in ,

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ – Αντώνης Φωστιέρης: Διακειμενικές συνομιλίες [του Κοσμά Κοψάρη]

editor_image

Κριτικός κινηματογράφου


Tο συγκεκριμένο άρθρο εστιάζει στις διακειμενικές συνομιλίες μεταξύ δύο ιδιαίτερα ξεχωριστών ποιητών της νεότερης ελληνικής ποίησης, που έρχονται κοντά μέσα από τους στίχους τους στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80. Πρόκειται για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και για τον Αντώνη Φωστιέρη. Οι δύο ποιητές φαίνεται ότι συγγενεύουν στενά εκφραστικά και θεματικά στις ποιητικές τους συλλογές: Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας (Αγγελάκη-Ρουκ 1978) και ο Διάβολος τραγούδησε σωστά (Φωστιέρης 1981).[1]

Η συγκεκριμένη συλλογή της Αγγελάκη-Ρουκ αποτελεί ένα αριστοτεχνικό δείγμα ποιητικής γραφής που για πρώτη φορά στην έως τότε πορεία της καταγίνεται τόσο έντονα με ζητήματα υπαρξιακής αποδόμησης όσο και βυθοσκόπησης. Η πτώση της ύπαρξης εξετάζεται κυριολεκτικά εκ των έσω. Στη συγκεκριμένη συλλογή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί μια ενότητα ποιημάτων που λέγονται: «Αγγελικά ποιήματα», τα οποία εκ των υστέρων μάς παραπέμπουν στη σχετική συλλογή του Φωστιέρη η οποία θα δημοσιευτεί τρία χρόνια αργότερα. Οι αντιστοιχίες γραφής μεταξύ των δύο ποιητών είναι εντυπωσιακές:

Ι
Ο άγγελος είναι έναστρος από μέσα
κι απ’ έξω σκοτεινός για να βυθίζεται
στο μαύρο και να μη φαίνεται.
Όταν φοβεροί αέρηδες
θαλάσσιοι με τρίζουν
το μαύρο πηχτό άυλο του αγγέλου
γίνεται έρεβος
μέσα μου. [….]

ΙΙ
Οι άγγελοι είναι οι πόρνες τ’ ουρανού
με τα φτερά χαϊδεύουν τις πιο αλλόκοτες ψυχολογίες
ξέρουν τα μυστικά της εγωπάθειας
όταν αποκαλούν το φύλλο δέντρο
και το δέντρο δάσος. [….]

Interlude
Έντιμοι, έντιμοι οι άγγελοι
γιατί κι όταν ακόμη
σε στραβώνουν με το άστρο
ψιθυρίζουν: «Δεν υπάρχω». [….]

ΙΧ
Ο άγγελος Κάποτε πρωτόπλαστος
με την ηθική του γλώσσα λυμένη
στα νερά.
Ο άγγελος Κάποτε παραμεθόριος
σε κτήματα απέραντα
με την ωραία στύση του
το άδειο να φρουρεί. [….]

X
Αν στερεωθεί το ον στη φύση
και πάψει να στριφογυρίζει
αν συλλάβει τις αλλαγές σε ακινησία
ο άγγελος θα σηκώσει το κάδρο ψηλά
κι η εικόνα θα χυθεί σαν χαλί
και θα μας συνεπάρει.
(Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, 1978)

Μιλάει ο Διάβολος
«Ο άγγελος δεν ξέρει τίποτ’ απ’ την
ομορφιά του αγγέλου.
Εγώ, μονάχα εγώ,
Που πρόδωσα τη φύση μου
—Την πρώτα αγγελική—
Τώρα μπορώ σωστά να τη λατρέψω
Να εφαρμόσω ολόκληρος απάνω της
Ρουφώντας με φιλιά τη μεταμέλεια
Να ονειρευτώ, να ερωτευτώ το απαρνημένο».

Μιλάει ο άγγελος
«Ο διάβολος δεν ξέρει τίποτ’ απ’ τη
σκοτεινή ομορφιά του.
Εγώ, μονάχα εγώ,
Που σφράγισα τ’ αυτιά στην επανάσταση
—Τη μέσα μου φωνή—
Τώρα μπορώ σωστά να την ακούσω
Να δω μ’ αγάπη εκείνον που αδικήθηκε
Ξερνώντας τη φωτιά της αγανάκτησης
Να εξαγνιστώ, ν’ απαλλαγώ απ’ το κερδισμένο».
(Αντώνης Φωστιέρης, 1981)

 Το αξιοσημείωτο και στις δύο περιπτώσεις ποιητών είναι ότι ο άγγελος ως βιβλική μορφή απεκδύεται από τον στυλιζαρισμένο ρόλο του. Απενοχοποιείται με τον τρόπο αυτό από όσα είναι επιταγμένος να πράξει. Άρα, ποιητικά μεταρσιώνεται σε μια ελεύθερη μορφή που μετεωρίζεται ανάμεσα στο σκοτεινό και στο φωτεινό, στο παντού και στο πουθενά, στο πεπερασμένο της ύπαρξης και στην ανυπαρξία. Τα συγκεκριμένα αντιθετικά σχήματα συνιστούν πυλώνες της περαιτέρω ποιητικής διαμόρφωσης του Φωστιέρη που φαίνεται ότι δέχεται γόνιμη επίδραση από την ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ.

