in

Ο Χρόνος είναι Χρήμα και Κρίμα [της Λιάνας Κανέλλη]

Βουλεύτρια ΚΚΕ
Δημοσιογράφος – Νομικός


Άμα ανάμεσα στη βιολογική ακμή και στη βιολογική φθορά εγκαθίσταται η φρίκη, τότε και ο πιο ψύχραιμος οιωνοσκόπος των καιρών ξέρει τι του επιφυλάσσουν τα σφαγεία στον βωμό της κοινωνίας του. Η κτηνώδης, ναζιστικής πρακτικής ταγμάτων εφόδου εκτέλεση του νεαρού φιλάθλου στη Θεσσαλονίκη έρχεται να προχωρήσει ειδησεογραφικώς παράλληλα με την αποτρόπαιη δολοφονία δεκάδων ανήμπορων γέρων στην Αγία Σκέπη – τρομάρα μας – στα Χανιά. Είναι απ’ αυτές τις μέρες που ο αποτροπιασμός δεν χωράει στον νου, δεν αντέχεται, και οι λεπτομέρειες καρφιτσώνουν αμέτρητα, αναπάντητα ερωτηματικά στο μυαλό των ανθρώπων.

Ανεβοκατεβαίνοντας τη φρίκη και τον παραλογισμό σ’ αυτόν τον τυχαίο άξονα από τον νότο στον βορρά της χώρας, ο καθένας και η καθεμιά ακούσια διαλέγει κάπου να σταθεί και ν’ αφήσει την ίδια του τη φύση να οργιστεί, να εκμανεί, και έστω και προσωρινά να απελπιστεί μπροστά σ’ εκείνα τα διεστραμμένα και ανέλεγκτα ανθρώπινα πάθη, που ασχημαίνουν ακόμα και τον άσχημο θάνατο, εξευτελίζουν τον άνθρωπο, και δεν αφήνουν μήτε γραμμάριο ανακούφισης από την κάθαρση και την εφαρμοσμένη δικαιοσύνη. Έλεγα τις προάλλες λοιπόν πως αυτή η κοινωνία δεν τρέφει μήτε αγάπη μήτε σεβασμό για τα νιάτα και το σφρίγος και το ίδιο της το μέλλον. Και ήταν αυτός ο σεβασμός, ως λέξη, που φάνηκε σε κάποιους ερεθιστικά παράδοξος για τα νιάτα, σαν ακονιστήρι της σκέψης για μια πιο ενθαρρυντική θεώρηση ενός καλύτερου κόσμου. Άλλωστε πώς μπορεί να ισχύει εκείνο το λαϊκό και απολύτως ρεαλιστικό «τα στερνά τιμούν τα πρώτα» του Χαρίλαου, αν δεν πιάσεις τον σεβασμό και την αξία της ζωής απ’ τα στενά της γειτονιάς του Χαριλάου έως τα θεοσκότεινα μπουντρούμια των γηρατειών στο γηροκομείο του παμπάλαιου Χάνδακα.

Κι εδώ είναι που η φρίκη, πέραν κάθε ηθικολογίας και με την ικανότητα αντίστασης μαθηματικά συρρικνωμένη από τη βιολογική φθορά, μηδενίζει ακόμα και την πιο άρρωστη φαντασία. Γιατί, σύντροφοι, μπορώ να φανταστώ πώς χάνονται στον πόλεμο, κάθε λογής, δυστυχώς οι νέοι. Αλλά όπως δεν μπόρεσα ποτέ να φανταστώ φούρνους που ψήνουν ανθρώπους και ύστερα παράγουν σαπούνι απ’ τη σάρκα τους και πλένονται μ’ αυτό, έτσι δεν μπορώ να φανταστώ και τους αδύναμους γέρους να πεθαίνουν απ’ την πείνα, δεμένοι σε κρεβάτια ξυλοκοπημένοι, ή και ναρκωμένοι, με επίγνωση ή μη, έρμαια στα χέρια νοσηλευτών, γιατρών και σκατόψυχων εκμεταλλευτών που πλούτιζαν με την μπίζνα φροντίδας ηλικιωμένων υπό ιδιωτικήν αγία σκέπη.

Αυτή η καθόλου αυτονόητη, κι όμως σκόπιμα αφώτιστη διαφορά ανάμεσα στη δύναμη των νιάτων και την αδυναμία των γηρατειών, είναι που εκτροχιάζει και το θυμικό και το λογικό τρενάκι του νου. Και ταυτόχρονα αποκαλύπτει τη φύση του συστήματος που ταυτίζει την εξουσία με το κέρδος. Σκέφτομαι λοιπόν πως ο εικοσάρης μπορεί και να σηκώσει και να μη σηκώσει το δρεπάνι, και να το αντιμετωπίσει και να το αποφύγει, έστω και με μοιραίο αποτέλεσμα στον λάθος τόπο τη λάθος στιγμή. Ο ογδοντάρης, με άνοια ή με διαύγεια, φύσει αδύναμος και με μηδενικά περιθώρια επιλογής, απολύτως εξαρτημένος από άλλους, δικούς του ή ξένους, βρίσκεται εξ ορισμού αδύναμος να αποφασίσει την ίδια του την τύχη. Μια κοινωνία και ένα σύστημα που δεν μπορεί να τιμήσει τους γέρους της κάθε λεπτό από κείνο το βραχύ ταξίδι, απ’ τη φθορά έως την εξαφάνιση, δεν μπορεί να προστατέψει τα νιάτα της στο δικό τους μακρύτερο ταξίδι της ζωής, από τον κίνδυνο να γίνονται υποχείρια της εκούσιας βίας, όπως οι γέροι της ακούσιας. Κι έτσι ο χρόνος εκτός από χρήμα γίνεται και κρίμα…