Τέτοιες εποχές του χειμώνα παλαιότερα, μετά τον Γενάρη όλα τα παιδιά της Άρτας, είχαν ένα παιχνίδι καθημερινά, να πετούν αετούς ή «φίδια» όπως τα λέγαμε στην πόλη μας. Εκείνος που επικρατούσε στην πόλη μας ήταν το «φίδι», γιατί ήταν πολύ εύκολο να το πετάξει, «απολύσει», όπως λέγαμε και να συναγωνισθεί με τους φίλους ή άλλους από άλλες γειτονιές. Κάθε γειτονιά είχε τα δικά της σημεία που γίνονταν το πέταγμα των «φιδιών», σχεδόν σε όλη την Άρτα, κυρίως όμως στην βαλαώρα, κι όχι μόνο. Το καλό «φίδι» έπρεπε κυριότερα να μην κάνει τούμπες ή κολοτούμπες κι πέφτει εύκολα. Το πέταγμα γίνονταν πρωί – απόγευμα, το πρωί πήγαιναν προς τον κάμπο, προς δυτικά και το απόγευμα προς βορειοανατολικά. Πολλές φορές γίνονταν μάχες μεταξύ δύο γειτονιών, η μεν κυνηγούσαν τα «φίδια» της άλλης να τα τυλίξουν και να τα πάρουν ή ακόμα αν κατεβαίνουν πολύ χαμηλά, τα παιδιά ρίχνανε τους λεγόμενους «κομήτες» για να τα πιάσουν, είχε χαρές και κλάματα. Η δυσκολία η μεγάλη για να πετάξει ήταν ο αέρας και επειδή ήταν πολύ ελαφρύ πάντα με λίγο αέρα γίνονταν η δουλειά.
Στην Άρτα το «φίδι» κατασκευάζονταν από ψυχοκάλαμα που ήταν γύρο από το ποτάμι και τα αυλάκια ήταν γεμάτα στις άκρες. Τα κόβαμε από τη βάση και το καθαρίζαμε από τα φύλα και καλύτερα ήταν να ήταν ξερό, λόγω βάρους. Η μισή πόλη χρησιμοποιούσε τις κορφάδες, το πάνω μέρος για να είναι πολύ ελαφρύ, η άλλη πόλη χρησιμοποιούσε το κάτω μέρος του ψυχοκάλαμου και καθαρίζονταν από τις δύο πλευρές και να ελαφρύνει και να ράβεται. Το καλύτερο ή τα περισσότερα «φίδια» γίνονταν από το 1/4 της μεγάλης κόλλας ή λαδόκολλας. Χρειαζόμαστε και τον σπάγκο που πωλούσαν πολλά μαγαζιά στην πόλη μας, όπως ο Μπαρώνος, ο Μαυρίκης, ο Λογοθέτης κι άλλοι, ήταν στο στημόνι που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες στους αργαλειούς, κατά το πλείστον κόκκινου χρώματος. Έπρεπε πάντα να είναι καλά μαζεμένος στο καλάμι, που πάντα ήταν λίγο παχύ και μήκος μέχρι 30 πόντους. Πολλές φορές μέσα στην πόλη ήταν αφημένα τελάρα για πορτοκάλια και αυτά πάντα είχαν πάνω υπόλοιπα σπάγκων και τα μικρά παιδιά έκαναν επιδρομές για να μαζέψουν μικρά κομμάτια. Το μεγάλο βελόνι της μάνας για να το ράψουμε, κόβαμε τα ψυχοκάλαμα ελάχιστα μεγαλύτερα από τις δύο διαγώνιες γωνίες του χαρτιού και με την βοήθεια του φίλου κάναμε το ράψιμο με προσοχή. Τα χονδρά ψυχοκάλαμα έπρεπε να ξυστούν από τις δύο πλευρές για να ράβονται και πάντα με προσοχή μην στραβώσουν. Τα δύο ψυχοκάλαμα έπρεπε να είναι του ίδιου βάρους και πάχους, επίσης χρειαζόμασταν άλλα δύο, ένα για το πάνω μέρος που λέγονταν κεφαλάρι και ένα για το πίσω μέρος στη μέση. Το κεφαλάρι ράβονταν γύρο γύρο, ώστε να έχει καλή επαφή με το χαρτί και το 4ο ακριβώς στη μέση με καλό μέτρημα και μικρό άφημα σχοινιού στις δύο άκρες. Εφόσον τελείωνε το ράψιμο η τέχνη ήταν για να γίνουν σωστά τα «στοματάρια», έπρεπε να ήταν ακριβή στο ζύγισμα ή μέτρημα, τα δύο σχοινιά από τις δύο άκρες του κεφαλαριού και καλά δεμένα και το τρίτο ακριβές από το κέντρο που συναντιόταν τα ψυχοκάλαμα, τα δύο διαγώνια και το πίσω. Από τις δύο άκρες κάτω βάζαμε δύο σχοινιά, ζυγισμένα μέχρι το κέντρο για την ουρά. Η ουρά τις περισσότερες φορές πάντα πάνινη, κομμένη με προσοχή στο πάχος. Το χρώμα που κυριαρχούσε ήταν το άσπρο και μπλέ.
