Το Σάββατο 27 Μαΐου και στο πλαίσιο της εβδομάδας των Μικρών Βιβλιοπωλείων είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε στο Βιβλιοπωλείο Σιμούν της Πρέβεζας με την Άννα Αφεντουλίδου, τον Βαγγέλη Αυδίκο και τον Σπύρο Μπρίκο για τη σχέση της μυθοπλασίας με το ατομικό και συλλογικό βίωμα, την αυτοβιογραφία και την Ιστορία.
Προηγήθηκε μία σύντομη Εισήγηση από την Άννα Αφεντουλίδου και ακολούθησε συζήτηση, αφού τέθηκαν πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα όπως:
Γιατί ένας/μία αναγνώστης/τρια που ενδιαφέρεται για την Ιστορία να διαβάσει μια μυθοπλαστική αφήγηση και όχι μια ιστοριογραφική;
Ποιο είναι το κίνητρο για να ξεκινήσει μια μυθιστορηματική αφήγηση όπου εμπλέκονται αληθινά πρόσωπα; Και πώς αυτά συνυπάρχουν με τα επινοημένα, τα φανταστικά πρόσωπα;
Πώς μετασχηματίζεται ένα ιστορικό γεγονός σε μυθοπλασία, πώς περνά στον χώρο του μύθου ενώ ξεκινά ξεκάθαρα από τον «πραγματικό κόσμο»;
Άννα Αφεντουλίδου
Για τον Βαγγέλη Αυδίκο γνωρίζω καλά ότι ένα από τα αγαπημένο του θέματα είναι η σχέση της παράδοσης με τη σημερινή πραγματικότητα, η εισχώρηση του παρελθόντος στη σημερινή μας αίσθηση και συνειδητότητα. Και παρόλο που αυτό αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο στοίχημα για τον ίδιο, κάθε φορά αποκτά και ένα διαφορετικό μείγμα. Στην Οδό Οφθαλμιατρείου για παράδειγμα πρωταγωνιστεί η ιστορική μορφή του Κρυστάλλη, εκ παραλλήλου όμως με μία σύγχρονη μυθοπλαστική μορφή. Ο πατέρας του πρωταγωνιστή Κρυς εγκατέλειψε το Συρράκο και πήγε να ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες ως μετανάστης. Ο Κρυστάλλης εγκατέλειψε το Συρράκο και πήγε να ζήσει στην Αθήνα ως πρόσφυγας, μια που αντιμετώπιζε τη δίωξη από το Οθωμανικό Κράτος. Δυο εποχές, δυο διαφορετικές νοοτροπίες, αντικρίζονται μέσα από τα ερευνητικά εργαλεία του απογόνου που ζητά απαντήσεις και λύσεις, αναζητώντας εντέλει τις ρίζες, κάτι που το επιζητά κανείς πιο έντονα, όταν καλείται να περιπλανηθεί επιστρέφοντας στην πατρίδα.
Ένας ανάλογος τρόπος υπάρχει και στο μυθιστόρημα Οι τελευταίες πεντάρες, στο οποίο χωρίς να ακολουθεί τις συμβάσεις του ιστορικού μυθιστορήματος, χρησιμοποιώντας κάτι από την ίντριγκα της αστυνομικής διήγησης, ανασυνθέτει όχι απλώς μία εποχή αλλά και την ιστορία ενός τόπου: της πόλης της Πρέβεζας. Πρόκειται δηλαδή για οριακές διαπραγματεύσεις στην κόψη των διαφορετικών ειδών, π.χ. της μυθιστορηματικής βιογραφίας, μια που δεν ακολουθούνται οι συμβάσεις του είδους αλλά αναδιατάσσονται. Αντιστοίχως και στο βιβλίο Η Σκιά της Μίκας δυο διαφορετικές γενιές ανα-συστήνονται μέσα από την κοινή θεματική της μετανάστευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρωταγωνιστές του Αυδίκου βρίσκονται συνεχώς σε μια διαδικασία προσωπικής ή/και συλλογικής αναζήτησης του παρελθόντος:
