in , ,

Το ποιητικό οικοδόμημα Νικόπολη και η σύγχυση γλωσσών εντός των διακένων του τείχους | του Σπύρου Γ. Μπρίκου

editor_image

Διαγνωστής και ασκών την πολεμική


Στο νέο ποιητικό βιβλίο της Λαμπριάνας Οικονόμου Νικόπολη, από τις εκδόσεις Κοβάλτιο, εμπλέκονται πράγματι πολλές φωνές, νεκρών και ζωντανών, κυρίαρχα της ποιήτριας, του αυτόχειρα ποιητή Κ.Κ., και της Μ. Πολυδούρη. Δύσκολα διακρίνει κανείς σε αυτήν την ιδιότυπη και ευρηματική ενότητα της σύγχυσης γλωσσών και λόγων -οι γλώσσες πλησιάζουν, συν-χέονται και ομογενοποιούνται- το βαθύτερο νόημα αυτής της ποιητικής σύνθεσης, που ομοιάζει με ένα καθολικό κείμενο, χωρίς διασπάσεις και θραύσματα από επιμέρους ποιήματα. Το νόημα διαρκώς ολισθαίνει και επανέρχεται ανάμεσα στους διαλόγους νεκρών και ζωντανών, με την ενεργό συμμετοχή του ποιητικού υποκειμένου, και εκεί που φαίνεται πως πάει να κερδίσει μία άρθρωση πληρότητας, διαφεύγει μέσα από τα διάκενα των τειχών της πόλης. Πρέπει να σημειωθεί πως ο όρος της σύγχυσης των γλωσσών ανήκει στον ψυχαναλυτή Sandor Ferenczi, έναν από τους στενούς συνεργάτες του S. Freud. Σύγχυση ανάμεσα στη γλώσσα του παιδιού και του ενήλικα, μία ιδιότυπη ταύτιση συναισθημάτων κατά τον Ferenczi, όπως ακριβώς συμβαίνει εδώ, στο ποιητικό οικοδόμημα Νικόπολη, στη γλώσσα μιας -εν τω γίγνεσθαι- ποιήτριας υψηλού διανοητικού φορτίου, με έργο πυριτιδαποθήκη, που εξελίσσεται όπως τελικά του αξίζει, με βραδύτητα δηλαδή ανάφλεξης. Της Λαμπριάνας Οικονόμου. Οι προπάτορες τής εν ζωή ποιήτριας, σκιές του Άδη, συνοδοιπόροι και συνομιλητές της στον περίπατο γύρω από τα τείχη της πόλης, αλλά και εντός της Νικόπολης, στο ταξίδι εκείνο της ποίησης από την ενδοχώρα στα όρια και εκτός συνόρων, σε έναν αχαρτογράφητο επί της ουσίας ορίζοντα, ο αυτόχειρας και η αγαπημένη του, θα ανήκουν πάντα στη συμβολική σφαίρα της ποιητικής ενηλικίωσης, σε μία παγιωμένη θέση ισχύος και σε αδιαχώριστη ενότητα με το τοπωνύμιο Πρέβεζα. Η ποιήτρια της Νικόπολης δεν συναναστρέφεται τον αυτόχειρα Κ.Κ. από ποιητική ανασφάλεια, ούτε φυσικά με την αφέλεια και τον αυθορμητισμό ενός παιδιού που διακατέχεται από μιμητισμό, από άγχος να ταυτιστεί συναισθηματικά, και κατ’ ανάγκη, με τον ενήλικα. Τουναντίον. Η ποιήτρια αφομοιώνει μέσα από τη στικτική και γλωσσολογική λειτουργία της ποιητικής της σύνθεσης, θα έλεγε κανείς πως εξαφανίζει την αγαπημένη του Κ.Κ., και γίνεται η ίδια μούσα, αλλά και δρών ποιητικό υποκείμενο απέναντι σε ένα ανδρικό ποιητικό σημαίνον καθιερωμένο και μεγάλου ειδικού βάρους. Αυτή επομένως η κατά τα φαινόμενα και όχι σύμφωνα με την ουσία σύγχυση των γλωσσών, οι ιδιότυπες και παράδοξες ταυτίσεις με τον αυτόχειρα ποιητή, είναι ένα τέχνασμα της Λ. Οικονόμου να συνομιλήσει μαζί του, να καταβυθιστεί στον οντολογικό, τον υπαρξιακό και τον συμβολικό του πυρήνα, και να αναδυθεί και πάλι στην επιφάνεια διατηρώντας ακέραιη την ποιητική της υπόσταση και ισχύ. Πράττει όπως οι έμπειροι ψυχαναλυτές σε έναν ψυχωτικό ασθενή. Εισέρχεται στη σφαίρα δηλαδή του ποιητικού παραληρήματος ως ένας ενδιαφέροντας συνομιλητής που προσπαθεί να αποσπάσει τις απαραίτητες πληροφορίες από τον πάσχοντα προκειμένου να τον βοηθήσει να διαχειριστεί την ψυχική του κατάσταση. Η Λ. Οικονόμου δομεί-αναδομεί τη δική της Νικόπολη, φορώντας το χιτώνιο του Καρυωτάκη, προκειμένου να οδηγήσει την ποίηση σε ξέφωτο, φιλοδοξώντας να αναμετρηθεί τρόπον τινά με τον καρυωτακισμό, χωρίς