Ο Κωνσταντίνος Τσούτσης, αρχιτέκτονας και υποψήφιος με τη «Συσπείρωση Αριστερών Αρχιτεκτόνων» στην Ήπειρο (στις εκλογές του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ), γράφει, ενόψει των εκλογών.
Με σκοπό να διατάξει κάνεις σήμερα σκέψεις στο χαρτί πάνω στην αρχιτεκτονική πρακτική και τον σύλλογο των αρχιτεκτόνων/ισσων αρχικά πρέπει να βρει τον αναγκαίο χρόνο. Και ο χρόνος είναι και αυτός μία κάποια πολυτέλεια. Ειδικά όταν πρόκειται για έναν/μια αρχιτέκτονα/ισσα που ζει από την εργασία του.
Όσοι δεν το ξέρουν το υποπτεύονται πως η σχέση χρόνου εργασίας – αμοιβής έχει μία θέση κομβική στην καθημερινότητα πολλών εξ ημών. Καλούμαστε να επιτελέσουμε σύνθετη εργασία μέσα σε ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα. Εργασία πού σημαντικό τμήμα της πολλές φορές δεν θα βρει την ανάλογη – ή καθόλου- ανταμοιβή.
Ο ελάχιστος χρόνος για τις λειτουργίες της αναπαραγωγής, της ανάπαυσης, της διασκέδασης την ίδια στιγμή βαίνει συρρικνωμένος. Τα παραπάνω συγκροτούν μία συνθήκη εργασίας περιορισμένων δικαιωμάτων και περιορισμένης ελευθερίας.
Ας ανοίξουμε όμως το πλάνο, αναλογιζόμενοι την κοινωνική συνθήκη των πολλών τελευταίων ημερών – και των πολλών κυβερνήσεων- με τη φτώχεια παρούσα δίπλα μας, μέσα σε μια δίνη νέων περιφράξεων των κοινών, εντεινόμενης υφαρπαγής δημοσίου χώρου, περαιτέρω επέκτασης του πεδίου του εμπορεύματος, λεηλάτησης σωμάτων και θελήσεων, όπου η επιβίωση φαντάζει προτεραιότητα και η αρχιτεκτονική πρακτική δυσκολεύεται να βρει τη θέση της. Σε αυτή τη συνθήκη πρέπει να επιστρέψουμε στην αρχή.
Στο καθημερινό εκεί όπου ξεκινά να υπάρχει η αρχιτεκτονική.
Εκεί που αναδύονται τα αδιέξοδα και μαζί ανώτερες ποιότητες απλών ανθρώπων. Και να κάνουμε ένα δεύτερο βήμα. Η αρχιτεκτονική ξεκινά και υπάρχει μέσα στο καθημερινό, όμως προσβλέπει στην συλλογική αλλαγή του εξωτερικού περιβάλλοντος, δηλαδή συνομιλεί με τις ανάγκες των πολλών για ζωή και σχεδιάζει/συλλαμβάνει ένα ορισμένο μέλλον. Και η ικανότητα να φανταστούμε έναν εναλλακτικό μέλλον, μας είναι απολύτως αναγκαία τώρα, ανεξάρτητα από το αν είμαστε αρχιτέκτονες/ισσες.
Η έννοια του συλλογικού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πρακτική μας ως αρχιτέκτονες/ισσες, διαρκώς παρούσα μέσα στις σχέσεις συνεργασίας, μεταξύ αρχιτεκτόνων/ισσων, μεταξύ των συναδέλφων/ισσων μηχανικών, μεταξύ μηχανικών και τεχνιτών- εργαζομένων στην κατασκευή. Όμως τις πιο πολλές φορές αυτό το συλλογικό –διαμεσολαβημένο από το εμπόρευμα- είναι ασταθές, συμπιεσμένο από την πτώση της αγοραστικής δύναμης (απουσία ελάχιστων αμοιβών, κα) και διαιρεμένο από οικονομικές προτεραιότητες που άφησαν ανεξίτηλα χνάρια στη σημερινή εικόνα των πόλεων (αρχιτεκτονικές μελέτες, κα).