Ο Κοσμάς Τρίκαρδος, Έλληνας, που μετανάστευσε για σπουδές στην Αμερική, και έμεινε εκεί για να σταδιοδρομήσει, αναζητούσε την ιστορία της Μίκας, μιας Ελληνίδας από τη Σμύρνη, μετανάστριας στην Αμερική μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Όσο ο ήρωας-ερευνητής πλησιάζει τα ίχνη αυτής της γυναίκας, τόσο ξετυλίγεται στις σελίδες του βιβλίου η ιδιαίτερη ταυτότητα των Ελλήνων της διασποράς. Όπως και με τον ήρωα-ερευνητή στις Τελευταίες πεντάρες, έναν νεαρό Άγγλο με το ελληνικό όνομα «Σπυρίδων» και προγονικές προσχώσεις στη μακρινή γι’ αυτόν Ελλάδα, ο οποίος συνδέεται ερωτικά, στην Αγγλία με μια Ελληνίδα, τη «Νίκη». Ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Πρέβεζα τού σήμερα, αναζητώντας την κρυμμένη ιστορία του παππού του και βρίσκεται αντιμέτωπος με την ιστορία, τα πολιτικά γεγονότα αλλά και τα ένοχα μυστικά της πόλης. Αυτή η διάσταση της έρευνας και της αναζήτησης κυριαρχεί και στην Οδό Οφθαλμιατρείου. Οι κύριοι αφηγητές των βιβλίων του Αυδίκου, επομένως, δεν είναι οι «παντογνώστες-ερμηνευτές» αλλά ιδιότυποι ερευνητές, οι οποίοι από προσωπική εγρήγορση αναζητούν όσα οι άλλοι δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να ξαναβρούν.
Ωστόσο. Όταν το σκηνικό της μυθοπλασίας σχετίζεται με πρόσωπα και γεγονότα υπαρκτά, υπάρχουν ποικίλοι κίνδυνοι: για παράδειγμα να δημιουργηθεί ένα είδος αναγνωστικής αμηχανίας ή να εξαντληθούμε σε μια εύκολη ανάγνωση, χωρίς αναρώτηση. Ο Αυδίκος θεωρώ ότι αναλαμβάνει με συγγραφική τόλμη να αντιμετωπίσει αυτούς τους κινδύνους.
Η καταληκτική φράση στην Οδό Οφθαλμιατρείου συμπυκνώνει έναν από τους πυρηνικούς άξονες της αφηγηματικής ιδιοπροσωπίας του –με όποιο είδος ή θέμα κι αν καταπιάνεται: «Συζήτηση για όλα». Κι είναι αυτό κάτι για το οποίο χρειάζεται κανείς να αναλάβει ρίσκο –και όχι μόνο συγγραφικό.
Και στο τελευταίο βιβλίο του το Δρολάπι επανεμφανίζονται παλαιότεροι πρωταγωνιστές όπως η Μίκα και ο Κριστ, υπάρχει και πάλι ένα είδος επανασύνδεσης με το παρελθόν και τις ρίζες, αλλά με διαφορετικές αυτή τη φορά συντεταγμένες. Αλλά περισσότερα για το βιβλίο αυτό θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε λίγο αργότερα.
Από την άλλη πλευρά, οι αφηγήσεις του Σπύρου Μπρίκου συμβατικά μόνο εντάσσονται στις πεζογραφικές κατηγορίες, γιατί έχουν υβριδικά χαρακτηριστικά.
Αν θελήσουμε να μιλήσουμε για τους σταθερούς άξονες των αφηγήσεών του, θα λέγαμε ότι είναι η ιστορία και η πολιτική φόρτιση, ο πολιτικός υπαινιγμός, η ηθική κριτική και ο μυθολογικός οραματισμός εκ παραλλήλου με μια έντονη ποιητικότητα. Στον άξονα του χρόνου παρατηρείται μια συνεχής παλινδρόμηση ανάμεσα στις προηγούμενες δεκαετίες των μεγάλων παθών, του Εμφυλίου και της Δικτατορίας και σε ένα συγχρονικό ή και απροσδιόριστο παρόν το οποίο δεν χαρακτηρίζεται με άμεσο τρόπο ιστορικά.
