Δεν θυμάμαι άλλη φορά που μετά από μια τραγωδία του μεγέθους των Τεμπών, η συζήτηση να μεταφέρεται στο μιντιακό πεδίο και στο επίκεντρο να βρίσκονται οι δημοσιογράφοι.
Φτάσαμε στο σημείο να βγαίνουν δημοσκοπήσεις για την πολιτική επικαιρότητα και ένα από τα βασικά τους ερωτήματα να αφορούν τα ΜΜΕ και τη διαχείριση του δυστυχήματος των Τεμπών.
«Άδικα συμβαίνουν όλα αυτά;», θα αναρωτηθεί κανείς. Προφανώς και όχι. Το δυστύχημα στα Τέμπη λειτούργησε σαν ένας αφόρητα ειλικρινής καθρέφτης: Είδαμε σε μια στιγμή όλα όσα μας πληγώνουν σε αυτή τη χώρα, διογκωμένα σε τέτοιο βαθμό που φάνηκαν σχεδόν ασήκωτα. Ανοργανωσιά, κακοδιαχείριση, αρπαχτές, ρουσφέτια, ανευθυνότητα. Αυτά που χαρακτηρίζουν την πραγματική Ελλάδα, και όχι την Ελλάδα του Παρθενώνα, των παραλιών και των κρεμασμένων στον ήλιο χταποδιών. Στον ίδιο καθρέφτη που στήθηκε στα Τέμπη λοιπόν, είδαμε και τον τερατώδη αντικατοπτρισμό αυτών που αρέσκονται να θεωρούν τους εαυτούς τους «διαμορφωτές της κοινής γνώμης».
Την ίδια ώρα που κάποιοι ταξιδεύαμε άυπνοι προς τη Λάρισα λίγες ώρες μετά την τραγωδία, την ίδια ώρα που οι συγγενείς των επιβατών ακόμη μετρούσαν νεκρούς, κάποιοι απίστευτοι τύποι έβγαιναν με υφάκι στην τηλεόραση και έβγαζαν το πιο άθλιο και αποκρουστικό πρόσωπο, όχι της δημοσιογραφίας, αλλά των δημοσίων σχέσεων.
Ένας διαδρομιστής της εξουσίας που στον ελεύθερο χρόνο του δημοσιολογεί, ένιωσε την αγωνία να συμβουλέψει on air την κυβέρνηση να επενδύσει επικοινωνιακά στη σύγκριση τραγωδιών.
Άλλος μίλησε για τις «θυσίες» που διορθώνουν δρόμους και ράγες. Και όταν του την έπεσε το σύμπαν για την κυνικότητά του, αντί να ανασκευάσει, μας αποκάλεσε όλους ηλίθιους επειδή δεν καταλάβαμε τη βαθιά πολιτική του σκέψη.
Όλα αυτά που λέγονταν εκείνες τις ημέρες στις τηλεοράσεις, εγώ και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου, τα διαβάζαμε από τα κινητά μας ενώ βρισκόμασταν στο σημείο της τραγωδίας. Αλήθεια, το φαντάζεστε; Να μυρίζεις τις καμένες λαμαρίνες με όλα όσα κάηκαν εκεί μέσα, να βλέπεις τα ασθενοφόρα να φεύγουν φορτωμένα άλλοτε με κορμιά, και άλλοτε με ανθρώπινα μέλη, να είσαι με το πόδι θαμμένο στις λάσπες, και να ακούς έναν δήθεν συνάδελφό σου από ένα στούντιο να δίνει χαμογελαστός συμβουλές διαχείρισης προς την κυβέρνηση και έναν άλλο να μιλάει για (ανθρωπο)θυσίες…
Δεν είναι απλά εξοργιστικό, είναι επικίνδυνο. Επικίνδυνο γιατί κανένας πολίτης δε θα σκεφτεί αν ο μισθός του ρεπόρτερ είναι ίδιος με εκείνον του πανελίστα, την ώρα που θα τον βρίζει ως «αλήτη, ρουφιάνο».
Παρόλα αυτά, επιμένω σε αυτό που λέει ο τίτλος του άρθρου. Η δημοσιογραφία δεν πέθανε στα Τέμπη επειδή ακριβώς αυτός ο διαχωρισμός θα συνεχίσει για πάντα να τη σώζει. Στα Τέμπη μπορεί να ακούστηκαν δυνατά οι δημοσιογραφικές κραυγές που είχαν άγχος για την κυβέρνηση, όμως ήταν η πραγματική ερευνητική δημοσιογραφία αυτή που ανέδειξε όλες τις ανεπάρκειες του συστήματος που οδήγησαν στο τραγικό περιστατικό. Οι έρευνες για τις κολλημένες συμβάσεις, τα χαμένα χρήματα των επενδύσεων, τις κομματικές σχέσεις, τον υπουργό που ήταν ενήμερος για όλα εγκαίρως από τους συνδικαλιστές, αλλά επέμενε να κάνει πως δεν γνωρίζει τίποτα.
Αν δεν υπήρχαν τα ρεπορτάζ για όλα αυτά, τότε ακόμη σήμερα ίσως να μιλούσαμε για το τραγικό λάθος του ενός, και όχι για τις εγκληματικές παραλείψεις των πολλών.
Όσο για τους τηλεοπτικούς μαϊντανούς, η σκληρή αλήθεια είναι ότι η πραγματικότητα τους έχει ξεπεράσει. Τα χρόνια που η γνώμη τους καθόριζε και τη γνώμη άλλων έχουν περάσει, και το θλιβερό είναι ότι οι ίδιοι δεν το έχουν καταλάβει ακόμα. Παραμένουν αναγνωρίσιμοι, συνεχίζουν να καταλαμβάνουν χώρο στα γραφεία και στις σελίδες των εφημερίδων, αλλά η πραγματική αξία που έχουν τα λεγόμενά τους είναι ελάχιστη.
Την ίδια ώρα που εκείνοι αναπαύονται στις δάφνες τους, άλλοι αφιερώνουν τους εαυτούς τους στο σκληρό, επίμονο και επίπονο ρεπορτάζ. Συμπληρώνουν 100 φύλλα στον δύσκολο αλλά απείρως σημαντικό χώρο του τοπικού Τύπου, όπου ο ανταγωνισμός μερικές φορές είναι σκληρότερος και από αυτόν των εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας.
Χάρη σε πρωτοβουλίες όπως η Δημοκρατική Φωνή, η δημοσιογραφία δεν θα πεθάνει ούτε στα Τέμπη, ούτε στην Αθήνα, ούτε πουθενά. Οι συγκρίσεις φυσικά δε θα σταματήσουν. Αγωνία όλων μας θα πρέπει να είναι οι συγκρίσεις αυτές να μας βγάζουν στη σωστή πλευρά.