τις ανακοινώσεις των κομμάτων με επίκεντρο την ακρίβεια, την ενεργειακή κρίση και τον υψηλότατο πληθωρισμό.

Η οικονομία θα είναι στο επίκεντρο της προεκλογικής στρατηγικής των κομμάτων και μένει να φανεί κατά πόσο θα επηρεάσει την εκλογική συμπεριφορά ενόψει των εκλογών.

Το κρίσιμο όμως στοιχείο είναι, πέρα από τις συγκρούσεις, σε πολύ μεγάλο βαθμό άγονες, εάν θα υπάρξει αντιπαράθεση επί των προτάσεων στο πραγματικό πεδίο της οικονομίας. Και αυτό διότι οι πολίτες, θέλουν προτάσεις, ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες, κοστολογημένα μέτρα και διέξοδο από την κρίση, χωρίς όμως να υποθηκεύεται και το μέλλον των επόμενων γενεών.

Η Ελλάδα κατέχει σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους, έχει κρίσιμα εργαλεία που δεν αξιοποιήθηκαν στο βαθμό που έπρεπε, διαθέτει πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό, και πολλά άλλα που της δίνουν συγκριτικό πλεονέκτημα για να εξέλθει με τις όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες, από την παρούσα κρίση.

Η χώρα μετά την Οδύσσεια των μνημονίων και την πολυετή ταλαιπωρία και την πανδημία, έχει να αντιμετωπίσει μια νέα κρίση που όμως δύναται να την ξεπεράσει εάν στοχεύσει σε πεδία που μπορεί να εκμεταλλευθεί.

Απαντήσεις έλαβε το πολιτικό προσωπικό την περίοδο των μνημονίων, αλλά ελάχιστα έπραξε, για να αλλάξει την μοίρα της χώρας που μπορεί να διαμορφωθεί προς το καλύτερο μόνο εάν καταρτιστεί επιτέλους και αρχίζει να εφαρμόζεται ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.

Η οικονομία θα είναι στο επίκεντρο της προεκλογικής στρατηγικής των κομμάτων και μένει να φανεί κατά πόσο θα επηρεάσει την εκλογική συμπεριφορά και στην Ηπειρο ενόψει των εκλογών.

Πολλά έχουμε διαβάσει και ακούσει γι’ αυτό το παραγωγικό μοντέλο που όμως δεν το βλέπουμε να αλλάζει. Όλα μένουν σε επίπεδο ρητορικής και από πράξεις μηδέν. Δείτε τι γίνεται και στην Ήπειρο, όπου πολλά μπορεί να γίνουν, αλλά επικρατεί αναπτυξιακή στασιμότητα.

Και όμως υπάρχουν πολλές δυνατότητες για μια καλύτερη μοίρα της χώρας και αυτό θα μπορούσε να είναι ένα κομβικό θέμα συζήτησης στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Π.χ. η ελληνική γεωργία και διατροφή έχει πάρα πολλά περιθώρια να εξελιχθεί και να αποτελέσει πραγματικά την ατμομηχανή της χώρας και παράλληλα να λειτουργήσει ως «σωσίβιο» μπροστά στο τσουνάμι της διατροφικής κρίσης που έρχεται.

Δείτε αυτές τις ημέρες την ενδιαφέρουσα δράση του Εργαστηρίου Τροφίμων στην Άρτα (Σχολή Γεωπονικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) με τον Δρόμο του τυριού (σ.σ. αναλυτικό ρεπορτάζ στις σελίδες για τα αγροτικά) και σκεφτείτε πόσα πολλά μπορούν να γίνουν και στην Ήπειρο.

Παρά τις σημαντικές αλλαγές που αναδεικνύονται στην αγροτοδιατροφή, όπως τις καταναλωτικές συνήθειες, τις διακοπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, το εισόδημα και την αβεβαιότητα, υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό για τον πρωτογενή τομέα να αναπτυχθεί και να δώσει εκείνες τις πολύτιμες ανάσες που χρειάζεται η ελληνική οικονομία.

Η παρούσα στήλη το έχει επισημάνει πάρα πολλές φορές, αλλά όμως η πανδημία συνέβαλε σημαντικά να κατανοηθεί η αξία της αγροτοδιατροφής για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις από άλλες πανδημίες στο μέλλον. Αυτή η αγροτοδιατροφή για να έχει όμως προστιθέμενη αξία σημαντική θα πρέπει να στηριχθεί, δηλ. η παραγωγή, η μεταποίηση, τα δίκτυα διανομής, κ.α.

Άρα, ο στόχος πρέπει να είναι να αναζωογονηθεί η περιφέρεια και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Αυτό προϋποθέτει συνολικό σχεδιασμό για κάθε νομό που θα βασίζεται στη συνεργασία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των τοπικών φορέων και επιχειρηματιών με την κατάλληλη βέβαια στήριξη από το Κράτος, όπου απαιτείται και χωρίς να λειτουργεί ως έχων την απόλυτη εξουσία.

Διέξοδοι υπάρχουν, κίνητρα και χρηματοδοτικά εργαλεία πρέπει να δοθούν – όχι επιδοτήσεις- από την Πολιτεία σε συνθήκες ισορροπίας μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, ώστε ο πρωτογενής τομέας να γίνει μια ακόμη ατμομηχανή της οικονομίας, πέρα από τον τουρισμό.