Οι «ήρωες» έχουν ονόματα υπαρκτά, κάπως παραφρασμένα ή κάποτε και επινοημένα, σχετιζόμενα με τις ιδιότητες των προσώπων που τα φέρουν και επομένως ως ένα βαθμό αλληγορικά. Οι ιστορίες των αφηγήσεών ξεκινούν από κάποιο γεγονός, το οποίο εδράζεται στην ιστορική ή ρεαλιστική πραγματικότητα, για να εξακτινωθεί γρήγορα στον χώρο του φανταστικού, του παράδοξου ή και του μυθικού, προσδίδοντας συμβολικό χρώμα στην αφήγηση (π.χ. στο βιβλίο του Ιατρικό παράδοξο).
Μπορεί επομένως κανείς πολύ εύλογα να χαρακτηρίσει τις ιστορίες ως υπαρξιακές και πολιτικές αλληγορίες, στα όρια ενός μεταφυσικού και μυθολογικού συμβολισμού. Από την περιφέρεια του πολιτικού χρέους περνούν στην περιφέρεια της ηθικής διατάραξης των κοινωνικών συμβάσεων, για να κεντράρουν στον σκληρό πυρήνα του μύθου ως μια επάνοδο στον αρχέγονο χώρο των αρχικών ενστίκτων της ζωής∙ και αυτό γίνεται ενώ μεταφέρουν μια αντίληψη της ζωής αισιόδοξη κι ελπιδοφόρα (όπως και στο βιβλίο του Αγία παπαλίνα η καλλονή).
Ο λόγος της αφήγησης διαμορφώνεται από μια γλώσσα ρέουσα και χειμαρρώδη, σαν από την πηγή ενός νεανικού ενθουσιασμού, μιας ανανεωτικής ορμής, που μπορεί να δράσει ζωογόνα και ανατρεπτικά. Υπάρχουν πολύ έντονα ως ποιητικά χαρακτηριστικά η μουσικότητα της γλώσσας, ένας βαθύτερος εσωτερικός ρυθμός. Χωρίς τα εγκεφαλικά παιχνίδια και την αποψίλωση του συναισθήματος ενός δήθεν διανοητικού ποιητικού λόγου που, δυστυχώς, πολύ συχνά απαντάται στις μέρες μας και υπο-καθιστά το πάθος με το ευφυολόγημα ή το άνευρο λεκτικό παιχνίδι.
Θα αναφέρω δύο συνειρμικούς παραλληλισμούς που έχω κάνει διαβάζοντας τα βιβλία του Μπρίκου: Από τη μια τη θέση του Ρουσσώ για την απόσχιση του ανθρώπου από τη φύση, από την κατάσταση δηλαδή της αισθητηριακής αμεσότητας που συνιστά την αθωότητα της διάνοιας, στην κοινωνική κατάσταση και το ηθικό της βάρος, όπως το συνέλαβε ο Χέγκελ.
Ο δεύτερος συνειρμός είναι η Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η Οκτάνα αποτέλεσε ένα είδος εξαγγελτικού μανιφέστου του ποιητικού οράματος του Εμπειρίκου, εν γένει της ποιητικής ουτοπίας, όπως την φαντάζονταν και την διακήρυτταν αρκετοί από τους υπερρεαλιστές. Διατυπώθηκε σαν μια σειρά ευχών, σαν ύμνος και ιδρυτική διακήρυξη μαζί, συναιρώντας πολλά όσο και αντιθετικά στοιχεία, με θέρμη και ενθουσιασμό, με μια βέβηλη βεβαιότητα.
Ο Σπύρος Μπρίκος αποτυπώνει, κατά έναν ομόλογο τρόπο ιδίως στο τελευταίο του βιβλίο (το κύκνειο άσμα του αβραάμ λεσπέρ) τη δική του Οκτάνα, αλλά σε έναν πιο ειρωνικό και υπονομευτικό τόνο, δηλώνοντας εμμέσως ή και ασυνειδήτως ότι η γενιά του που έχει ονομαστεί ως η «γενιά της κρίσης» ή η γενιά του 2000 τείνει να διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό κοσμοείδωλο που δεν οδηγεί οπωσδήποτε σε κάποιου είδους «μελαγχολία» είτε «αριστερή» είτε «φιλελεύθερη», αλλά μπορεί να είναι και δυναμική και αισιόδοξη και να δείχνει έναν καινούργιο, ίσως, δρόμο.