Λίγες φορές στην Άρτα τα παιδιά φτιάχνανε αετούς «αστέρια» τα λέγαμε. Κυρίως όταν πλησίαζε η Καθαρά Δευτέρα για να έχουμε κάτι να ξεχωρίζει. Η κατασκευή του γίνονταν με καλάμια, που καθαρίζονταν προσεκτικά και πάντα μεγάλες κόλλες. Σπάγκο εδώ πάντα σπαρτσίγκι γιατί το στημόνι από το τράβηγμα θα κόβονταν και βαριά ουρά. Πετούσε μόνο όταν είχε δυνατό αέρα και με μεγάλη ουρά στο μήκος και βάρος. Ήθελε κόπο στην κατασκευή γιατί τότε δεν υπήρχαν οι ισχυρές κόλες που υπάρχουν σήμερα, για το κόλλημα, είχαμε καμιά φορά γερμανόκολα από τους τσαγκάρηδες ή απλό ζυμάρι από αλεύρι. Το μέγεθος σχεδόν όπως και σήμερα, αν και έχουν βιομηχανοποιηθεί το είδος.
Επίσης πολλοί έκαναν εμφάνιση με τρεμολάζαρους που ήταν πανεύκολος στην κατασκευή, μία κόλλα, δύο ψυχοκάλαμα στη μέση, σταυρωτά, όχι ακριβώς στη μέση, αλλά το οριζόντιο λίγο πιο πάνω, δύσκολο στο πέταμα και πολλές κολοτούμπες.
Εκείνο όμως που χαίρονταν το πολύ μικρά παιδιά ήταν οι σαϊτούρες, που όλα σχεδόν είχαν κάπου στο σπίτι τους και γκρίνιαζαν να τους το φτιάξουν οι μεγαλύτεροι. Χρειάζεται μόνο ένα διπλό φύλλο από τα τετράδια που είχαμε όλοι και εκεί με τρία διπλώματα του χαρτιού ήταν έτοιμο, το χαρτί που περίσσευα γίνονταν η ουρά. Για σπάγκο εδώ πάντα η κουβαρίστρα της μάνας για να είναι πολύ ελαφρύ και δύο καλά στοματάρια, καλά ζυγισμένα.
Οι Αρτινοί την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας πηγαίνανε με τα πόδια σε δύο σημεία στου Αγίους Αναργύρους που υπήρχαν τα λιοτόπια και οι λάκες και στον Αϊ- Λιά που ήταν ύψωμα και σχεδόν όλα τα παιδιά είχαν τα φίδια μαζί τους. Μία χρονιά γύρο στο 1985, εκεί που τα παιδιά «πολεμούσαν» να πετάξουν τους αετούς και τα φίδια στον Αϊ Λιά, πλησιάζει ένας ηλικιωμένος και ανοίγει κουβέντα. «να γνωρίζεται ότι τους αετούς στην Άρτα τους φέραμε εμείς οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, εδώ δεν το ξέρανε καθόλου και τα πρώτα «φίδια» πετάξανε στην οδό Μ. Ασίας και Σμύρνης». Μάλλον είχε δίκιο, δεν έχουμε ακούσει εμείς ότι υπήρχαν στα ορεινά χωριά τέτοιο παιχνίδι, εξ άλλου αετοί είναι γεμάτη η Μ. Ανατολή και η Άπω Ανατολή, όλων των ειδών.