Οταν το καλοκαίρι του 2016, έπειτα από πρόταση της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νέος εκλογικός νόμος που καταργούσε το μπόνους των 50 εδρών, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είχε μιλήσει για ιστορική νίκη των προοδευτικών δυνάμεων.
Υπερασπίστηκε την εφαρμογή της απλής αναλογικής ως πάγιο αίτημα όχι μόνο της Αριστεράς αλλά του συνόλου του προοδευτικού κόσμου, κατηγορώντας την τότε αξιωματική αντιπολίτευση ότι φοβάται τη λαϊκή κρίση.
Από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης σχολιάζοντας συνολικά το σύστημα της απλής αναλογικής επισήμανε ότι η εφαρμογή της καθιστά αδύνατη την ύπαρξη σταθερής κυβέρνησης και επιφέρει πολιτική αστάθεια και αναταραχή, δεσμεύθηκε δε, όπως και έκανε, να την αλλάξει όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.
Το νομοσχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ δεν συγκέντρωσε τα 2/3 της Βουλής, πέρασε με απλή πλειοψηφία, δεν ίσχυσε στις εκλογές του 2019, θα είναι όμως το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα οδηγηθούμε στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Εκλογές που, όπως όλα δείχνουν, δεν θα οδηγήσουν σε σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης και, όπως ήδη προανήγγειλε ο Πρωθυπουργός, θα οδηγηθούμε σε νέες κάλπες, αυτή τη φορά με το νέο σύστημα που ψήφισε η κυβέρνηση της ΝΔ τον Ιανουάριο του 2020 και το οποίο προβλέπει την κατάργηση της απλής αναλογικής και κλιμακωτό μπόνους 50 εδρών.
Ούτε αυτό το νομοσχέδιο κατάφερε να συγκεντρώσει ενισχυμένη πλειοψηφία ώστε να ισχύσει άμεσα. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στην προοπτική διεξαγωγής δύο συνεχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων με δύο διαφορετικά εκλογικά συστήματα που θα παραγάγουν εντελώς διαφορετικές συνθέσεις στο κοινοβούλιο.
Στην περίπτωση της απλής αναλογικής σε μια σειρά υποθετικών σεναρίων και κάνοντας τη βασική παραδοχή ότι το ποσοστό της μη αντιπροσωπευόμενης ψήφου (ποσοστό κομμάτων εκτός Βουλής) παραμένει στα επίπεδα των εκλογών του 2019, δηλαδή 8%, προοπτική αυτοδυναμίας υπάρχει εφόσον το πρώτο κόμμα συγκεντρώσει 46% τουλάχιστον.
Χρησιμοποιώντας ως βάση ανάλυσης τα αποτελέσματα της τελευταίας δημοσκόπησης της GPO (Δεκέμβριος 2021), το σενάριο της προοδευτικής διακυβέρνησης με την απλή αναλογική που προωθεί ο Αλέξης Τσίπρας καθίσταται εφικτό μόνο με τη συμμετοχή τεσσάρων κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25), ενώ είναι πλέον ξεκάθαρος ο ρυθμιστικός ρόλος του ΚΙΝΑΛ που τοποθετείται στο κέντρο των εξελίξεων σε μια πολύ δύσκολη εξίσωση με εκατέρωθεν πιέσεις.
Το νέο όριο
Με τον νέο εκλογικό νόμο της ΝΔ και έχοντας πάντα ως βάση τα τελευταία δημοσκοπικά δεδομένα, για να φτάσει το 1ο κόμμα τις 151 έδρες θα πρέπει να συγκεντρώσει τουλάχιστον 38,4% του συνόλου των έγκυρων ψήφων. Το πρώτο κόμμα όταν ξεπεράσει το 25% λαμβάνει 20 επιπλέον έδρες. Για κάθε μισή ποσοστιαία μονάδα προστίθεται μία έδρα μέχρι το πολύ άλλες 30.
Η ΝΔ εισάγοντας τον νέο εκλογικό νόμο και διατηρώντας κάποια στοιχεία αναλογικότητας με τη χρήση του κλιμακωτού μπόνους δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να βρεθεί με μια οριακή πλειοψηφία 151 βουλευτών που, όπως έχει δείξει η πολιτική μας ιστορία, είναι εύθραυστη και επιβάλλει στην οποιαδήποτε κυβερνητική πλειοψηφία μια συνεχόμενη άσκηση ισορροπίας. Για να βρεθεί λοιπόν με μια σχετικά ασφαλή πλειοψηφία 153 βουλευτών θα χρειαστεί ένα ποσοστό άνω του 39%. Θα χρειαστεί δηλαδή να επαναλάβει την εκλογική επίδοση του Ιουλίου του 2019.