Το ατού αυτής της κυβέρνησης ήταν η επικοινωνία. Δεν το έλεγε η ίδια, το αναγνώριζαν όμως οι πολιτικοί αντίπαλοί της. Η κυριαρχία της στην περιοχή της ενημέρωσης με τους γνωστούς τρόπους (λίστα Πέτσα, χαριστικές ρυθμίσεις στους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης) ενίσχυσε την αυτοπεποίθησή της σε τέτοιο βαθμό που την έκανε να πιστεύει ότι παίζει μόνη της στο γήπεδο και δεν απειλείται από κανέναν ούτε από τον κακό εαυτό της.
Τον πρώτο καιρό, αξιοποιώντας και την αμηχανία της αντιπολίτευσης, ο μηχανισμός που είχε αναλάβει την προβολή της παρουσίαζε μια εικόνα σχεδόν ειδυλλιακή. Είχαμε την καλύτερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης (ίσως και της μεταπολεμικής περιόδου), ο επικεφαλής της συγκρινόταν μόνο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο (δημοσιολόγοι-ψάλτες αναζητούσαν και έβρισκαν ομοιότητες με πρόσωπα της Βίβλου και αιλουροειδή της ζούγκλας), οι πολίτες την εμπιστεύονταν τυφλά, σε όλα τα επίπεδα είχε σπουδαίες επιδόσεις, οι δημοσκοπήσεις έδιναν στη Νέα Δημοκρατία διαφορές είκοσι μονάδων και όλα έδειχναν πως θα κάνει περίπατο στις εκλογές και έχει στο τσεπάκι της δεύτερη τετραετία με αυτοδυναμία.
Τα λάθη της δεν θεωρούνταν σοβαρά, οι παλινωδίες των στελεχών της δικαιολογούνταν, οι επιπολαιότητες του πρωθυπουργού, ορατές διά γυμνού οφθαλμού, δεν επισημαίνονταν, το μέτωπο που είχε σχηματιστεί εναντίον του «ακροαριστερού λαϊκισμού» με τη βοήθεια πολιτικών παραγόντων που ήρθαν από άλλους χώρους δεν παρουσίαζε ρωγμές και όποτε η κατάσταση πήγαινε να ξεφύγει επιστρατευόταν το αφήγημα ότι για όλα τα δεινά ευθύνονται οι προηγούμενοι, οι ερασιτέχνες, οι ολετήρες, οι προσωρινοί ενοικιαστές του μεγάρου Μαξίμου.
Ετσι, η αυτοπεποίθηση (είμαστε οι καλύτεροι) μετεξελίχθηκε σε αλαζονεία (είμαστε οι ιδιοκτήτες της χώρας και κάνουμε ατιμωρητί ό,τι γουστάρουμε). Το ανόητο μεθοκόπημα της εξουσίας. Ομως μαζεύτηκαν πολλά. Λανθασμένες προβλέψεις για το τέλος της πανδημίας. Κραυγαλέες αστοχίες στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Ταξικά μεροληπτικές επιλογές. Προκλητικές δηλώσεις αξιωματούχων που χλεύαζαν την αλήθεια.
Στην πορεία προστέθηκε και το κύμα της ακρίβειας. Και σ’ αυτήν την περίπτωση το ίδιο δοξαστικό τροπάριο. Νέες διαβεβαιώσεις ότι όλα είναι υπό έλεγχο, ότι η κυβέρνηση έχει τα όπλα για να αντιμετωπίσει τον ύπουλο εχθρό, οι πολίτες δεν πρέπει να ανησυχούν γιατί το φαινόμενο είναι παροδικό και το οικονομικό επιτελείο έχει χτίσει τείχη προστασίας, αλλά οι λογαριασμοί στο ρεύμα και στο φυσικό αέριο χτύπησαν κόκκινο, οι τιμές στα είδη πρώτη ανάγκης εκτοξεύθηκαν, οι επιτήδειοι βρήκαν την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν ανενόχλητοι αφού οι υπηρεσίες ελέγχου της αγοράς έχουν αποψιλωθεί. Μια τέτοια κατάσταση δεν είναι εύκολο να καλλωπιστεί. Η πραγματικότητα κερδίζει έδαφος, η «άποψη» υποχωρεί.
Ακόμη και οι ακριβοπληρωμένοι επικοινωνιολόγοι του εσωτερικού και του εξωτερικού δυσκολεύονται να κάνουν το μαύρο άσπρο. Στα γκάλοπ καταγράφεται η δυσφορία του κόσμου. Τα φιλικά μέσα ενημέρωσης άρχισαν να διατυπώνουν κριτικές παρατηρήσεις, να κάνουν συστάσεις και να στέλνουν προειδοποιήσεις. Ο συνήθης ύποπτος για όλες τις ταλαιπωρίες που ταλανίζουν τον τόπο, δηλαδή η αξιωματική αντιπολίτευση, δεν γινόταν να ενοχοποιηθεί και γι’ αυτό το πρόβλημα.
Για την ώρα οι ευθύνες φορτώνονται στους από κάτω: στους φλύαρους συνεργάτες του πρωθυπουργού που υποδύονται τους ειδικούς επί παντός επιστητού και στους υπουργούς που δεν μπορούν να τιθασεύσουν τη ροπή τους στις γκέλες. Φανερή επιδίωξη του καθεστώτος είναι να μείνει ο αρχηγός στο απυρόβλητο. Ομως στα πρωθυπουργικά μοντέλα την ευθύνη για ό,τι συμβαίνει στη χώρα την έχει ο επικεφαλής. Αυτός επιλέγει τους συνεργάτες του, αυτός έχει συγκεντρώσει στα χέρια του όλες τις εξουσίες, αυτός διορίζει και απομακρύνει τους υπουργούς. Αυτός τους ανέχεται. Οπότε αυτός αναλαμβάνει να πληρώσει το κόστος που προκαλούν οι ολέθριες πράξεις τους και οι εγκληματικές παραλείψεις τους.