in , ,

Η γεωμετρία του εγκλωβισμού στη Γάζα – ένα σύγχρονο γκέτο στο σημείο τομής της βιοπολιτικής με τη νεκροπολιτική

Θωμάς Σίδερης – δημοσιογράφος, κινηματογραφιστής, Δρ. Ανθρωπογεωγραφίας


Ο χαρακτηρισμός της Γάζας ως «γεωπολιτικό γκέτο» εντάσσεται σε μια συζήτηση για τους σύγχρονους τρόπους με τους οποίους ασκείται η κυριαρχία πάνω σε πληθυσμούς μέσω του χώρου. Ιστορικά, ο όρος γκέτο παραπέμπει στις συνοικίες όπου υποχρεώνονταν να ζουν οι Εβραίοι στην Ευρώπη – από το ενετικό Ghetto του 16ου αιώνα μέχρι τα ναζιστικά γκέτο της Ανατολικής Ευρώπης. Στην περίπτωση της Γάζας, έχουμε ένα ολόκληρο έδαφος που λειτουργεί σαν ένα γιγάντιο γκέτο: ένας περιφραγμένος χώρος στον οποίο εγκλείεται συλλογικά μια ανεπιθύμητη πληθυσμιακή ομάδα, υπό τον συνεχή έλεγχο μιας κυρίαρχης δύναμης.

Η γεωγραφική απομόνωση της Γάζας (περιβαλλόμενη από τείχη, φράχτες και ναρκοπέδια στα χερσαία σύνορα, από πολεμικά πλοία στη θαλάσσια της πρόσβαση, και συνεχείς επιτηρήσεις από αέρα) έχει ουσιαστικά μετατρέψει τη Λωρίδα σε ένα τεράστιο «στρατόπεδο εγκλεισμού».

Πράγματι, αρκετοί μελετητές και σχολιαστές έχουν παρομοιάσει τη Γάζα με στρατόπεδο συγκέντρωσης ή στρατόπεδο προσφύγων μόνιμου χαρακτήρα – έναν χώρο όπου η κανονική ζωή έχει ανασταλεί και τα θεμελιώδη δικαιώματα τελούν υπό αίρεση.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι υλικές συνθήκες που καθιστούν τη ζωή στη Γάζα εφιαλτική, αλλά και οι ψυχολογικές. Μια ολόκληρη γενιά παιδιών και νέων μεγαλώνει χωρίς να έχει γνωρίσει τίποτε άλλο πέρα από τον αποκλεισμό, τη φτώχεια και τον πόλεμο. Μελέτες δείχνουν ότι μεγάλος αριθμός παιδιών στη Γάζα εμφανίζουν συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού στρες, άγχος και κατάθλιψη ήδη από μικρή ηλικία (World Bank, 2015). Οι νέοι αισθάνονται συχνά ότι δεν έχουν μέλλον: αδυνατούν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, να ταξιδέψουν, να βρουν δουλειά ή να δημιουργήσουν οικογένεια σε ένα σταθερό περιβάλλον. Η αίσθηση εγκλωβισμού γεννά απογοήτευση αλλά και οργή. Αυτό εξηγεί και το γιατί παρά τις φοβερές αντιξοότητες, οι Παλαιστίνιοι της Γάζας συνεχίζουν να διαμαρτύρονται και να αγωνίζονται – π.χ. με τις «Πορείες της Επιστροφής» το 2018, όταν χιλιάδες συγκεντρώθηκαν κοντά στα σύνορα διεκδικώντας το δικαίωμα των προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια των προγόνων τους. Αντιμέτωποι με ελεύθερους σκοπευτές και δακρυγόνα, πολλοί νέοι πλήρωσαν με τη ζωή τους αυτή την κραυγή ελευθερίας. Το γεγονός ότι είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν τα πάντα για να σπάσουν συμβολικά τα σύνορα δείχνει πόσο αφόρητη είναι η ύπαρξη μέσα στο γκέτο.

Συνολικά, οι παραπάνω όψεις συγκροτούν ένα καθεστώς συλλογικής τιμωρίας που παραπέμπει σε πρακτικές του παρελθόντος, οι οποίες ωστόσο έχουν εξελιχθεί, ενσωματώνοντας τεχνολογίες αιχμής όσον αφορά στην επιτήρηση και την εξολόθρευση του πληθυσμού.

 

Η Γάζα είναι σήμερα περικυκλωμένη από ένα πυκνό δίκτυο αισθητήρων, drones, στρατιωτικών δυνάμεων και κανονιστικών πλαισίων, τα οποία ρυθμίζουν ακόμα και τις πιο βασικές πτυχές της καθημερινής ζωής — για παράδειγμα, τον αριθμό θερμίδων τροφίμων που αναλογούν ανά κάτοικο σε ημερήσια βάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στις απαρχές του αποκλεισμού, αξιωματούχοι του ισραηλινού Υπουργείου Άμυνας είχαν καταρτίσει έναν υπολογισμό του «ελάχιστου ορίου πρόσληψης θερμίδων» για τη Γάζα, περιορίζοντας σκόπιμα τις εισαγωγές τροφίμων ώστε ο πληθυσμός να παραμένει διαρκώς στο χείλος της ανθρωπιστικής κρίσης, χωρίς να εισέρχεται στην περιδίνησή της. Αυτή η γραφειοκρατικά οργανωμένη μορφή καταπίεσης μετατρέπει τη Γάζα σε ένα κατ’ εξοχήν παράδειγμα εφαρμογής βιοπολιτικού ελέγχου και νεκροπολιτικής. Ένας ολόκληρος πληθυσμός διατηρείται στη ζωή, αλλά σε συνθήκες μόνιμης εξαθλίωσης, και εκτίθεται περιοδικά σε θανατηφόρα βία — σε βαθμό αρκετό ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε πλήρης ανάκαμψη ή ουσιαστική αμφισβήτηση της εξουσίας που τον κρατά υπό περιορισμό.

Είναι ακριβώς το ίδιο μοντέλο διαχείρισης του πληθυσμού των κρατουμένων στα ναζιστικά γκέτο. Τους αδύναμους τους οδηγούσαν απευθείας στους θαλάμους αερίων.
Στους υπόλοιπους έδιναν βρώμικο τσάι για πρωινό και μία άθλια σούπα για μεσημεριανό και βραδινό ώστε να μην πεθαίνουν από ασιτία (αν και πολλοί κρατούμενοι πέθαιναν από την έλλειψη φαγητού) και να μπορούν να ανταποκρίνονται στα ημερήσια καθήκοντά τους: αλλού σπάζοντας πέτρες (Μαουτχάουζεν) και αλλού μεταφέροντας απλώς πτώματα είτε στις τάφρους είτε στα κρεματόρια (Τρεμπλίνκα).
Υπήρχαν και αναρρωτήρια στα ναζιστικά γκέτο, με υποτυπώδη παροχή ιατρικής φροντίδας, μόνο και μόνο για να επιστρέφουν οι όμηροι γρηγορότερα στα εργατικά τους καθήκοντα. Όσοι λιποθυμούσαν στα καταναγκαστικά έργα ή δεν ανάρρωναν στον προβλεπόμενο χρόνο, απλώς δολοφονούνταν. Τη θέση τους θα έπαιρναν όμηροι από τα επόμενα φορτία θανάτου με τα «Τρένα της Σιωπής».