Αυτά, αλλά και το τι θα γίνει με το μείζον θέμα των αγροτικών χεριών, των λεγόμενων εργατών γης, θα αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης στις επικείμενες εκλογές; Προφανώς και όχι, εάν και θα έπρεπε.

Δυστυχώς, μακάρι να διαψευστώ, θα αποτελεί αντικείμενο συνεδρίων, διαλέξεων και συζητήσεων μεταξύ μικρής ομάδας, αγροτών, επιχειρηματιών του πρωτογενούς τομέα, καθηγητών πανεπιστημίου στον κλάδο, κ.α.

«Στη σχέση μας με τη φύση αντικατοπτρίζεται ολοκληρωμένα το θράσος των ανθρώπινων οικονομικών συστημάτων. Όσο υποτάσσει ο άνθρωπος προς όφελός του τα φυσικά συστήματα, τα κάνει πιο ευάλωτα, ενώ απαιτείται όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια να τα σταθεροποιήσει» γράφει η διακεκριμένη οικονομολόγος Μάγια Γκέμπελ στο βιβλίο της «Ας δούμε τον κόσμο μας αλλιώς» (εκδόσεις Ψυχογιός) και συμπληρώνει: «Τα ανθρώπινα συστήματα δεν είναι βιώσιμα και θα καταρρεύσουν αναγκαστικά, αν δεν μάθουμε να τα αναδιαμορφώνουμε».

Αυτή η αναφορά της Γκέμπελ θα μπορούσε να είναι μια μεγάλη ενότητα συζήτησης για την προεκλογική περίοδο και στην Ήπειρο και να δούμε πόσα και ποια προβλήματα της περιοχής μας πρέπει να συζητηθούν. Θα γίνει αυτό; Ούτε αυτό δυστυχώς θα γίνει καθώς θα είμαστε κλεισμένοι στο ευρύτερο προεκλογικό μας καβούκι για τα ευρύτερα, τα γενικά και τα μεγάλα θέματα.

Μόνο που και τα μικρά πολλές φορές, αυτά που αφορούν την καθημερινότητα των ανθρώπων στην Ήπειρο, είναι πιο σημαντικά σε μια εκλογική αναμέτρηση, αλλά δεν μπαίνουν στο πλαίσιο της συζήτησης. Και εάν μπουν θα είναι απλά εξαγγελίες.

 

Η διάκριση «Αριστερά – Δεξιά»

Η διάκριση «Αριστερά-Δεξιά» εξακολουθεί να είναι ένα μέτρο βάσει του οποίου κρίνεται η εξέλιξη του κομματικού ανταγωνισμού, σύμφωνα με την ενδιαφέρουσα έρευνα κοινής γνώμης που διενήργησε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ) σε συνεργασία με την εταιρεία δημοσκοπήσεων Prorata σχετικά με την καταγραφή των πολιτικών και ιδεολογικών στάσεων της ελληνικής κοινής γνώμης. Την υψηλότερη εμπιστοσύνη συγκεντρώνουν θεσμοί με μακρά ιστορική παρουσία, οι οποίοι αποπνέουν σταθερότητα σε μια εποχή ρευστότητας. Πρακτικά, οι τρεις θεσμοί –στρατός, πανεπιστήμιο, ΕΣΥ– αντιστοιχούν σε τρεις λειτουργίες του κράτους που κατεξοχήν συμβάλλουν στην κοινωνική αναπαραγωγή: άμυνα και ασφάλεια, εκπαίδευση και κοινωνική κινητικότητα, υγεία και επιβίωση. Οι αιρετοί θεσμοί ή οι θεσμοί που υπόκεινται σε δημόσιο ή κοινωνικό έλεγχο δεξιώνονται χαμηλή εμπιστοσύνη, όπως επίσης και τα εκτεθειμένα ΜΜΕ, αλλά και η Εκκλησία, ιδίως στη συνάφεια της πανδημίας.

 

Οι εξαμηνιαίες τάσεις της ΜRB

Δημοσκοπική πτώση της ΝΔ καταγράφουν για τη Νέα Δημοκρατία οι εξαμηνιαίες τάσεις της MRB που δημοσιεύθηκαν προχθές, με τη διαφορά της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι στο 7,2%, στοιχείο που πρέπει να αναλυθεί. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι πρόκειται για τη χαμηλότερη διαφορά μεταξύ των δυο μεγάλων κομμάτων που έχει καταγραφεί από το 2019. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η καταγραφή της πορείας της πρόθεσης ψήφου από τον Δεκέμβριο του 2019 και μέχρι σήμερα αφού αποτυπώνεται η καθοδική πορεία της ΝΔ. Συγκεκριμένα η διαφορά τον Δεκέμβριο του 2020 ήταν στο 15%, τον Ιούνιο του 2021 στο 12,9%, τον Δεκέμβριο του 2021στο 10,1% και τον Ιούνιο του 2022 στο 7,2%.
Συγκεκριμένα στην πρόθεση ψήφου η ΝΔ συγκεντρώνει ποσοστό 29,3% έναντι 22,1% του ΣΥΡΙΖΑ. Στην τρίτη θέση βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με ποσοστό 12,2% και ακολουθούν ΚΚΕ με 4,7%, Ελληνική Λύση με 4,5%, ΜέΡΑ25 με 3,1%, ενώ το σύνολο της αδιευκρίνιστης ψήφου υπολογίζεται στο 14%.