in ,

Οφέλη από την κατασκευή σήραγγας μεταξύ των οικισμών Μελισσουργών και Θεοδώριανων, του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων | του Κων/νου Μπανιά


Η μελέτη αφορά σε ένα καινοτόμο συγκοινωνιακό έργο που περιορίζει την απομόνωση περιοχών του Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων, αυξάνει σημαντικά την αναπτυξιακή δυναμική της περιοχής των Τζουμέρκων αλλά και της Ηπείρου γενικότερα, με την ανάπτυξη μιας νέας σύνδεσης της Περιφέρειας Ηπείρου με αυτή της Θεσσαλίας, με την παράλληλη επίτευξη της μέγιστης περιβαλλοντικής προστασίας μιας περιοχής ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να αντιληφθούμε τη σημασία και τις διαστάσεις του Έργου.

Προσβασιμότητα και Ορεινές Περιοχές

Ο ρόλος της προσβασιμότητας στην περιφερειακή ανάπτυξη είναι καθοριστικός. Έχει αποδειχθεί ότι περιοχές με υψηλά επίπεδα προσβασιμότητας σε αγορές και παραγωγικές μονάδες είναι σαφώς πιο ανταγωνιστικές από τις απομονωμένες. Οι υποδομές μεταφορών προσφέρουν καλύτερες συνθήκες ανάπτυξης στις τοπικές επιχειρήσεις όσον αφορά στην παραγωγικότητα και αποδοτικότητά τους, ενώ παράλληλα βελτιώνεται το περιβάλλον για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Πολλαπλάσια ευεργετική επίδραση έχουν, επίσης, στην ποιότητα ζωής των κατοίκων τους.

Η αποτελεσματική σύνδεση, μέσω των βασικών οδικών αξόνων, με όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές (κέντρα οικισμών), ανεξάρτητα του πληθυσμού τους, αποτελεί ισχυρή αναπτυξιακή παράμετρο.

Οδικό δίκτυο και προσβασιμότητα στα Τζουμέρκα

Το έργο της σήραγγας αναπτύσσεται εξ ολοκλήρου στον Δήμο Κεντρικών Τζουμέρκων, η επίδρασή του, όμως, σαφώς διαχέεται σε ολόκληρη την περιοχή των Τζουμέρκων και στην Ήπειρο γενικότερα.

Ο Δήμος Κεντρικών Τζουμέρκων είναι σε δυσμενή θέση σχετικά με τις μεταβολές στον πληθυσμό, καθώς η μείωση του πληθυσμού στον Δήμο είναι περισσότερη από 30%, ενώ για την ηλικιακή ομάδα των 0-9 η μείωση ξεπερνά το 60%.

Έχει αποδειχθεί ότι ο βασικός τρόπος αντιμετώπισης της απομόνωσης στις επαρχιακές περιοχές είναι η ενίσχυση των υποδομών σε τοπικό επίπεδο. Η ενίσχυση μπορεί (και πρέπει) να είναι και σε επίπεδο μεταφορών και σε επίπεδο υποδομών υγείας, εκπαίδευσης και παραγωγικής ενίσχυσης.

Το οδικό δίκτυο της περιοχής επηρεάζεται από την έντονη μορφολογία του εδάφους με μεγάλο αριθμό φυσικών εμποδίων (ποτάμια, ορεινοί όγκοι). Επιπλέον, ειδικότερα κατά τους χειμερινούς μήνες, παρουσιάζεται δυσκολία στην μετακίνηση λόγω των υψηλών τιμών κατακρημνισμάτων, παγετού ή/και χιονιού, τα οποία σε συνδυασμό με τα συγκεκριμένα γεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής δημιουργούν συχνά καταπτώσεις στο κατάστρωμα της οδού. Όλα αυτά συνθέτουν ένα οδικό δίκτυο στο οποίο η ευχερής κίνηση είναι περιορισμένη και απαιτεί μεγάλο χρόνο μετακίνησης.

Η οδική σύνδεση των οικισμών Μελισσουργών – Θεοδωριάνων, άρα και η επικοινωνία των Κεντρικών με τα Δυτικά Τζουμέρκα, ακολουθεί μια κυκλική διαδρομή. Η συγκεκριμένη διαδρομή αντιμετωπίζει τα εγγενή προβλήματα του οδικού δικτύου της περιοχής με αποτέλεσμα η, ήδη μεγάλη σε μήκος διαδρομή των 75km περίπου, να απαιτεί χρόνο μετακίνησης της τάξης των 2,5 ωρών.

