Η μάχη για την ελευθερία του λόγου είναι διαρκής και η μάχη κατά των διακρίσεων και της φασίζουσας ρητορικής είναι διαρκής και αναγκαία.
Αθήνα, 25-6-2021
Τοποθέτηση στην ημερίδα της ΒτΕ: «Ανάπτυξη Ολοκληρωμένης Στρατηγικής, κατά του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και των εγκλημάτων μίσους»
Η ημερίδα πραγματοποιείται στο πλαίσιο του του έργου με τίτλο «Ανάπτυξη ολοκληρωμένης στρατηγικής κατά του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και των εγκλημάτων μίσους» που υλοποιούν το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το Πάντειο Πανεπιστήμιο και η Βουλή των Ελλήνων του ευρωπαϊκού προγράμματος «Δικαιώματα, Ισότητα και Ιθαγένεια» (Rights, Equality and Citizenship – REC) 2014-2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ακολουθεί το κείμενο της τοποθέτησης
Είναι ιδιαίτερη χαρά να συμμετέχω στη σημερινή Ημερίδα και έτσι σε έναν ευρύτερο, ευρωπαϊκό διάλογο.
Στη συζήτηση για την καταπολέμηση του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και της ρητορικής μίσους, τα Εθνικά Κοινοβούλια έχουν σύνθετο ρόλο.
Πέρα από το να διαβουλεύονται και να νομοθετούν, επιπλέον, τα Κοινοβούλια θέτουν και τον πήχυ του Δημόσιου Λόγου.
Δεν ήταν λίγες οι φορές, τόσο σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού που είδαμε τα Κοινοβούλια να μετατρέπονται σε αρένες ακραίας, φασίζουσας ή και φασιστικής ρητορικής.
Στη χώρα μας γνήσιος εκπρόσωπος του φασισμού στο Κοινοβούλιο υπήρξε από το 2012 έως το 2019 η Χρυσή Αυγή.
Οι δημοκρατικοί θεσμοί αρχικά υποδέχθηκαν το φαινόμενο μάλλον μουδιασμένα. Αφενός η πολυετής οικονομική κρίση και αφετέρου η προσφυγική κρίση με τις δεκάδες χιλιάδες ροές (το 2015), συνοδευόμενη από ακραία ξενοφοβική ρητορική δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα.
Η πολιτική άνοδος του εθνικισμού δεν ήταν παρά μόνο το σύμπτωμα βαθύτερων κοινωνικών διεργασιών. Όμως, δεν επρόκειτο απλά για ένα φασιστικό μόρφωμα εντός του Κοινοβουλίου.
Η Χρυσή Αυγή ήταν μια εγκληματική οργάνωση και καταδικάστηκε ως τέτοια από την Ελληνική Δικαιοσύνη.
Ο δικαστικός αγώνας ήταν μακρύς και ανήκει πρωτίστως στα θύματα και τις οικογένειές τους, που επωμίστηκαν ένα πραγματικά δυσανάλογο βάρος. Ένα βάρος που αναλογούσε στην οργανωμένη πολιτεία.
Ακόμη κι έτσι οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου δοκιμάστηκαν και η κάθε μία έδειξε τα αντανακλαστικά της. Προφανώς, ο αγώνας κατά του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και της ρητορικής μίσους δεν τελείωσε εκεί.
Σήμερα, αν και υπάρχουν τάσεις και δυνάμεις προς τα εμπρός, ταυτόχρονα υπάρχουν τάσεις και δυνάμεις προς τα πίσω.
Στην Κύπρο είδαμε πολύ πρόσφατα να εκλέγεται το Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο (ΕΛΑΜ), που θεωρείται η Χρυσή Αυγή της Κύπρου, ως 4ο κόμμα και να μπαίνει στην κυπριακή Βουλή, διπλασιάζοντας σχεδόν το ποσοστό του.
Σε Ευρωπαϊκό επίπεδο παρατηρούμε με ενδιαφέρον την «αυτορρύθμιση» που επιδιώκει το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, την «έξοδο» των Βουλευτών του ουγγρικού Fidesz από τους κόλπους του αλλά και τις διεργασίες και τις συζητήσεις για ακροδεξιά συσπείρωση μεταξύ των Ευρω-Ομάδων “Ταυτότητας και Δημοκρατίας” (ID) και των “Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών” (ECR). Είδαμε την πρόσφατη νομοθεσία της Ουγγαρίας κατά της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και την κοινή δήλωση καταδίκης των Κρατών-μελών και της Ελλάδας εν τέλει.
