in

Αντέχει η κυβέρνηση με φθορά – Υποχωρεί το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο


Αντικυβερνητικό κλίμα δημιουργείται σταδιακά και παράλληλα υποχωρεί το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο είναι το κεντρικό συμπέρασμα των Εκλογικών Τάσεων (8ο τεύχος) της περιοδικής ανάλυσης του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς που επιμελούνται η Δανάη Κολτσίδα, πολιτική επιστήμονας και διευθύντρια του ΙΝΠ, και ο Κώστας Πουλάκης, μαθηματικός και αφορά την περίοδο από τον Απρίλιο έως και τον Ιούλιο του 2021. Όμως μέχρι στιγμής δεν αλλάξει η πρόθεση ψήφου – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν καταγράφονται οι τάσεις αυτές και στον συγκεκριμένο δείκτη, όπως έχει επισημανθεί εξάλλου και στις προηγούμενες εκδόσεις των Εκλογικών Τάσεων, και κυρίως ότι δεν θα αποτυπωθούν και σε αυτό το πεδίο σε δεύτερο χρόνο, όσο το δίλημμα της κάλπης γίνεται πιο άμεσο και πραγματικό.

Σύμφωνα με την ανάλυση, αρχίζει και υποχωρεί το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο που είχε διαμορφωθεί την προηγούμενη περίοδο και είχε στοιχίσει στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τις εκλογές του 2019. Σε ό,τι αφορά στην καταγραφή των συναισθημάτων των πολιτών, το 70% έχει αρνητικά συναισθήματα, με την οργή (45,3%) να ισοδυναμεί σχεδόν με τον φόβο (45,1%). Το πώς θα επιδράσει τελικά η δυναμική αυτών των δύο πολιτικά αντίρροπων ως προς τα αποτελέσματά τους συναισθημάτων (η οργή ευνοεί την ανατροπή και ο φόβος τη διατήρηση του status quo) είναι ένα μεγάλο ερώτημα.

Πως αξιολογείται η κυβέρνηση
Ως προς τους δείκτες που παρακολουθεί σταθερά η ανάλυση, επισημαίνονται τα εξής:
⚫ Η συνεχόμενη μείωση της ικανοποίησης από την κυβέρνηση, και μάλιστα πλέον σε όλους σχεδόν τους τομείς κυβερνητικής πολιτικής, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ιδιαίτερη σημασία εδώ διαδραματίζει το ζήτημα της εγκληματικότητας και της ασφάλειας: η Νέα Δημοκρατία επένδυσε σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο σε συμβολικό επίπεδο (λ.χ. νόμος για τις διαδηλώσεις, Πανεπιστημιακή Αστυνομία, αλλά και καταστολή κατά τη διάρκεια του λοκντάουν, στάση στο μεταναστευτικό/προσφυγικό κ.λπ.), αλλά με πενιχρά αποτελέσματα στο πεδίο της πραγματικής εγκληματικότητας, που ανησυχεί την κοινωνία και έχει, όπως όλα δείχνουν, άλλες αιτίες και άλλες εστίες πολύ μακριά από τα Πανεπιστήμια, τα Εξάρχεια ή άλλες πηγές που στοχοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα. Πρόκειται για ένα σημαντικό «προπύργιο» της Νέας Δημοκρατίας, όπου τα πλήγματα που υφίσταται η κυβερνητική εικόνα διαρρηγνύουν τις σχέσεις της με ένα σημαντικό γι’ αυτή ακροατήριο.
⚫ Η εμφανής μεταβολή στο δείκτη του καταλληλότερου πρωθυπουργού, που είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της διαφοράς μεταξύ Κ. Μητσοτάκη και Αλ. Τσίπρα, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο δείκτης αυτός παραδοσιακά ευνοεί το κόμμα που βρίσκεται στην κυβέρνηση – πολύ περισσότερο σε συνθήκες πανδημίας και κρίσης. Με την πάροδο του χρόνου, ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης θα «πληρώνει» τα λάθη, τις παραλείψεις, τις αρρυθμίες, αλλά και τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησής του και θα χάνει πολιτικό κεφάλαιο, ο δε Αλέξης Τσίπρας κεφαλαιοποιεί την πολύ καλή προσπάθεια του ίδιου και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να ανανεώσει τον προγραμματικό του λόγο και να παρέμβει σε κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα της συγκυρίας.

