Σε πολλούς δεν άρεσε η συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας και για την ουσία της και για τις συνέπειες που προβλέπουν πως θα έχει. Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εμφανίστηκαν προβληματισμένες, περιορίστηκαν σε άχρωμες προσεγγίσεις, κάποιες εξέφρασαν τη δυσφορία τους μέσω διαρροών σε διεθνή μέσα ενημέρωσης. Αρκετοί οι λόγοι. Δεν θέλουν να τα χαλάσουν με την Τουρκία γιατί είναι μεγάλη αγορά, έχουν μαζί της εκτεταμένες εμπορικές σχέσεις, φοβούνται τους εκβιασμούς του Ερντογάν στο προσφυγικό-μεταναστευτικό και δεν βλέπουν με καλό μάτι τις προσπάθειες του Μακρόν να προωθήσει την ιδέα του περί χάραξης αυτόνομης στρατηγικής στον στρατιωτικό τομέα γιατί θα πλήξει το ΝΑΤΟ (εγκεφαλικά νεκρό, κατά την εκτίμηση του Γάλλου πρόεδρου) και θα βάλει τη Γαλλία σε δεσπόζουσα θέση στην Ευρώπη.
Δεν άρεσε σε μερίδα του εγχώριου πολιτικού συστήματος-ίσως και δικαιολογημένα- λόγω των ποσών που θα δαπανηθούν, τα οποία θα τροφοδοτήσουν το δημόσιο χρέος και θα αιχμαλωτίσουν την οικονομία σε μια περίοδο ιδιαίτερα επιβαρυμένη από την πανδημία και με ανοιχτές τις πληγές που άφησαν τα μνημόνια. Πιστεύουν ότι υπάρχουν άλλες προτεραιότητες, περισσότερο πιεστικές (Παιδεία, Υγεία, ανεργία, χαμηλοί μισθοί) και αυτές όφειλε να υπηρετήσει η κυβέρνηση, ξεχνώντας (;) ότι πρόκειται για μια δεξιά κυβέρνηση με συγκεκριμένες ταξικές προτιμήσεις.
Αμήχανη ήταν η πρώτη αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε εγκαινιάσει την πολιτική στενότερης συμμαχίας με τη Γαλλία -το θύμισε ο Μακρόν με την αναφορά του στο 2015 και στο 2018- οπότε δεν θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να την απορρίψει χωρίς δεύτερη κουβέντα. Επειδή όμως δεν γίνεται να παρουσιαστεί σαν δεκανίκι μιας κυβέρνησης την οποία έχει χαρακτηρίσει επικίνδυνη, επισήμανε ότι η καθυστέρηση αύξησε το κόστος της αγοράς των φρεγατών και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο καταψήφισης αν δεν γίνουν δύο σημαντικές διορθώσεις στα άρθρα που αφήνουν εκτός συμφωνίας την ΑΟΖ, αλλά και ανοιχτό παράθυρο για την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων σε εμπόλεμες περιοχές της Αφρικής όπου δρουν οι Γάλλοι. Ομως για να συμβεί αυτό δεν αρκεί να το ζητήσει η Ελλάδα, πρέπει να συναινέσει και η Γαλλία. Δύσκολο. Οι υπογραφές έχουν πέσει.
Προφανώς δεν άρεσε η συμφωνία και στην Τουρκία. Αυτό φαίνεται και από τις επίσημες ανακοινώσεις των υπουργείων Εξωτερικών και Αμυνας και από την επιθετική ρητορική Τούρκων αξιωματούχων και από τις αναλύσεις των τουρκικών μέσων ενημέρωσης. Το έκανε με τον πιο εμφατικό τρόπο ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος μετά τη συνάντηση που είχε με τον Βλαδίμηρο Πούτιν. Ανακοίνωσε την περαιτέρω πρόσδεση της Τουρκίας στην αμυντική συνεργασία με τη Ρωσία. Σύμφωνα με τον Ερντογάν, που μίλησε σε δημοσιογράφους κατά την επιστροφή του με το αεροπλάνο από το Σότσι, αποφάσισαν με τον Ρώσο πρόεδρο να προχωρήσει η διαδικασία αγοράς του πυραυλικού συστήματος S-400, ενώ η συνεργασία σε αμυντικό επίπεδο θα συνεχιστεί με την κατασκευή πολεμικών αεροσκαφών, αλλά και κινητήρων για πολεμικά αεροσκάφη.