Αυτό το συλλογικό όμως σε σειρά στιγμών δείχνει την ανθεκτικότητα του, σε πείσμα της νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης της ιδιώτευσης: της ιδιωτικής μετακίνησης, της χωρικής ιδιοποίησης, του ιδιότροπου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και το πετυχαίνει όταν βγαίνει από το συντεχνιακό, μοιράζεται γνώση(ειδικοί και μη) και συνδέεται με τις διεκδικήσεις της κοινωνίας.
Εξάλλου ο αρχιτέκτονας -ακόμα και- ενός μεμονωμένου οικήματος/ κτίσματος δεν μπορεί να μείνει παγερά αδιάφορος αναφορικά με όσα τον περιβάλλουν, τις νέες σχέσεις που θα γεννήσει η δημιουργία του, το δημόσιο χώρο σε όλες τις εκδοχές του. Και εδώ έχει μία σημασία, πώς συλλογικά παρεμβαίνουμε φροντιστικά, σε μια εποχή κινδύνου. Σήμερα η κρατική στρατηγική είναι η άρση της προστασίας στη μεγάλη κλίμακα, κώδικά θα λέγαμε “το Δάσος και η Θάλασσα στους επενδυτές”, μέσα από σειρά νόμων (ενδ. 4864/2021) και στη μικρή κλίμακα η συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών, μη διενέργεια ελέγχων / σύμπτυξη της διαδικασίας έγκρισης αδειών (χωρίς την προσδοκώμενη μείωση του χρόνου έκδοσης, μιας και το προσωπικό των υπηρεσιών παραμένει μειωμένο και γερασμένο).
Σήμερα από άκρη ως άκρη της χώρας υλοποιούνται εκατοντάδες έργα διαμόρφωσης δημόσιου χώρου αμφίβολης ποιότητας χωρίς αντίστοιχους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Σήμερα ενώ το μέγεθος των οικοδομών αυξάνει (συντελεστής δόμησης) οι αστεακοί χώροι υψηλού πρασίνου παραμένουν άμεσο αιτούμενο – γεγονός που αναδείχθηκε αναμφίβολα στην πανδημία- και οι αιγιαλοί αποτελούν πεδία μάχης με ιδιωτικά συμφέροντα.
Σε αυτές τις απαιτητικές συνθήκες για τους ανθρώπους μας- για τους/τις εργαζόμενες, για τους/τις αυτοαπασχολούμενους- για τις πόλεις μας και την κοινωνία ο σύλλογος μας δυστυχώς δεν υπάρχει. Μάλιστα εμείς οι σχετικά νέοι και νέες στο επάγγελμα – δεν έχουμε εικόνες του Συλλόγου να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας, εναύσματα ενεργοποίησης, ενδείξεις λειτουργίας.
Και την ίδια στιγμή έχουμε τον σύλλογο άμεση ανάγκη, όχι μόνο ως συντεχνιακή ασπίδα προστασίας απέναντι σε ηγεμονισμούς, αλλά περισσότερο ως πεδίο διαμοιρασμού γνώσης μεταξύ ημών και της κοινωνίας, γέφυρα μεταξύ εγχώριου και διεθνούς αρχιτεκτονικού διαλόγου. Χρειαζόμαστε τον ΣΑΔΑΣ- ΠΕΑ κομμάτι των αγώνων για τα κοινά αγαθά (με προεξάρχουσα την βιώσιμη κατοικία), τους δημόσιους χώρους (επιμελημένους και συμμετοχικά σχεδιασμένους), την αξιοπρεπή εργασία (δίκαιες απολαβές, ελεύθερος χρόνος, δικαιώματα).
Εμείς οι νεότεροι και νεότερες συνάδελφοι/ισσες θα πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη, πατώντας σε καλές πρακτικές/ πρωτοβουλίες (Αρχείου Αρχιτεκτονισσών, Μαθημάτων Αλληλέγγυου Σχεδίου, κ.α. ) για τη ριζική επανεκκίνηση του ΣΑΔΑΣ- ΠΕΑ.
Παραφράζοντας τον Άρη Κωνσταντινίδη, ο Σύλλογος θα υπάρξει και θα ζήσει όχι επειδή τον έχτισαν κάποιοι χθες αλλά επειδή τον κατοικούμε εμείς σήμερα. Οι εκλογές της Κυριακής 27 Νοεμβρίου είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία να δούμε τον σύλλογο ως το νέο κοινό μας σπίτι, ανοιχτό και διεκδικητικό.
(φωτό: Paul Klee, The Balloon, 1926)