Η συνομιλία αυτή δεν είναι τόσο μονοσήμαντη. Αν εξετάσουμε περισσότερο διεισδυτικά, τότε θα διαπιστώσουμε ότι στην ίδια συλλογή η Αγγελάκη-Ρουκ αφιερώνει τρία ποιήματα στον Αντώνη Φωστιέρη, και μάλιστα το ένα είναι το ομότιτλο της συλλογής ποίημα: «Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας». Αυτό μάς οδηγεί στη διαπίστωση ότι η ποιήτρια είχε κατά νου όχι τόσο τον πρώιμο Φωστιέρη των προγενέστερων συλλογών: Το μεγάλο ταξίδι (1971) και Εσωτερικοί χώροι ή τα είκοσι (1973), αλλά, κυρίως, τον Φωστιέρη της συλλογής: Σκοτεινός Έρωτας, που είχε δημοσιευτεί έναν μόλις χρόνο πριν από τη δική της συλλογή (1977), με την οποία ο Φωστιέρης εγκαινιάζει στο χώρο της νεότερης υπαρξιακής ποίησης τον έρωτα για το ίδιο το σκοτάδι.

Με βάση τη συγκεκριμένη θεώρηση, το ποίημα: «Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας» της Αγγελάκη-Ρουκ φαίνεται ότι συνδιαλέγεται ως περιεχόμενο και ως έκφραση με το ποίημα: «Ο θρίαμβος του θανάτου» του Φωστιέρη από τη συγκεκριμένη συλλογή του 1977. Από την άλλη, το ίδιο ποίημα της Αγγελάκη-Ρουκ παραπέμπει στο ποίημα του Φωστιέρη: «Ο Διάβολος τραγούδησε σωστά» (1981), όπου καθετί φωτεινό χάνεται στο μαύρο του απείρου. Εμφανείς οι αναλογίες ανάμεσα στα δύο ποιήματα, με παρόμοιες φράσεις –όχι τυχαία– τις: «σκιές φωτός» και «στριγγλιές φωτός»:

Θραύσματα ζωής//αντικαθιστούν τα χρώματα//στις μικρές απεικονίσεις//του ονείρου//αμυχές//τις σκιές φωτός// στο προσωρινό δέρμα. //Τυφλή στο τόσο μαύρο//ζήταγα θεό//και μου ’διναν μονάχα//δάχτυλο για να τριφτώ (Αγγελάκη-Ρουκ)

Τραγούδησες σωστά, με σιωπή//Βουίξανε οι σάλπιγγες της μήτρας//Κι απάντησε στην ίδια γλώσσα ο θάνατος//Άηχη φωνή//Πηχτό ακατάσχετο το μαύρο απ’ την αρχή//Μέσα του λιώνει//Με στριγγλιές φωτός// Η σφαίρα. (Φωστιέρης)

Αν, τέλος, η μορφή του αγγέλου ή του Διαβόλου στους δύο ποιητές σηματοδοτεί ένα βαθύ οντολογικό πεδίο, σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί το εξής: η φιλολογική κριτική έχει εστιάσει στις μπωντλαιρικές καταβολές του Διαβόλου στον Φωστιέρη. Η Αγγελάκη-Ρουκ, ωστόσο, ήδη από το 1971 αναφέρεται σε σχετικό ποίημά της στο Σατανά («ο Σατανάς κι ο Μεγαλέξαντρος»), όπως και το 1974 στο ποίημα: «Η μάνα μου κι ο Σατανάς». Το 1971 ο Φωστιέρης εκδίδει την πρώτη του συλλογή. Έως το 1981 που εξέδωσε τη σχετική συλλογή του για τον Διάβολο φαίνεται ότι παρακολουθούσε στενά την ποιητική διαδρομή της Αγγελάκη-Ρουκ και ενδεχομένως εμπνεόταν σταθερά από κείνη, όταν έγραψε για τον δικό του ποιητικό Σατανά. Το βέβαιο είναι ότι και οι δύο ποιητές τότε βρίσκονταν σε ένα γόνιμο ποιητικό διάλογο ως προς το σκοτεινό ως τη βαθύτερη όψη του φωτεινού και το αγγελικό ως την εναλλακτική πλευρά του διαβολικού. Και οι δύο θέλγονταν από τον έρωτα για το σκοτάδι, τον έρωτα για την ίδια την ύπαρξη.

1.Για τα ποιήματα που εξετάζονται στο συγκεκριμένο άρθρο, χρησιμοποιήθηκαν οι συλλογές: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Ποίηση, 1963-2011, εκδ. Καστανιώτη, 52020 και Αντώνης Φωστιέρης, Ποίηση, 1970-2005, Συγκεντρωτική έκδοση, εκδ. Καστανιώτη 2008.