Είναι φανερό ότι κεντρικό πρόβλημα της περιοχής είναι η αδυναμία αποτελεσματικής σύνδεσης Κεντρικών – Βορείων Τζουμέρκων στο βόρειο-ανατολικό σημείο επαφής τους. Η ανάγκη σύνδεσης έχει συνειδητοποιηθεί από τη δεκαετία του ‘80, όταν διανοίχθηκε, με τα μέσα και την αντίληψη της εποχής, ένα χωμάτινος δρόμος που περνά από τον αυχένα «Αυτί». Ο δρόμος αυτός, όμως, ποτέ δεν αποτέλεσε πραγματική και συνεχή σύνδεση των Κεντρικών και Βορείων Τζουμέρκων.

Η αδυναμία αυτής της σύνδεσης και της δημιουργίας του λεγόμενου «δακτυλίου των Τζουμέρκων», έχει συμβάλλει στην ανισόμετρη ανάπτυξη των δύο Δήμων. Κυρίως, όμως, δεν επιτρέπει την ανάδειξη όλων εκείνων των αναπτυξιακών δυνατοτήτων που απορρέουν από την εγγενή χωροταξική ενότητα μιας περιοχής εξαιρετικού φυσικού κάλλους, με κοινή ιστορία και πολιτισμό αιώνων. Στόχος του παρόντος ερευνητικού έργου είναι η άρση της θεμελιώδους αυτής αδυναμίας.

Ορεινός Τουρισμός και Τζουμέρκα

Ο ορεινός τουρισμός αποτελεί μια σημαντική αναπτυξιακή παράμετρο, η οποία με την προϋπόθεση του σεβασμού του περιβάλλοντος (γι’ αυτό συχνά προστίθεται ο όρος ήπιος) μπορεί να συμβάλλει στην ανάταξη των ορεινών περιοχών.

Τα Τζουμέρκα, ειδικότερα την τελευταία δεκαετία, έχουν κατακτήσει τη θέση τους στο σύγχρονο ορειβατικό τουρισμό.

Από τα παραπάνω είναι προφανή δύο συμπεράσματα: α. τα περιθώρια ενίσχυσης του ορεινού τουρισμού στα Τζουμέρκα είναι σημαντικά και β. η προσβασιμότητα της περιοχής είναι καθοριστική συνθήκη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν ουσιαστικά βήματα για τη βελτίωσή της. Όμως, δεδομένων των περιορισμών σε αυτό, η επέκταση του εύκολα επισκέψιμου χώρου, όταν κάποιος φθάσει στα Τζουμέρκα, και κατά συνέπεια η επέκταση του χρόνου διαμονής στην περιοχή είναι, επίσης, πρωτεύουσας σημασίας.

Έργα Ορεινών Σηράγγων στον Κόσμο

Η ανάπτυξη σηράγγων σε ορεινές περιοχές δημιουργεί ένα νέο επίπεδο εξυπηρέτησης των χρηστών και επιτρέπει τη γρήγορη μετάβαση και σύνδεση μεταξύ των οικισμών ή ιδιαίτερων σημείων ενδιαφέροντος. Χρειάζεται να γίνει η διάκριση των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την ανάπτυξη σηράγγων σε δύο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη αφορά στα πλεονεκτήματα που πηγάζουν από την λειτουργική βελτίωση των χαρακτηριστικών της οδού, ενώ η δεύτερη αφορά στα πλεονεκτήματα που σχετίζονται με την περιβαλλοντική προστασία των ευαίσθητων οικοσυστημάτων των ορεινών περιοχών.

Λειτουργικά πλεονεκτήματα:

⬛ Μείωση απόστασης μετακίνησης: Το έργο της σήραγγας περνά «μέσα» από τον ορεινό όγκο, επιτυγχάνοντας πολύ μικρότερο μήκος όδευσης.

⬛ Μείωση χρόνου μετακίνησης.

⬛ Αυξημένη ασφάλεια μετακίνησης: Η χρήση υπογείων χαράξεων σε ορεινές περιοχές προσφέρει βελτιωμένες συνθήκες ασφάλειας για τους χρήστες.

