Σε ηλικία 71 ετών απεβίωσε από ανακοπή καρδιάς η βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας Μαριέττα Γιαννάκου. Η βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας έδινε μάχη για αρκετές εβδομάδες στη ΜΕΘ του Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας 251. Είχε διακομιστεί εκτάκτως στο νοσοκομείο μετά από πτώση που είχε με το αναπηρικό αμαξίδιο και τότε χρειάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση καθώς οι γιατροί διαπίστωσαν ότι είχε αιμάτωμα.
Ποια ήταν η Μαριέττα Γιαννάκου
Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1951, στο Γεράκι Λακωνίας, από μία οικογένεια, όπου ο πατέρας της διηύθυνε το τοπικό γραφείο του ΟΤΕ και του ταχυδρομείου, ενώ η μητέρα της ήταν εκπαιδευτικός. Επίσης έχει μια αδερφή η οποία είναι τέσσερα χρόνια μικρότερη. Στην ηλικία των 11 έχασε τον πατέρα της, ο οποίος ήταν τότε 45 χρονών, γεγονός που σύμφωνα με δηλώσεις της «της στοίχισε πολύ» και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα πορεία της, αφού «την ανάγκασε να αισθανθεί μεγαλύτερη την ευθύνη από τόσο μικρή ηλικία».
Τελειώνοντας το σχολείο, πέτυχε την εισαγωγή της στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αν και ο πατέρας της την προόριζε για διπλωμάτη. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στην ιατρική, ειδικεύεται στην ψυχιατρική ενώ συνεχίζει τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης, στο Βέλγιο.
Αν και αφοσιωμένη στην πολιτική παντρεύτηκε με τον Παναγιώτη Κούτσικο το 1983, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη.
Η ζωή της Μαριέττας Γιαννάκου άλλαξε στις 6 Φεβρουαρίου 2008, όταν υποβλήθηκε σε ακρωτηριασμό του δεξιού της ποδιού μετά από κάταγμα που υπέστη. Ο σακχαρώδης διαβήτης από τον οποίο έπασχε εμπόδιζε το τραύμα να επουλωθεί και προκάλεσε μόλυνση, με αποτέλεσμα η κατάσταση της υγείας της να επιδεινωθεί ραγδαία. Αυτό ανάγκασε τους γιατρούς του νοσοκομείου «Ερρίκος Ντυνάν» να συνεδριάσουν εκτάκτως και να αποφασίσουν να προχωρήσουν σε επέμβαση ακρωτηριασμού προκειμένου να σώσουν τη ζωή της. Στις 28 Μαΐου 2016, η Μαριέττα Γιαννάκου υπέστη έμφραγμα και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός.
Μετά το 1974, ξεκίνησε ενεργά την πολιτική της δραστηριότητα ως μέλος της ΟΝΝΕΔ. Τότε γνωρίστηκε με τον πρόεδρο και ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Αν και δεν είχε αποφασίσει να ασχοληθεί ευρύτερα με την πολιτική, η κατάσταση της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης της έδωσε την ώθηση και από τότε η πορεία της στην πολιτική σκηνή ήταν συνεχώς ανοδική. Στις Ευρωεκλογές του 1984 εκλέχθηκε ευρωβουλευτής ενώ το 1989 τοποθετήθηκε επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου της ΝΔ.
Ως βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την περίοδο 1984-1990, ανέλαβε πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής για το πρόβλημα των ναρκωτικών στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αντιπρόεδρος της Επιτροπής για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, μέλος των Επιτροπών Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης, Μεταφορών, Ελέγχου του Προϋπολογισμού, Οικονομικής, Νομισματικής και Βιομηχανικής Πολιτικής, μέλος της Αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις σχέσεις με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και μόνιμος εισηγητής για τα θέματα παραγωγής και εμπορίας κοκαΐνης, καθώς και μέλος της Αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη Χιλή, έχοντας τιμηθεί με το ανώτατο παράσημο “Bernando O’ Higgins” της Δημοκρατίας της Χιλής. Διετέλεσε επίσης Επικεφαλής της αντιπροσωπείας των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μέλος του Πολιτικού Γραφείου της κοινοβουλευτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Η κυβερνητική της θητεία ξεκίνησε με τις βουλευτικές εκλογές του 1990, οπότε και έγινε υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων την περίοδο 1990-1991. Στις βουλευτικές εκλογές του 1993 εκλέχθηκε βουλευτής Α΄ Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας, ξεκινώντας την κοινοβουλευτική της θητεία.
Στο διάστημα 1993-1999 διετέλεσε μέλος των Επιτροπών Εξωτερικών Υποθέσεων και Εθνικής Άμυνας, Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, μέλος της Επιτροπής για τα Ναρκωτικά, αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την εξέταση του Σωφρονιστικού Συστήματος, αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Φιλίας Ελλάδας-ΗΠΑ και μέλος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Φιλίας Ελλάδας-Ρωσίας.
Το 1999 επανεκλέχθηκε ευρωβουλευτής και ανέλαβε μέλος των Επιτροπών Εξωτερικών Υποθέσεων, Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κοινής Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής, Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, μέλος της Διακοινοβουλευτικής Αντιπροσωπείας «Ευρωπαϊκή Ένωση – Τουρκία», πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Τέταρτος Κόσμος», ενώ είναι επικεφαλής της Αντιπροσωπείας της Νέας Δημοκρατίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Την περίοδο 1990-2004 υπήρξε εθνική συντονίστρια για τα ναρκωτικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μέλος της Οριζόντιας Ομάδας για τα Ναρκωτικά του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ακόμη, υπήρξε πρόεδρος του Τομέα Βαλκανικός Άξονας-Εγγύς Ανατολή της Ομάδας του Δουβλίνου του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Το 2000 επανεκλέχθηκε βουλευτής Α΄ Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας και ορίστηκε αντιπρόεδρος της Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Μέλος της Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Εθνικής Άμυνας, μέλος Διακομματικής Επιτροπής για τα ναρκωτικά, πρόεδρος της Ομάδας Φιλίας με το Κοινοβούλιο της Πολωνίας, και μέλος των Ομάδων Φιλίας με τα Κοινοβούλια των ΗΠΑ και του Μαρόκου.
Το 2002 ορίστηκε εκπρόσωπος της Βουλής των Ελλήνων στη «Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης». Στις εργασίες της Συνέλευσης στην Ολομέλεια και τις Ομάδες Εργασίας (2002-2003) διακρίθηκαν μεταξύ άλλων, οι παρεμβάσεις της για την κατοχύρωση της ρήτρας αμυντικής αλληλεγγύης μεταξύ κρατών-μελών, για την καθιέρωση της Ευρωπαϊκής Δύναμης Ταχείας Επέμβασης στο πεδίο της Άμυνας, για μέτρα υπέρ της δημόσιας υγείας και για την αντιμετώπιση των ναρκωτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και για την υποστήριξη της ρύθμισης για τη «λαϊκή πρωτοβουλία», σύμφωνα με την οποία ένα εκατομμύριο πολίτες μπορούν να ζητήσουν την ανάληψη συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Το 2004 επανεκλέχθηκε βουλευτής και διορίζεται υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για την περίοδο 2004-2007, στην κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή. Το όνομά της συνδέεται με μία εκτεταμένη απόπειρα μεταρρύθμισης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Το 2007 αποτυγχάνει να εκλεγεί βουλευτής. Στις ευρωεκλογές του 2009 τέθηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου της Νέας Δημοκρατίας. Στις βουλευτικές εκλογές του 2019 τοποθετήθηκε στη δεύτερη θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας.