Καταστατικά έχουμε αναθέσει στην Ιατρική και την Βιολογία να αρθρώσουν τον «λόγο» του υγειονομικού κινδύνου. Οι επιστήμες αυτές, στο μέτρο των δυνάμεών τους, περιγράφουν τον υγειονομικό κίνδυνο και τον συγκεκριμενοποιούν ώστε να μην είναι μια αόρατη, ανεξιχνίαστη, σχεδόν μεταφυσική απειλή. Ωστόσο, παρά την ιατρική περιγραφή, προσέγγιση και αντιμετώπιση του υγειονομικού κινδύνου, η τρομερή όψη του ως ασύμμετρος ανθρωποκτόνος, έχει πιθανόν κάτι να κάνει με την εγχαραγμένη πιθανόν συλλογική, ή και βιολογική, μνήμη του «λοιμού» τις φορές που η ανθρωπότητα κόντεψε να αφανιστεί. Ένας πανάρχαιος εγγεγραμμένος φόβος εγκατοικεί, που ίσως δεν μπορεί να αφαιρεθεί ολότελα από την «αντικειμενικότητα» που παράγει η ιατρική επιστήμη καθώς αναζητεί το πραγματικό μέτρο της βιολογικής απειλής. Και ίσως να έχει μια επίδραση στην τροπή και την ένταση των μέτρων που μια κοινωνία παίρνει για να αντιμετωπίσει αλλά και να εξορκίσει το κακό. Αποτολμώ να σκεφτώ ότι ο άτεγκτος «υγειονομικός ορθολογισμός» ενδέχεται να μιαίνεται από αυτόν τον ενδόμυχο εγγγραμμένο φόβο του βιολογικού αφανισμού. Αυτό, βεβαίως είναι μια υπόθεση, και πολλοί θα διαφωνήσουν θέλοντας να υπερασπιστούν το «μέτρο» της ιατρικής και βιολογικής επιστήμης, και συνακόλουθα την απόλυτη πιστότητα και συνέπεια των υγειονομικών μέτρων στα επιστημονικά δεδομένα. Εγώ θα ήθελα να σταθώ στην επίδραση αυτών των υγειονομικών μέτρων και απαγορεύσεων, οι οποίες ασφαλώς ερείδονται και εκπληρώνουν επιστημονικά δεδομένα, και είναι όντως σωτήριες, όμως κατά την παρατεταμένη εφαρμογή τους έχουν βαθιά επίδραση στην ψυχολογία και στις συνήθειες των ανθρώπων. Και ίσως παρέχουν ένα ακλόνητο επιχείρημα για την βάθυνση, την εντατικοποίηση και τη γενίκευση και βάθυνσης της επιβολής εξουσίας.
Η καραντίνα και ο κατ’οίκον περιορισμός είναι ποινή που επιβάλλεται σε βαριά ποινικά αδικήματα, σε εγκληματίες που έχουν διαπράξει κακουργήματα. Στην πανδημία, έχουμε το μέτρο αυτό, όχι ως καταδίκη, φυσικά, αλλά ως μέσο προφύλαξης. Σαφώς είναι καταφανής η διαφορά, όμως, στην εφαρμογή της δεν παύει να είναι ένας κατοίκον περιορισμός, χωρίς το κολαστικό και απαξιωτικό άχθος της καταδίκης. Αναλόγως, τα μηνύματα αναφοράς μετακίνησης που όλοι αποστέλλουμε, αποτελούν το ανάλογο του στρατιωτικού «εξοδόχαρτου». Εδώ το νυστέρι του ελέγχου σκάπτει τις βαθιές στοιβάδες της ιδιωτικότητας. Η σοκαριστική απαγόρευση του θρήνου ως συλλογικού ιερού πάθους, με τον περιορισμό των 9 ατόμων κατά την εξόδιο ακολουθία, όχι απλώς αντιβαίνει στην πιο ακαταδάμαστη ψυχική ανακραυγή, αλλά και αθετεί μια σεπτή απαραγκώνιστη Ελληνική εθιμοτυπία. Αυτή της συμμετοχικής απόδοσης τιμής στο νεκρό, που διακόπτει πολέμους από την Ομηρική εποχή ακόμα. Έχει συντελεστεί μια πρωτοφανής, σωσιμελής, τω όντι, στρατικοποίηση και μια ποινικοποίηση της κοινωνικής επαφής, της ερωτικής συνάντησης, της γονικής αγκαλιάς.
Είναι ευκρινής η σκοπιμότητα αυτής της παγκόσμιας εκστρατείας της κοινωνίας να καταπολεμήσει την πανδημία και να επιβιώσει. Ύπατος, αδιαμφισβήτητος Κανόνας στην πανδημία ο Υγειονομικός. Ο οποίος πανθομολογείται ως σωτηριώδης, και είναι, αλλά φέρει και αυτός τους περιορισμούς που το μέλλον καταδεικνύει κάθε φορά για την ιατρική επιστήμη των προηγούμενων εποχών, και τις αστοχίες της στην αντιμετώπιση άλλων πανδημιών. Αλλά και στην παροντική συγκυρία δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε την σύμπλεξή του με ένα σύστημα νόμιμης επιχειρηματικότητας και κερδοσκοπίας.
Αυτό στο οποίο θα ήθελα να εστιάσουμε είναι το εξής: Ότι, ότι μέσα στην κακουχία της πανδημίας, για τον υπέρτερο υγειονομικό κίνδυνο βιώνουμε και δυστυχώς εθιζόμαστε σε μια πρωτοφανή άσκηση πειθαρχίας και υποταγής. Η οποία περιλαμβάνει την αναντίρρητη αποδοχή ακραίων περιοριστικών μέτρων, την υπαγωγή σε στρατιωτικούς κανόνες κατασυρρίκνωσης της ατομικής μας ελευθερίας, την υποχώρηση από θεμελιώδη δικαιώματά μας, την αδιαμαρτύρητη αποδοχή της παραβίασης της ιδιωτικότητάς μας, την αλλοίωση της ζωής μας, τη βεβήλωση των κοινωνικών μας σχέσεων. Όπως η ποινικοποίηση της βόλτας, της συνομιλίας, του αγγίγματος. Ο υγειονομικός κανόνας είναι αδυσώπητος .
Δεν ισχυρίζομαι ότι δε πρέπει να ακολουθηθεί, να τηρηθεί. Είναι ό, τι καλύτερο διαθέτει αυτή τη στιγμή η ανθρωπότητα για να αντιτάξει απέναντι στον κίνδυνο.
Όμως έχει σημασία να τονίσουμε ότι στην προσπάθεια μας να προφυλαχθούμε, και καθώς υπομένουμε αυτήν την ακραία άσκηση υποταγής και περιορισμού, αυτή η ίδια η υπαγωγή μας σε αυτήν είναι ένα καθοριστικό υπαρξιακό γεγονός. Που δεν είναι ασήμαντο και περαστικό και δεν φύγει χωρίς να αφήσει ίχνος, απλώς ως μια κακή ανάμνηση. Αυτή η άτακτη υποχώρηση, για μείζονα μεν λόγο, από αυτά που ορίζουν την ανθρωπινότητά μας, η παραμονή στην κατάσταση του καταδικασμένου, του στερημένου τις προσωπικές ελευθερίες ανθρώπου, για έναν ολόκληρο και πλέον χρόνο, και μάλιστα σε τέτοια, παγκόσμια κλίμακα, είναι αφ’εαυτού μια καμπή, που επανακαθορίζει τα όρια, τις ανοχές, την κοσμοαντίληψη και την αυτοαντίληψη της κοινωνίας.