Διανύουμε ημέρες πολιτικής έντασης, απρόσμενα θα έλεγες. Μόλις πριν από μερικούς μήνες η κυβέρνηση ανανέωσε την εκλογική εντολή της με πολύ μεγάλα ποσοστά ενώ η αντιπολίτευση μοιάζει να βρίσκεται σε μία διαρκή περιδίνηση με πολύ χαμηλή επιρροή.
Κάτι όμως, φαίνεται ότι έχει αλλάξει. Σαν να συσσωρεύτηκε πολλή καύσιμη ύλη που πυροδοτεί την αμφισβήτηση της κυβερνητικής κυριαρχίας και ακόμα περισσότερο το αυτονόητο του κυρίαρχου αφηγήματος για το «πώς έχουν τα πράγματα». Φωνές που δυναμώνουν θέτουν θέμα για το κράτος δικαίου, για τις ελευθερίες, την ελευθεροτυπία, τη δημοκρατία. Και δεν είναι τυχαίο ότι ξεσπάνε αντιδράσεις που υποστηρίζονται και από μια σιωπηρή δυσαρέσκεια για το ρήγμα στα δημόσια νοσοκομεία με χειρουργεία που θα κάνουν όσοι έχουν να πληρώσουν ή το χάσμα που δημιουργείται στην ανώτατη εκπαίδευση με πανεπιστήμια που θα δίνουν πτυχία επίσης για όσους έχουν να πληρώσουν δίδακτρα. Κι από δίπλα όσοι κουράστηκαν να μετράνε μισθούς που δεν φτάνουν ως το τέλος του μήνα, όσοι έχουν χάσει τις προσδοκίες τους για καλύτερες μέρες.
Αυτή η εικόνα θα μπορούσε όμως, να αμφισβητηθεί όντως. Υπάρχει και η άλλη πλευρά που δεν τα βλέπει έτσι τα πράγματα. Μία κυβέρνηση του 41% δεν απειλείται από νεανικά κινήματα στους δρόμους ή κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις κομμάτων που έχουν λιγότερο από το μισό της εκλογικής της δύναμης. Στις δημοκρατίες μας, βασικό κριτήριο ισχύος είναι η νίκη στις εκλογές και νέες εκλογές προγραμματίζονται τρία χρόνια μετά.
Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία της ΝΔ έχει ακόμα βαθύτερες ρίζες. Κυβερνά γιατί εκφράζει μία πολύ μεγαλύτερη συμμαχία κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων που φτάνει βαθιά μέσα σε κοινωνικές πλειονότητες. Εκφράζει μία πολιτική αντίληψη για το πώς πρέπει να κινείται η οικονομία, για τη δύναμη που έχουν οι αγορές, για την πρωτοκαθεδρία των ιδιωτικών επενδύσεων, για τις κοινωνικές δυναμικές που υπόσχονται ότι ο παραγόμενος πλούτος και η ιδιωτικοποίηση και των έσχατων σημείων του δημοσίου πλούτου, θα προσφέρουν ανάπτυξη και πιθανά διανομή αυτού του πλούτου και στα πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Το ότι ακούγεται όλο αυτό σαν τα οικονομικά του Ρήγκαν ή της Θάτσερ, δεν είναι παρήχηση, αλήθεια είναι. Αλλά αισθάνονται περήφανοι και δικαιωμένοι για αυτήν την αλήθεια τους.
Ακριβώς λόγω αυτής της συνθήκης έκφρασης πλατύτερων και βαθύτερων συμμαχιών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα πέσει κάποιο πρωινό από μόνη της επειδή θα αποκαλυφθεί ίσως κάποιο σκάνδαλο ή θα πάει σε δίκη ένα στέλεχός της. Ούτε θα πέσει ποτέ αν απλώς αντιγράψεις το πρόγραμμά της και το εκφράζεις πιο επικοινωνιακά, υποσχόμενος κι εσύ λιγότερους φόρους και λιγότερες εισφορές.
Δύο είναι οι τρόποι να κερδίσεις στις εκλογές μια ισχυρή κυβέρνηση. Ο πρώτος είναι να φθαρεί τόσο ώστε να την αποφεύγουν πολλοί ψηφοφόροι της.
Και ο δεύτερος να δημιουργήσεις εσύ, ως αντιπολίτευση ένα δικό σου ρεύμα, ένα εναλλακτικό αφήγημα εξουσίας που να ακούγεται, να κινητοποιεί και να κάνει συμμέτοχους πολλούς και πολλές, πλειονότητες που στις κάλπες θα γίνουν πλειοψηφίες. Να φτιάξεις τις δικές σου κοινωνικές συμμαχίες.
Εύκολα όμως τα λες αυτά. Γιατί η κρίση της αριστεράς και της προοδευτικής παράταξης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, η κρίση των αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων, πηγάζει ακριβώς από την αδυναμία τους να εκφράσουν και να κινητοποιήσουν τα κοινωνικά εκείνα ρεύματα που θα ήθελαν, που θα είχαν συμφέρον να παλέψουν για την αλλαγή.
Δεν υπάρχει πολιτική χωρίς σύγκρουση, χωρίς ρήξη, χωρίς οριογραμμές. Ακόμα κι αν δεν είσαι σίγουρος σήμερα πού βρίσκεται το όριο σύγκρουσης πάνω στον άξονα Δεξιά- Αριστερά, ακόμα και αν πιστεύεις ότι πρέπει να βρεις νέους όρους για να εκφράσεις τις σύγχρονες αντιθέσεις, την αγωνία όσων αποκλείονται από κάθε πρόνοια και από κάθε κοινωνία, όσων βιώνουν πολλαπλές ανισότητες, από τη δουλειά τους ως την ελεύθερη έκφραση του τρόπου ζωής τους, αυτό που οφείλεις πρώτιστα να κάνεις είναι να συσπειρώσεις τις δυνάμεις που θέλουν και μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση. Δίνοντας όμως περιεχόμενο, με πολιτικό πρόγραμμα, με αξιοπιστία, με σοβαρότητα, αλλά και με χειραφετικό όραμα.
Κι αυτό όχι απλώς προσθέτοντας μικρές δυνάμεις ελπίζοντας ότι η φθορά του αντιπάλου θα τις κάνει να φανούν και μεγαλύτερες στο άθροισμα. Αλλά συνθέτοντας, ανασυνθέτοντας, δημιουργώντας, ανοίγοντας πραγματικούς δρόμους εκεί που σήμερα μοιάζει να έχει μόνο αδιέξοδα.
Τους επόμενους μήνες στην Ελλάδα θα κληθούν να περπατήσουν τέτοιους δρόμους όλοι όσοι σήμερα δηλώνουν έτοιμοι για την αλλαγή. Κι εκεί θα αναμετρηθούν και τα πολιτικά υποκείμενα και τα πρόσωπα.