Εν τω μεταξύ η ρητορική μίσους κατά των μεταναστών, των ΛΟΑΤΚΙ ακόμη και κατά της πολυπολιτισμικότητας καλά κρατεί.
Στο ελληνικό κοινοβούλιο μετά την εκλογική ήττα της Χρυσής Αυγής δεν ζούμε τις ακραίες εκείνες καταστάσεις, ωστόσο, υπάρχουν κρούσματα μισαλλόδοξης ρητορικής, έμφυλων επιθέσεων και αναπαραγωγής στερεοτύπων.
Ακόμη κι από Βουλευτές με μισαλλόδοξο ή ακόμη και σεξιστικό λόγο κατά Βουλευτών. Από την πλευρά μας έχουμε καταγγείλει τις συμπεριφορές αυτές τόσο δημόσια όσο και θεσμικά.
Η μηδενική ανοχή και τα αυξημένα αντανακλαστικά των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου απέναντι σε τέτοια φαινόμενα είναι τα κύρια μέσα αντεπίθεσης.
Φυσικά, τα όποια τέτοια μέσα «αντεπίθεσης» λειτουργούν εξ ορισμού συμπληρωματικά προς μια στρατηγική κύριων, θετικών μέτρων.
Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης είναι ιδιαίτερα φιλόδοξο και περιλαμβάνει μια σειρά από θετικά μέτρα που ευελπιστούμε να είναι και αποτελεσματικά.
Τα προηγούμενα χρόνια επί ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε πρόοδος και θέλω επιγραμματικά να αναφερθώ στη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας,
– στην ενίσχυση της αντιρατσιστικής νομοθεσίας με την ψήφιση του νέου Συμφώνου Συμβίωσης,
– στην πρόβλεψη χορήγησης άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε θύματα και μάρτυρες εγκλημάτων ρατσιστικής βίας,
– στην ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης μέσω υπολογιστών,
– στον νόμο για την ίση μεταχείριση, την κύρωση της Σύμβασης ΟΗΕ για τα Δικαιώματα Ατόμων με αναπηρίες,
– στη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου κ.α.
Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στην Κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των Γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, ενός φαινομένου με μεγάλες και συχνά κρυφές διαστάσεις που εντάθηκε στις συνθήκες γενικευμένου lockdown κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και βέβαι η ελληνική κοινή γνώμη είναι ακόμη συγκλονισμένη από την γυναικοκτονία στα Γλυκά Νερά.
Η ενδοοικογενειακή βία είναι έγκλημα που προβλέπεται να διώκεται αυτεπάγγελτα ..όταν διώκεται. Γιατί είναι αλήθεια πως στο σημαντικότερο στάδιο, αυτό της καταγγελίας υπάρχει σημαντικό έλλειμμα στις διωκτικές αρχές, είτε λόγω ελλιπούς κατάρτισης είτε σε ορισμένες περιπτώσεις και λόγω νοοτροπίας.
Για να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο, τo 2019 στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη θεσμοθετήσαμε τα τμήματα ενδοοικογενειακής βίας στην Ελληνική Αστυνομία. Για πρώτη φορά δημιουργήθηκε έτσι ένα συνεκτικό δίκτυο για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας σε όλη την Ελλάδα, πάνω στο οποίο «κουμπώνουν» οι συναρμόδιοι φορείς. Τα τμήματα ενδοοικογενειακής βίας στην Ελληνική Αστυνομία πρέπει να ενισχυθούν κι από τη σημερινή Κυβέρνηση και να στελεχωθούν με εξειδικευμένο προσωπικό.
Ακόμη για την αντιμετώπιση του ρατσιστικού εγκλήματος υπήρξαν μια σειρά πρωτοβουλίες με την τροποποίηση του άρθρου 81 Α και πλέον 82 Α του Ποινικού Κώδικα.
