Στην Άρτα άρχισε ήδη ο προσυνεδριακός διάλογος στις οργανώσεις του κόμματος.
Άνοιξε με την παρουσίαση των θέσεων και του καταστατικού από τον σύντροφο Αλέξη Χαρίτση υπεύθυνο τομεάρχη Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.
Έγινε μια ενδιαφέρουσα εποικοδομητική συζήτηση μεταξύ των μελών του κόμματος η οποία θα έχει και συνέχεια.
Αδράζοντας λοιπόν την ευκαιρία θέλω να πω ότι το κόμμα μας έχει ένα μειονέκτημα.
Παρουσιάζει μια δυσανάλογη πολιτική επιρροή σε σχέση με την οργανωτική του δομή. Αυτό το είδαμε ότι το 32% των βουλευτικών εκλογών του 2019 δεν μεταφράστηκε σε ανάλογα βήματα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στα κοινωνικά κινήματα, στις συλλογικές δράσεις. Και πρέπει να ανατρέψουμε αυτή τη δυσαναλογία, γιατί αν δεν το κάνουμε ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία «κινδυνεύει». Και μαζί του κινδυνεύει και η δυνατότητα της πραγματικής πολιτικής αλλαγής στη χώρα, για την οποία αγωνιζόμαστε.
Για να προλάβω το αυτομαστίγωμα και τις αλληλοκατηγορίες, να τονίσω ότι αυτή η αντίθεση , δεν σχετίζεται με κάποια αδυναμία της κομματικής λειτουργίας. Αντιθέτως, καθρεφτίζει τη γενικευμένη τάση της αποστασιοποίησης των πολιτών από τα πολιτικά κόμματα, τάση η οποία ανατροφοδοτείται από την επιλογή των συστημικών ελίτ να παρουσιάζουν την πολιτική ως αποκλειστικό πεδίο δράσης κάποιων «ειδικών». Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αυτή τη συμπεριφορά προς τα μέλη της: οι πολίτες ψηφίζουν, αλλά οι αποφάσεις ανήκουν σε μια απόμακρη τεχνοκρατική εξουσία.
Έχουμε λοιπόν μπροστά μας μια δύσκολη εξίσωση που πρέπει να επιλύσουμε αφήνοντας στην άκρη πισώπλατες μαχαιριές περί κομματικών «σωματοφυλάκων» ή «λάτρεις» της ΠΑΣΟΚοποίησης γιατί δεν έχουν καμία αξία.
Αξία, και ουσία, έχει η ενεργή και παραγωγική ενασχόληση με το ουσιαστικό πρόβλημα. Το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ-προοδευτική Συμμαχία, ως το μεγαλύτερο κόμμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, μπορεί να συνθέσει δύο ιστορικά ρεύματα -του ριζοσπαστισμού και του μεταρρυθμισμού- σε έναν ριζοσπαστικό μεταρρυθμισμό και την ίδια στιγμή να εμπνεύσει τη συμμετοχή και την συσπείρωση των πολλών στην πολιτική που τους αφορά, με προοπτική τον σοσιαλισμό.
Σκοπός μας είναι η οργανωτική ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, να συμβάλει στην πολιτικοποίηση της κοινωνίας, με στόχο την ενίσχυση της συμμετοχής, τη διασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας και την δημιουργία ενός οργανισμού που θα λειτουργεί δημοκρατικά και συντονισμένα.
Γίνεται μία μεγάλη συζήτηση γύρω από την πρόταση του προέδρου, Αλέξη Τσίπρα, για το αν είναι δημοκρατική ή να το θέσω αλλιώς, αν βάζει σε δίπολα το ζήτημα της δημοκρατίας: δημοκρατία της αντιπροσώπευσης ή δημοκρατία των μελών, έμμεση ή συμμετοχική δημοκρατία.
Πιστεύω προσωπικά ότι τα δεδομένα και τα ερωτήματα είναι πιο σύνθετα. Και η απάντηση είναι μία.