να είναι βέβαιο αν θα μπορούσε ή αν θα το ήθελε ποτέ να απαλλαγεί από αυτόν. Τα τείχη άλλωστε της Νικόπολης, ως έργα των ανθρώπων, καμπυλώνουν διαρκώς, μοιάζουν να κλείνουν την ύπαρξη μέσα τους. Το ίδιο και το ποιητικό οικοδόμημα Νικόπολη που αντιστέκεται σε επιφανειακές ερμηνείες και μονοσήμαντες διαγνώσεις. Είναι άραγε η ποιητική αυτή σύνθεση ένα παιχνίδισμα της γλώσσας, ένας υπαρξιακός μονόλογος που εμπλέκει μέσα του πολλούς δευτερεύοντες και τριτεύοντες λόγους και φωνές ή μήπως μια γενναία πράξη της ποιήτριας να αποδράσει από τα τείχη της πόλης -τοπωνύμιο που το πρώτο της συνθετικό είναι η νίκη; Η ποιήτρια επιλέγει να αναμετρηθεί με τα ερείπια της πόλη της νίκης που χτίστηκε με εντολή του Οκταβιανού Αυγούστου για να τιμήσει τον θεό Απόλλωνα για τη νίκη κατά του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας στη ναυμαχία του Ακτίου. Επί της ουσίας αναψηλαφά τα ερείπιά της. Έτσι η Νικόπολη αναγεννιέται μέσω του ποιητικού λόγου αυτή τη φορά, και μετατρέπεται σε έναν άλλο τόπο περιπλάνησης και συνομιλιών του ποιητικού υποκειμένου. Το ταξίδι στον μύθο δια της Ιστορίας ορίζει επίσης και μια άλλη ενότητα τόπων. Ο ήλιος μεγάλος, ο ήλιος οβίδα, και ένας ουρανός που καταρρέει, άραγε από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου; Δεν μοιάζει με τον ήλιο θάνατο μες στους θανάτους, αλλά μπορεί και να ομοιάζει. Είναι μήπως το πρόσωπο του Απόλλωνα; Και αν το ρήμα απόλλυμι θα μπορούσε να εκληφθεί ως σκοτώνω -δηλαδή απολυμαίνω-, τότε ο Απολούων, αυτός δηλαδή που καθαρίζει θα μπορούσε να είναι όντως ο θεραπευτής θεός ήλιος Απόλλωνας; Και να που τελικά αυτή η ενότητα των τόπων, ο ναός του Απόλλωνα στο Άκτιο, η Πρέβεζα, η Νικόπολη είναι και μία νοηματική κατάληξη της ποιητικής αυτής σύνθεσης, αφού στην Ιστορία οδηγούμαστε πάλι διαμέσου του μύθου, όπως και διαμέσου άλλωστε του πρώτου λόγου στην ιστορία της ανθρωπότητας που ήταν ο έμμετρος ποιητικός λόγος. Ή μήπως πάλι η φαινομενική αυτή ενότητα τόπων και τοπωνυμίων δεν υπάρχει στην ουσία μιας και το ποιητικό οικοδόμημα Νικόπολη σκοπίμως την υπονομεύει; Η Πρέβεζα βρίσκεται ως τοπωνύμιο αλλά και ως έννοια, ως σύμβολο, σε ρήξη με την Νικόπολη. Παρά τη μικρή χιλιομετρική διαφορά υπάρχει κάτι που τις χωρίζει. Και πάλι στικτικά και με γλωσσολογικούς όρους η Λ. Οικονόμου τοποθετεί μία τελεία ή ένα κόμμα ανάμεσα στην Πρέβεζα και τη Νικόπολη. Θα μπορούσε να είναι Πρέβεζα. Νικόπολη. Δύο ανεξάρτητα τελείως τοπωνύμια, σε δύο εντελώς απομακρυσμένα το ένα από το άλλο σημεία του γήινου φλοιού. Σλαβόφωνη μοιάζει η Πρέβεζα, σαν την ετοιμολογία της, πέρασμα δηλαδή, που αιωρείται πάνω από τη γνωστή σύγχυση της ποιήτριας μεταξύ θυμού και υπεροψίας. Η ευρηματική βέβαια Νικόπολη της Οικονόμου είναι μία έκκεντρη πόλη, ένας τόπος που χρησιμεύει για την ίδια ως ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, μία σύμφυση πολλαπλών εσωτερικών νοημάτων που καταφθάνουν στην επιφάνεια των τειχών της, διαπερνώντας ολοένα τους πόρους τους, είναι τα νοήματα που αναδύονται αβίαστα μέσα από πολλές αναγνώσεις του έργου, μέσα από διάφορες γωνίες θέασης που σκόπιμα η ποιήτρια αφήνει ανοιχτές. Η ποιητική Νικόπολη, τα ερείπια της παλιάς πόλης, είναι το ξέφωτο, το καθαρό μέρος που οδηγεί τη σκιά του αυτόχειρα ποιητή Κ.Κ. κάνοντας του ανάνηψη. Εκεί συνομιλεί πάνω από τα ερείπια, στο λιοπύρι του ήλιου, μακριά από το αστικό τοπίο, πιο νηφάλια με τον ποιητή.