Επίσης ανακοίνωσε ότι συμφωνήθηκε η κατασκευή πολεμικών πλοίων αλλά και υποβρυχίων, ενώ θα συνεργαστούν για την κατασκευή ακόμη δύο πυρηνικών εργοστασίων, εκτός από αυτό του Ακουγιού. Δεν ξέρουμε αν έχουμε να κάνουμε με συμφωνίες ή απλώς με επιθυμίες του Ερντογάν. Είτε ισχύει το πρώτο είτε ισχύει το δεύτερο είτε κάτι ενδιάμεσο, ο Τούρκος πρόεδρος επιχειρεί να ξεφύγει από τις δυσκολίες που ο ίδιος δημιούργησε με τις μη σκεπτόμενες επιλογές του.
Κυβερνήσεις συνεργασίας και επόμενη ημέρα.
Στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί μια μεγάλη φιλολογία για την αναποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων συνεργασίας και για την ανάγκη η χώρα να διοικείται από ισχυρές και αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Οι πρώτες, σύμφωνα με τους οπαδούς αυτών των απόψεων, οδηγούν σε παραλυσία λόγω της ασταθούς ισορροπίας που επικρατεί μεταξύ των εταίρων, παράγουν εκφυλιστικές καταστάσεις, δημιουργούν συνθήκες που ευνοούν τις ανίερες συναλλαγές, ενώ οι δεύτερες είναι συμπαγείς, αντιδρούν γρήγορα, δεν διστάζουν να παίρνουν αντιδημοφιλείς αποφάσεις, δεν υπολογίζουν το πολιτικό κόστος, εφαρμόζουν χωρίς εκπτώσεις το πρόγραμμά τους και λύνουν προβλήματα.
Η περιγραφή είναι ειδυλλιακή και γι’ αυτό ψευδής. Η πράξη δεν έχει δικαιώσει τη συγκεκριμένη προσέγγιση, αν κρίνουμε από το παρελθόν των παντοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων. Για τη χρεοκοπία της χώρας και την αιχμαλωσία της στα μνημόνια, για τις παθογένειες που δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή, για τις αγκυλώσεις που ταλαιπωρούν την καθημερινότητα των πολιτών και για τα εκτεταμένα δίκτυα διαφθοράς ένοχες είναι οι πανίσχυρες, αυτοδύναμες και μονοκομματικές κυβερνήσεις.
Εξαιρέσεις στην Ελλάδα είχαμε. Οι δύο ήταν περίεργες. Εμοιαζαν και όντως ήταν εκτός πάσης πολιτικής λογικής. Οποιος έλεγε ότι μπορεί να υπάρξουν τέτοιου τύπου συμπράξεις θα χαρακτηριζόταν τουλάχιστον γραφικός: Η κυβέρνηση Τζαννετάκη (Νέα Δημοκρατία-ενιαίος Συνασπισμός) που ήταν μονοθεματική και βραχύβια (αντιμετώπιση του σκανδάλου Κοσκωτά) και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξάρτητοι Ελληνες που ήταν αναγκαστική (αντιμνημονιακή) και άντεξε περίπου τέσσερα χρόνια. Υπήρξε και η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου (εκπροσωπούσαν τα κόμματα που μέχρι τότε εμφανίζονταν ως ορκισμένοι εχθροί), η οποία παρουσιάστηκε ως κυβέρνηση εθνικής ενότητας αν και δεν ήταν.
Το θέμα των κυβερνήσεων συνεργασίας επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή την ερώτηση που δέχτηκε ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέρριψε την περίπτωση να συνεργαστεί με άλλο κόμμα μετά τις πρώτες εκλογές, συμπληρώνοντας ότι ο στόχος του είναι η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας που πιστεύει ότι θα προκύψει μετά τις δεύτερες εκλογές οι οποίες θα διεξαχθούν με ενισχυμένη αναλογική. Η αντίρρηση ήρθε από κει που πολλοί δεν την περίμεναν.
Το ζητούμενο όμως δεν είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας που προκύπτουν εξ ανάγκης λόγω της συγκυρίας. Το ζητούμενο είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας στη βάση προγραμματικής συμφωνίας. Δηλαδή η συνύπαρξη κομμάτων που μπορούν να συνεννοηθούν γιατί στα κεντρικά θέματα έχουν παραπλήσιες θέσεις και δεν θα ακυρώσουν τον εαυτό τους συμμετέχοντας σε συνεργατικά σχήματα. Είναι αυτό εφικτό στην παρούσα φάση;