Οι μειωμένες κοινωνικές αντοχές
Στην ανάλυση επισημαίνεται ότι η κοινωνία δείχνει κουρασμένη και με λίγες αντοχές. Η αρχική συσπείρωση που προκάλεσε η κρίση της πανδημίας έχει εξανεμιστεί και η κούραση, σε συνδυασμό με τις κυβερνητικές επιλογές στη διαχείριση της κατάστασης, έχει αλλάξει άρδην το κλίμα. Ταυτόχρονα, οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, αλλά και οι επιφυλάξεις της κοινωνίας ως προς τα μέτρα στήριξης, σύντομα θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και του κοινωνικού και πολιτικού κλίματος. Πολύ δε περισσότερο που το διαφαινόμενο 4ο κύμα της πανδημίας, εξαιτίας της μετάλλαξης «Δέλτα», απειλεί τους σχεδιασμούς της πολιτείας, ανατρέπει την όποια αισιοδοξία, με αποτέλεσμα η αβεβαιότητα να κυριαρχήσει ενδεχομένως πάλι.

Tα πολιτικά διλήμματα
Τα πολιτικά διλήμματα που θα τεθούν, κυρίως από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και οι απαντήσεις που θα δοθούν, θα είναι οι καταλύτες για τις όποιες μικρές ή μεγάλες αλλαγές, ενώ καθοριστικό ρόλο θα παίξουν οι πιο παραγωγικές ηλικίες, που βρίσκονται εξάλλου για ακόμη μια φορά στο επίκεντρο της κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, η τύχη του Συμφώνου Σταθερότητας και η στάση που θα κρατήσει η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στο ενδεχόμενο επιστροφής μιας ακόμη πιο σκληρής λιτότητας και, κυρίως, το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, οι προβλέψεις του και η υλοποίησή του, όπως θα εξειδικευτεί και με την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική, θα παίξουν σημαντικό ρόλο. Μέχρι στιγμής, η Νέα Δημοκρατία φαίνεται εγκλωβισμένη σε ιδεοληψίες, σε έναν παρωχημένο ακραίο νεοφιλελευθερισμό προηγούμενων δεκαετιών, που κινδυνεύει να αφήσει τη χώρα μας ουραγό στην προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης και – το σημαντικότερο – να εκτοξεύσει τις κοινωνικές ανισότητες και την κοινωνική δυσαρέσκεια.

Στην ανάλυση που δημοσιεύει η ΔΦ, στοιχεία της οποίας αναδεικνύει και όχι στο σύνολό της, υπογραμμίζεται ότι τα κοινωνικά υποκείμενα που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής διαμαρτυρίας και διεκδίκησης είναι βασικά δύο : Το νεολαιίστικο και το φεμινιστικό κίνημα. Η νέα γενιά έχει βρεθεί στο στόχαστρο των κυβερνητικών πολιτικών στο χώρο της εκπαίδευσης, της εργασίας και των δημοκρατικών ελευθεριών και την προηγούμενη περίοδο βρέθηκε συχνά στους δρόμους. Η πολιτική απάντηση της «επιταγής» των 150 ευρώ έναντι του εμβολιασμού των νέων αποδείχθηκε ένας λίγος και αναποτελεσματικός αντιπερισπασμός, αντί μιας ουσιαστικής απάντησης στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι και οι νέες. Τους τελευταίους όμως μήνες παράλληλα – και με ιδιαίτερη ορμή τελευταία – έχει έρθει στο πολιτικό προσκήνιο το θέμα των έμφυλων διακρίσεων και της έμφυλης βίας με τα πολλά πρόσωπα και κορυφαίο αυτό των γυναικοκτονιών. Το φεμινιστικό κίνημα έχει παρέμβει αποφασιστικά και αποτελεσματικά πολλές φορές στην επικαιρότητα και όλα δείχνουν ότι η έμφυλη διάσταση θα αποτελέσει το επόμενο διάστημα μια κεντρική παράμετρο της πολιτικής και όχι απλώς ένα δευτερεύον, συμπληρωματικό πεδίο, όπως συχνά αντιμετωπιζόταν από τα περισσότερα πολιτικά κόμματα. Τα επιμέρους πολιτικά κόμματα έχουν διαφοροποιημένη και ανισομερή ικανότητα παρέμβασης στα συγκεκριμένα πεδία διεκδικήσεων και πολιτικής – κάτι που ενδέχεται να επηρεάσει και τους όρους του μεταξύ τους ανταγωνισμού, στο βαθμό που η τάση που έχει καταγραφεί στους προηγούμενους μήνες θα συνεχιστεί, θα ενταθεί και θα λάβει περισσότερο πολιτικά χαρακτηριστικά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *