Υπάρχει εσωτερικός εχθρός; Παλιότερα, σε εποχές που η δημοκρατία ήταν είδος εν ανεπαρκεία, ο εσωτερικός εχθρός ήταν ο κομμουνισμός και οι παραφυάδες του. Παρακολουθούνταν λοιπόν όσοι πίστευαν σ’ αυτόν ή τον αντιμετώπιζαν με συμπάθεια. Ήταν απειλή για το καθεστώς. Η ΚΥΠ και η Ασφάλεια είχαν στήσει μηχανισμούς ελέγχου, προκειμένου να σώσουν τη χώρα από τους επικίνδυνους κομμουνιστές και τους συνοδοιπόρους τους (τη μισή Ελλάδα δηλαδή, αν προσθέσουμε τους αριστερούς, τους κεντροαριστερούς και κάμποσους κεντρώους), που προετοίμαζαν τον τρίτο γύρο είτε με ένοπλα μέσα είτε με πρακτικές πεζοδρομίου. Υποτίθεται ότι αυτά τελείωσαν με την επιστροφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας το 1974. Υποτίθεται ότι τη μετεμφυλιακή καχεκτική δημοκρατία και το παρακράτος διαδέχτηκαν η φιλελεύθερη εκδοχή της και το κράτος δικαίου.
Υποτίθεται όμως, γιατί σε κάποιες φάσεις είδαμε κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν τις μυστικές υπηρεσίες για να πλήξουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους, όχι γιατί κινδύνευε το αστικό σύστημα, αλλά γιατί απειλούνταν η ηγεμονία τους. Με τον εσωτερικό εχθρό πάντως φαίνεται πως δεν έχουμε ξεμπερδέψει, αν πιστέψουμε την κυβέρνηση. Υπάρχει και καραδοκεί. Απλώς αλλάζει προσωπεία. Σήμερα ύποπτοι είναι οι ανεμβολίαστοι και εκείνοι που υπερασπίζονται τους πρόσφυγες και τους μετανάστες (δικηγόροι, ακτιβιστές, δημοσιογράφοι). Για την ώρα μένουμε σ’ αυτούς. Αύριο, κανείς δεν ξέρει πόσοι άλλοι θα μπουν στο στόχαστρο των φρουρών της τάξης και της ασφάλειας. Θα εξαρτηθεί από τις επιδιώξεις της Δεξιάς που διάφοροι πρώην αριστεροί μάς λένε ότι έχει γίνει Κέντρο! Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, αφού έμεινε δυο μέρες άφωνος, παρά τις πιέσεις που δέχθηκε για να τοποθετηθεί, αναγκάστηκε τη Δευτέρα στην ενημέρωση των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης να παραδεχτεί ότι τα δημοσιεύματα της «Εφημερίδας των Συντακτών» έχουν βάση.
Δεν θα μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Τα έγγραφα βοούσαν. Δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχουν. Είχαν τη σφραγίδα της υπηρεσίας που τα εξέδωσε και τα διακίνησε. Δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι πλαστά, κατασκευασμένα από κάποια μυστικά κέντρα που απεργάζονται σχέδια εναντίον της Ελλάδας. Θα έπρεπε να φέρει αποδείξεις. Δεν είχε. Τι μας είπε όμως; Οτι η ΕΥΠ κάνει καλά τη δουλειά της, ότι επιτελεί ένα πολύ σημαντικό, ένα πολύ σπουδαίο ενεργό έργο-ρόλο και το κάνει με πολύ μεγάλη επάρκεια σε ό,τι αφορά τις απειλές για την εθνική μας ασφάλεια, «είτε αυτές είναι εσωτερικές απειλές, είτε είναι εξωτερικές, είτε είναι το οργανωμένο έγκλημα».
Άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Για την ταμπακέρα ούτε κουβέντα. Πού είδε όμως την επάρκεια της ΕΥΠ ο κυβερνητικός αξιωματούχος; Η υπηρεσία που αποθεώνει πιάστηκε στα πράσα να παραβιάζει τους κανονισμούς, τους νόμους, το Σύνταγμα, να χρησιμοποιεί μεθόδους που θυμίζουν άλλες εποχές, να παρακολουθεί απλούς πολίτες που δεν είχαν διαπράξει κάποιο αδίκημα, να ασχολείται με το ιδεολογικό υπόβαθρό τους. Με άλλα λόγια, λειτούργησε όπως η ΚΥΠ την περίοδο που όλοι θέλουμε να ξεχάσουμε.
Και φυσικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν θα μπορούσε να μην κατηγορήσει την αντιπολίτευση επειδή δεν έχει την ευαισθησία να αφήνει την ΕΥΠ έξω από τη δημόσια πολιτική αντιπαράθεση. Μα, θέμα συζήτησης έκανε την ΕΥΠ ο προϊστάμενός της, ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αυτός επέλεξε για επικεφαλής της ένα στέλεχος της παράταξής του που δεν είχε τα τυπικά προσόντα. Όταν η αντιπολίτευση το επισήμανε, δεσμεύτηκε δημοσίως ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τον νόμο για να περάσει η πρότασή του. Άλλαξε όμως τον νόμο για να χωρέσει ο εκλεκτός του. Ποιος έβαλε λοιπόν την ΕΥΠ στο κέντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης; Για τούτη την κυβέρνηση ισχύει μόνο ένας… νόμος: είμαι πλειοψηφία στη Βουλή και κάνω ό,τι γουστάρω.