Άρση της διάκρισης λίγων «ειδικών» και πολλών.
Ας βασιστούμε στην εμπειρία που έχουμε από τα ιστορικά και σύγχρονα προοδευτικά και αριστερά κόμματα. Θα συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε μια μεγάλη γκάμα οργανωτικών υποδειγμάτων.
Κανένα όμως, υπόδειγμα, από μόνο του δεν προσφέρει μια μαγική λύση σε λάθη και προβλήματα. Το ζητούμενο είναι να συνθέσουμε για να φθάσουμε στο οργανωτικό μοντέλο που θα συμβάλλει στην άρση της διάκρισης μεταξύ λίγων «ειδικών» και πολλών που οφείλουν να ακολουθούν τις επιλογές των πρώτων.
Η διάκριση αυτή είναι που εν τέλει υπονομεύει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Ζούμε σε μια εποχή που επικρατούν οι κρίσεις και οι φόβοι, ο ατομικισμός και η ιδιώτευση, και δυστυχώς απουσιάζει ένα ουσιαστικό αφηγήμα για τη μάχη της εργατικής τάξης και του κεφαλαίου. Άρα, επείγει να δούμε το πώς οι πολλαπλές διαφορετικές ή ταυτότητες και οι έως τώρα κατακερματισμένες αντιστάσεις θα συναντηθούν στο μοντέλο που αναζητάμε.
Στο μοντέλο που θα εγγυάται και θα προωθεί τη δημοκρατική συμμετοχή των πολλών. Για να μπορέσουν οι πολλοί να συγκροτήσουν εκ νέου μια ριζοσπαστική πολιτική κοινότητα που θα τη νιώθουν δική τους.
Για να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, θα πρέπει να δουλέψουμε πάνω στο μοντέλο του κόμματος που έχουμε. Και να βρούμε το θάρρος να συγκρουστούμε με τις συνήθειες τις αδυναμίες καθώς και με τις αδράνειές μας. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία δίνει την εικόνα ενός κόμματος που καθορίζεται από τις φωνές ορισμένων προβεβλημένων στελεχών. Ανεξάρτητα από την ιδεολογική ή τασική τους προσέλευση ή την προσωπική τους διαδρομή.
Από την μία αυτές «φωνές» και κάποιοι ψίθυροι, από την άλλη, έχουν ως αποτέλεσμα να μην ενισχύεται η επιθυμητή σε όλους δημοκρατική μας λειτουργία. Το αντίθετο μάλιστα, με αποτέλεσμα η δημοκρατία έτσι να καταντάει ,δημοκρατία των ορατών απέναντι στους αόρατους. Πρόκειται για μια συνθήκη που έρχεται σε αντίφαση με τον πυρήνα της πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία: εμείς θέλουμε ένα κόμμα που θα ακούει και θα συνομιλεί με τους πολλούς, ακριβώς επειδή πιστεύουμε ότι οι πολλοί πρέπει να πρωταγωνιστούν στις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται η χώρα μας.
Μόνο έτσι αλλάζουν συνειδήσεις: όταν το κόμμα δεν είναι απλά χώρος εκπροσώπησης αλλά ισχυρός πόλος καθοδήγησης, μέσα όμως στη μάχη και όχι έξω από αυτή.
Πρέπει σε κάθε κίνημα το κόμμα μας να λειτουργεί υποδειγματικά: μέλη και στελέχη του κόμματος να μπαίνουν στη μάχη, και να σπάνε το «αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», να ακούν και να συνομιλούν με το αναπτυσσόμενο κίνημα, προσφέροντας ιδέες και πρακτικές. Κυρίως όμως να είμαστε εκεί σε κάθε γεγονός. Να μην το παρακολουθούμε από τα ΜΜΕ και να μην «καθοδηγούμε» από τα social. Και γνωρίζουμε καλά, ότι όποτε είμαστε «εκεί», εκεί που συντελούνται κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, μόνο κερδισμένοι βγαίνουμε. Όχι με το στενό εκλογικό τρόπο, των συντηρητικών κομμάτων. Αλλά επειδή έτσι διευρύνεται η οπτική μας, δυναμώνουν τα αντανακλαστικά μας και ανανεώνεται η σκέψη μας με ερωτήματα της πραγματικής ζωής που στη συνέχεια πολιτικοποιούνται και μπορούν να συνδεθούν με μια σειρά άλλων ερωτημάτων.
