Η σημερινή πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα αποκαλύπτει μια βαθύτερη μετατόπιση στο εκλογικό σώμα, που δεν καταγράφεται εύκολα μέσα από τις παραδοσιακές κατηγορίες «δεξιάς» και «αριστεράς». Στο επίκεντρο αυτής της μετατόπισης βρίσκεται το λεγόμενο «πολιτικό κέντρο» – ένα σύνολο πολιτών που δεν ορίζεται τόσο από ιδεολογική συνοχή, όσο από έναν ιδιαίτερο τρόπο πολιτικής συμπεριφοράς: χαμηλή κομματική ταύτιση, ρεαλιστική στάση απέναντι στην εξουσία, και αυξημένη ευαισθησία σε ζητήματα θεσμικής ποιότητας και δημοκρατίας.
Οι πολίτες αυτοί αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της εκλογικής κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας το 2019 και το 2023. Ήταν εκείνοι που, μετά από μια δεκαετία πολιτικής αστάθειας και κοινωνικής κόπωσης, επέλεξαν τη «σταθερότητα» και την «κυβερνησιμότητα» ως κυρίαρχες αξίες.
Όμως, η σημερινή τους στάση αποκαλύπτει μια λεπτή, αλλά ουσιαστική μεταβολή: η αποδοχή του αφηγήματος της σταθερότητας δεν αρκεί πλέον για να παραγάγει πολιτική εμπιστοσύνη.
Στις πρόσφατες μετρήσεις, ένα σημαντικό τμήμα αυτών των ψηφοφόρων εμφανίζεται αποστασιοποιημένο· όχι εχθρικό, αλλά σιωπηλά απογοητευμένο. Δεν μετακινούνται προς άλλο κόμμα, όμως δεν αισθάνονται να εκπροσωπούνται πολιτικά.
Η απογοήτευση αυτή δεν είναι αποκλειστικά οικονομική, αν και το ζήτημα της ακρίβειας λειτουργεί ως καταλύτης. Είναι, πρωτίστως, θεσμική και αξιακή. Στο αξιακό τους σύστημα, οι ψηφοφόροι του κέντρου κατατάσσουν πολύ ψηλά τα ζητήματα δημοκρατίας, διαφθοράς και διαφάνειας· αντιδρούν σε κάθε ένδειξη αλαζονείας ή μονοκρατορίας, ενώ αποζητούν λογοδοσία και σοβαρότητα στη διαχείριση του δημόσιου λόγου. Η παρατεταμένη αίσθηση ότι η δημόσια σφαίρα λειτουργεί με όρους πόλωσης και επικοινωνιακής υπεροχής, και όχι πολιτικής ουσίας, εντείνει την απομάκρυνσή τους.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς –και αν– μπορεί κάποια πολιτική δύναμη να επανασυνδεθεί με αυτό το κοινό. Η Νέα Δημοκρατία διαθέτει ακόμη το πλεονέκτημα του κυβερνητικού μηχανισμού και της θεσμικής εμπειρίας. Ωστόσο, το αφήγημα της κυβερνησιμότητας, που αποτέλεσε το κεντρικό της πλεονέκτημα, αρχίζει να φθείρεται.
Οι πολίτες αυτοί δεν αμφισβητούν τη σταθερότητα ως αξία· αμφισβητούν τη μονοσήμαντη ταύτισή της με την αποτελεσματικότητα.
Για να τους κερδίσει ξανά, η κυβέρνηση οφείλει να υπερβεί τον τεχνοκρατικό λόγο και να επαναφέρει την πολιτική ως χώρο ευθύνης και συμμετοχής, όχι ως διαχείριση ισορροπιών.
Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής φαίνεται να διαθέτει ίσως το πιο ευνοϊκό σημείο εκκίνησης (έναντι της υπόλοιπης αντιπολίτευσης) για μια τέτοια προσέγγιση. Η ιστορική του σχέση με τον εκσυγχρονισμό, η έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη και η θεσμική του παράδοση θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα πειστικό πλαίσιο για τους απογοητευμένους του κέντρου. Όμως, για να το επιτύχει, χρειάζεται να υπερβεί τον εαυτό του· να μεταβεί στον ρόλο του πολιτικού φορέα που ανοίγει κρίσιμες θεματικές συζητήσεις. Ζητήματα όπως τα μη κρατικά πανεπιστήμια –μετά τις πρόσφατες εξελίξεις– και η αξιολόγηση στο Δημόσιο, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα πεδίων στα οποία το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να εκφράσει ένα λόγο προοδευτικό αλλά ρεαλιστικό, συνδέοντας τη μεταρρύθμιση με τη θεσμική υπευθυνότητα.
Η δύναμη του κέντρου, λοιπόν, δεν είναι αριθμητική αλλά ποιοτική. Δεν διαμορφώνει μόνο εκλογικά αποτελέσματα· διαμορφώνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα κόμματα καλούνται να παράγουν πολιτική. Οι πολίτες του κέντρου λειτουργούν ως βαρόμετρο δημοκρατικής ισορροπίας – δεν ζητούν απλώς σταθερότητα, αλλά ήθος, μέτρο και αξιοκρατία. Στην Ελλάδα του 2025, όποια πολιτική δύναμη καταφέρει να συνομιλήσει με αυτές τις αξίες, να αποδείξει ότι κατανοεί την ανάγκη για θεσμική κανονικότητα και κοινωνική αξιοπρέπεια, θα είναι και εκείνη που θα καθορίσει την επόμενη περίοδο. Διότι, τελικά, η πραγματική ισχύς του κέντρου δεν βρίσκεται στην αριθμητική του βαρύτητα, αλλά στην ικανότητά του να υπενθυμίζει στην πολιτική εξουσία ότι η δημοκρατία δεν είναι μηχανισμός, αλλά κουλτούρα.
πολιτικός αναλυτής
Διευθυντής Δημόσιων & Εταιρικών υποθέσεων PRORATA