Προωθήθηκε η υλοποίηση ευρωπαϊκού προγράμματος σε συνεργασία με τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) για την αντιμετώπιση του ρατσιστικού εγκλήματος και υπεγράφη Συμφωνία Συνεργασίας για την συντονισμένη αντιμετώπιση του ρατσιστικού εγκλήματος.
Το πρόγραμμα περιλάμβανε ειδικότερες δράσεις όπως εκπαίδευση δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, συνέργειες μεταξύ διωκτικών αρχών κ.α.
Και βέβαια η δημιουργία ενιαίου, κρατικού μηχανισμού καταγραφής περιστατικών ρατσισμού μεταξύ της Ελληνικής Αστυνομίας και του Υπουργείου Δικαιοσύνης ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός.
Ωστόσο, οι προκλήσεις για το μέλλον είναι πολλές.
Τόσο εντός όσο και εκτός του Κοινοβουλίου. Η πανδημία έχει δοκιμάσει εκτός των άλλων και την κοινωνική συνοχή. Ο βαθμός πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη και στον εμβολιασμό κατά της covid-19 των πιο ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων είναι αδιάψευστος δείκτης.
Ταυτόχρονα, διαχρονικά αιτήματα, όπως η ένταξη στην εκπαίδευση και στον παραγωγικό ιστό των προσφύγων, των οικονομικά ασθενέστερων, των Ρομά και άλλων κοινωνικών ομάδων δεν φαίνεται να είναι προτεραιότητα.
Όσο πιο αφαιρετική γίνεται η προσέγγισή μας, τόσο πιο στοχευμένη στην πράξη οφείλει να παραμένει.
Πώς θα προασπίσουμε την κοινωνία και το Δημόσιο Λόγο από τη ρητορική μίσους και τη μισαλλοδοξία;
Ή για να αποδώσουμε θετικό πρόσημο: Πώς θα προάγουμε μια πιο συμπεριληπτική, πιο ανεκτική κοινωνία, με αναχώματα και μηχανισμούς αναστολής ρατσιστικών φαινομένων;
Υπάρχει σήμερα υπαρκτή πολιτική κατά των διακρίσεων; Σε επίπεδο οικογένειας, σχολείου, δημοσίων υπηρεσιών, ιδιωτικού τομέα, οργάνωσης του κράτους;
Για να υλοποιηθεί μια εθνική στρατηγική, όπως αυτή που συζητάμε σήμερα, χρειάζεται πρωτίστως πολιτική βούληση.
Η θέσπιση για παράδειγμα του Προσωρινού Αριθμού Ασφάλισης και Υγειονομικής Περίθαλψης σχεδόν ένα χρόνο μετά την αδικαιολόγητη κατάργηση της χορήγησης ΑΜΚΑ σε πρόσφυγες ή ο αποκλεισμός των προσφύγων από την εκπαίδευση (αφού δεν προσλήφθηκε το αναγκαίο προσωπικό για τις Δομές Υποστήριξης Εκπαιδευτικού Έργου και δεν είχε λυθεί το θέμα της μεταφοράς των μαθητών στις Τάξεις Υποδοχής) είναι πρωτίστως ζητήματα πολιτικής βούλησης.
Όσον αφορά στο Κοινοβούλιο χρέος όλων των πολιτικών δυνάμεων είναι η ανάταση του Δημοσίου Λόγου.
Χωρίς να αποκλείεται ο Αντίλογος αλλά και ώστε ο εκφερόμενος κοινοβουλευτικός λόγος να μην προωθεί, άμεσα ή έμμεσα, να μην υποθάλπει και να μην αναπαράγει τις έμφυλες διακρίσεις, το ρατσισμό, τη ξενοφοβία κ.ο.κ.
Όπως η μάχη για την ελευθερία του λόγου είναι διαρκής έτσι και η μάχη κατά των διακρίσεων και της φασίζουσας ρητορικής είναι διαρκής και αναγκαία.
Είναι ευθύνη όλων μας να δίνουμε αυτή τη μάχη καθημερινά. Η καταδίκη του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας, της ρητορικής μίσους και του φασισμού είναι κοινή, ευρωπαϊκή μας παρακαταθήκη και πρέπει να τη διαφυλάξουμε.
Με αυτές τις σκέψεις θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την προσοχή σας και να ευχηθώ την επιτυχία της σημερινής ημερίδας.