Γι αυτό και ο τρόπος εκλογής του προέδρου και της Κεντρικής Επιτροπής από τα μέλη δεν καθιστά από μόνος του το κόμμα συστημικό ή μη συστημικό.
Το θέμα είναι πώς ο καθένας πολίτης αντιλαμβάνεται πολιτικά και ιδεολογικά τον τρόπο εκλογής.
Η απευθείας εκλογή του προέδρου από τα μέλη στη βάση των αποφάσεων του συνεδρίου είναι δεσμευτική και για τα μέλη. Δεσμεύονται από αυτές τις αποφάσεις, συνομολογούν με την εκλογή του προέδρου ότι δεν αναθέτουν παθητικά αλλά αγωνίζονται για τις θέσεις του κόμματος, άρα υπογράφουν ένα συμβόλαιο δράσης από την επόμενη κιόλας μέρα.
Ο πρόεδρος δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο.
Είναι ο κύριος φορέας των αποφάσεων του συνεδρίου, δεσμεύεται από αυτές και δεσμεύει τα μέλη με αυτές. Οι αποφάσεις του συνεδρίου λοιπόν είναι το κρίσιμο, αυτές θα ορίσουν το πεδίο των «κοινωνικών-πολιτικών μαχών».
Η εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής από τα μέλη καθιστά το σώμα πιο αντιπροσωπευτικό, πιο ισχυρό και για αυτό πιο δημοκρατικό. Η συζήτηση ότι το κόμμα γίνεται αρχηγικό λόγω της εκλογής του προέδρου από τη βάση του κόμματος, δεν έχει καμία λογική, αφού συγχρόνως θα έχει εκλεγεί και μια ισχυρή Κεντρική Επιτροπή.
Ένα όργανο λογοδοσίας και αντιπροσώπευσης, που φυσικά θα εκλέγεται από τη βάση, σ αυτό το στόχο συνδράμει και η πρόταση για το 50% της αντιπροσώπευσης των μελών από την Περιφέρεια .
Έτσι θα υπάρχει παρουσία νέων ανθρώπων, στελεχών που δίνουν μάχες περιφερειακές, κινηματικές, συνδικαλιστικές.
Η παρουσία μελών-στελεχών που πρωταγωνιστούν σε κινήματα και φέρνουν μαζί τους εμπειρία και όρεξη για τη μεγάλη πρόκληση που βρίσκεται μπροστά μας.
Τα αριστερά κόμματα, ήδη από τον 19ο αιώνα, άνοιξαν νέους δημοκρατικούς δρόμους ακριβώς γιατί κατάργησαν την εσωκομματική «δημοκρατία των προυχόντων», στη βάση της οποίας λειτουργούσαν τα αστικά κόμματα.
Εμείς θέλουμε ένα κόμμα που θα «ακούει» την κοινωνία.
Ένα κόμμα που θα παλεύει μαζί με την κοινωνία για την κοινωνία.
Ένα κόμμα ανοιχτό, συμμετοχικό και δημοκρατικό.
Και αυτό το κόμμα είναι που μπορεί να δώσει νικηφόρα τη μάχη που χρειάζεται η χώρα μας.
Τη μάχη για την ανατροπή μιας αντικοινωνικής επικίνδυνης ολιγαρχικής κυβέρνησης.
Τη μάχη για μια Νέα Αρχή.
Και είναι βέβαιο ότι θα κερδίσουμε, γιατί θα προχωράμε μαζί με την κοινωνία, και όχι παράλληλα με αυτή.