Στη σφαίρα της αισθητικής το έργο της Λ. Οικονόμου Νικόπολη βαθμολογείται με άριστα. Ανήκει στα κομψοτεχνήματα γραφής, άλλωστε και η τέχνη δεν παύει να είναι ένα αισθητικό φαινόμενο. Μέσα από την αποκρυσταλλωμένη φόρμα ποιητικού λόγου, με ζυγισμένες με ακρίβεια λέξεις, αγκυροβολημένες στο σώμα, και σημεία στίξης που καθορίζουν και ένα ιδίωμα γραφής, το όλο ποιητικό οικοδόμημα λειτουργεί ως πολιορκητικός κριός στα τείχη της πόλης -τοπωνυμίου. Πίσω από τον ποιητικό λόγο αναγνωρίζεται μια λανθάνουσα αφηγηματική γλώσσα, που περιγράφει το τοπίο και τα ανθρώπινα περάσματα, δεν είναι τυχαία η κατάληξη στον Κλήδονα, που ο λόγος είναι ποιητικο-πεζός. Τα νοήματα ρέουν διαρκώς, μέσα από τις λεπτές αποχρώσεις τους, διαμέσου καλλιτεχνημένων σκιών, καμπυλώσεων και διακένων των τειχών της Νικόπολης. Και δεν είναι μόνο υπαρξιακά τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα. Είναι το όλον φορτίο της ποιήτριας. Φορτίο που σηκώνουν τα τείχη της ποιητικής αυτής σύνθεσης. Τείχη που καταρρέουν νοηματικά και που αναδομούνται στη βάση νέων νοημάτων. Είναι στην τελική όλο το ιστορικό, κοινωνικό, επαναστατικό, εκστατικό -Σαντικό- φορτίο της ίδιας της επαρχίας που φαίνεται να ακολουθεί την ποιήτρια μέχρι το κλεινόν άστυ και που δεν την αφήνει ποτέ να ησυχάσει.