in

ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ | Η ευθύνη των δημοσιογράφων σε εθνικές τραγωδίες

editor_image

Του Άρη Ραβανού


Tις περισσότερες φορές για εμάς τους δημοσιογράφους ευθύνονται όλοι οι άλλοι και όχι εμείς.

Πολλοί από εμάς θεωρούμε ότι έχουμε το αλάθητο αρκετές στιγμές και για σειρά ζητημάτων, ενώ νομίζουμε ότι ξέρουμε τα πάντα ή σχεδόν όλα. Κάτι σαν τους φωτεινούς παντογνώστες ή σαν τους σοφούς που όλοι προστρέχουν για συμβουλές.

Παράλληλα εμμένουμε να επιδεικνύουμε την σοφία μας. Προφανώς και όλοι έχουν άποψη για όλα τα θέματα. Πόσο μάλλον ένας δημοσιογράφος. Μόνο που αρκετές φορές, καλύπτουμε επιφανειακά και με προχειρότητα θέματα μείζονος σημασίας και ύψιστου ενδιαφέροντος. Αρνούμαστε συνειδητά να αφήσουμε τους ειδικούς να μιλήσουν και τους υποκαθιστούμε.

Με τον τρόπο μας, ενίοτε συμβάλλουμε στη συσκότιση και στη δημιουργία αρνητικού κλίματος. Κάθε άλλο παρά μη γόνιμη είναι η παρέμβασή μας σε κρίσιμα ζητήματα, αν και θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίστροφο. Δεν είμαι οπαδός του μηδενισμού, απλά τα τελευταία χρόνια, οι φωνές της λογικής και της μετριοπάθειας έχουν υποχωρήσει αρκετά με ότι αυτό συνεπάγεται.

Ως υπηρέτες της ενημέρωσης και με γνώμονα το διαχρονικό ρητό, «η δημοσίευση είναι η ψυχή της δικαιοσύνης», οφείλουμε να επανεξετάσουμε τη στάση μας και να αναλογιστούμε τι πράττουμε.

Πρωτίστως όμως οφείλουμε να σκεφτούμε τις συνέπειες των πράξεών μας και κατά πόσο συμβάλλουμε και εμείς στη δημιουργία κλίματος διχασμού, φανατισμού, μισαλλοδοξίας. Οφείλουμε να κινούμαστε με οδηγό την αλήθεια και έχοντας κατά νου και το κοινό περί δικαίου αίσθημα.

Όμως, πρέπει να είμαστε υπέρμετρα προσεκτικοί στα όσα μεταδίδουμε και να μην ρίχνουμε λάδι στη φωτιά. Τις τελευταίες ημέρες, για μια ακόμη φορά, είδαμε πολλά και επανέρχεται στο προσκήνιο για ορισμένους η συζήτηση για τα όρια και του δημοσιογραφικού λόγου, της δημοσιογραφικής κριτικής, του δημοσιογραφικού παρεμβατισμού και –αδόκιμος ο όρος- της δημοσιογραφικής παντογνωσίας.

Το είδαμε παλαιότερα με τους Αγανακτισμένους την περίοδο της «κάτω» και της «πάνω» πλατείας. Το συναντήσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης και ειδικά το καλοκαίρι του 2015, αλλά και σε πολλές κρίσεις μετά. Η τοξικότητα, το μίσος, ο φανατισμός, η υπερβολή ήταν μερικά από τα στοιχεία που όριζαν σε σημαντικό βαθμό το δημοσιογραφικό λόγο. Αναδείχθηκαν εκλεκτικές συγγένειες πολιτικών και δημοσιογράφων που ενίσχυσαν την ήδη αρνητική εικόνα των πολιτών για τα ΜΜΕ και το δημοσιογραφικό κόσμο.

Σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές και ειδικά μετά από εθνικές τραγωδίες όπως αυτή στα Τέμπη με το σιδηροδρομικό δυστύχημα, οφείλουμε και εμείς οι δημοσιογράφοι να επανεξετάσουμε τη στάση μας και να αναλογιστούμε τις τεράστιες ευθύνες που έχουμε.

Ναι σε παρεμβάσεις ουσίας για να φωτιστεί η αλήθεια και όχι να κυριαρχήσει η συσκότιση. Πολλοί είπαν ότι αρκετές αποκαλύψεις έγιναν στο παρελθόν από δημοσιογράφους για τα τρένα, την ασφάλειά τους, κ.α. Και; Υπήρξε συνέχεια; Εγινε καμπάνια ή σημαία όλο αυτό; Ποτέ. Απλά έμεινε ως απλή καταγραφή και υπήρξαν σημαντικές αποκαλύψεις. Η πλειοψηφία των ΜΜΕ τι έκανε; Πούλαγε το θέμα; Όχι και γι’ αυτό δεν ασχολήθηκε κανείς και ακουμπούσε και συμφέροντα. Τώρα όμως που συνέβη το μοιραίο τρέχουν όλοι και μιλάνε για αποκαλύψεις που έγιναν και πολλοί λένε: εμείς τα λέγαμε. Και; Τα είπατε και ποια ήταν η εξέλιξη;

Και αυτή η κρίση μας οδηγεί στον αναγκαίο αναστοχασμό για να δούμε και εμείς οι δημοσιογράφοι τι πρέπει να αλλάξει ώστε να πιέσουμε τους πολιτικούς για μια διαφορετική πολιτική και για μέτρα ουσίας. Όχι δημόσιες σχέσεις και σφιχταγκαλιάσματα.

Ο αναστοχασμός δύναται να μας οδηγήσει σε άλλες πρακτικές που ίσως βοηθήσουν και τη δημοσιογραφία να ανασάνει συνολικά και πραγματικά ακόμα και σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο να γίνει ο αναγκαίος ελεγκτής πράξεων της διοίκησης.

Το έχει ανάγκη η Δημοκρατία.