⬛ Περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα:
• Μειωμένες οχλήσεις και περιβαλλοντικές επιπτώσεις (κατασκευαστική περίοδος) : Η ανάπτυξη υπόγειων σηράγγων έχει την ελάχιστη δυνατή όχληση στο περιβάλλον των ορεινών περιοχών. Απαιτεί ελάχιστες επιφανειακές εκσκαφές και αποψίλωση του δάσους (μόνο στις θέσεις εισόδου), έχει ελάχιστες απαιτήσεις σε χώρους απόθεσης υλικών και γενικά έχει ελάχιστη αλληλεπίδραση με το οικοσύστημα της περιοχής. Αντίθετα, η επιφανειακή χάραξη απαιτεί την εκσκαφή και αποψίλωση ενός διαδρόμου σημαντικού πλάτους και όλες οι εργασίες γίνονται επιφανειακά με τη χρήση βαρέως εξοπλισμού, με σημαντικές επιπτώσεις στο οικοσύστημα της περιοχής.
• Μειωμένες οχλήσεις και περιβαλλοντικές επιπτώσεις (λειτουργική περίοδος): Η κίνηση των οχημάτων εντός της σήραγγας δημιουργούν ελάχιστες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Δεν υπάρχει αλλοίωση του τοπίου (εκτός από τις θέσεις εισόδου), δεν δημιουργείται ηχητική ρύπανση ή φωτορύπανση (κατά τη διάρκεια των νυκτερινών ωρών), δεν υφίσταται καμία αλλοίωση των ρεμάτων και των οδών επιφανειακής απορροής.
• Μη διακοπή της ενότητας του οικοσυστήματος: Η ανάπτυξη μιας επιφανειακής χάραξης έχει ως αποτέλεσμα την διαίρεση της περιοχής και του ευαίσθητου οικοσυστήματος των ορεινών περιοχών, εκατέρωθεν της χάραξης. Αυτός ο κερματισμός είναι κρίσιμος και κατά τη φάση της κατασκευής με σημαντικές οχλήσεις, όμως, κατά βάση, καθιερώνεται και γίνεται «μόνιμος», κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της υποδομής (κίνηση πανίδας, ροές υδάτων, κ.λπ.).

Τα πλεονεκτήματα αυτά έγιναν γρήγορα ορατά στις αναπτυγμένες χώρες (και ειδικότερα στην περιοχή των Άλπεων) ήδη από τον 18ο αι. ενώ στον 19ο αι. τα έργα σηράγγων σε ορεινές περιοχές εντάχθηκαν στη συνήθη κατασκευαστική πρακτική της οδοποιίας.

Συμπεράσματα

1. Η σήραγγα Μελισσουργών-Θεοδωριάνων είναι οδικό έργο στρατηγικής σημασίας για τα Τζουμέρκα και την Ήπειρο γενικότερα. Ολοκληρώνει τον «δακτύλιο των Τζουμέρκων» και αποκαθιστά την ιστορική, πολιτισμική και παραγωγική ενότητα των Τζουμέρκων, αντιστρέφοντας σημάδια ανισόμετρης ανάπτυξης. Διευρύνει τη βάση ανάπτυξης και των δύο Δήμων, με ενίσχυση της αμοιβαίας κινητικότητας, προς όφελος των Τζουμέρκων συνολικά. Βελτιώνει την ποιότητα ζωής των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Αναβαθμίζει τη σημασία των ιστορικών οικισμών των Θεοδωριάνων και Μελισσουργών, των πλέον απομονωμένων οικισμών σήμερα, μιας που αυτοί και οι όμοροί τους οικισμοί (Πράμαντα, Αθαμάνιο, κλπ.) θα βρεθούν από το άκρο της μισής περιοχής των Τζουμέρκων στο μέσον ολόκληρης. Συνολικά το έργο μειώνει άμεσα την απομόνωση σε 48 οικισμούς της περιοχής των Τζουμέρκων και του Δήμου Πύλης, στη Θεσσαλία, δηλαδή σε μια από τις πλέον απομονωμένες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας.

2. Η σήραγγα Μελισσουργών- Θεοδωριάνων ως συγκοινωνιακό έργο παρουσιάζει υψηλή αποτελεσματικότητα. Στην ουσία πρόκειται για μια «σήραγγα βάσης» που διασχίζει τον ορεινό όγκο της Τούρλας στο χαμηλότερο σημείο του, αντικαθιστώντας διαδρομή πολλαπλάσιων χιλιομέτρων. Η αποτελεσματικότητα της σήραγγας (όχι η σημασία της) είναι ανάλογη της παράκαμψης του περάσματος της Κατάρας μέσω της σήραγγας Μετσόβου ή της παράκαμψης του ορεινού όγκου Παλαιοβούνα στην περιοχή Αντιρρίου μέσω της σήραγγας της Κλόκοβας. Το έργο βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια με τους αναπτυξιακούς στόχους σε επίπεδο χώρας (Εθνικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού Και Αειφόρου Ανάπτυξης, Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Μεταφορών Ελλάδας). Το έργο μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για την επέκταση της σηραγγοποιίας στην Ελλάδα για την ενίσχυση των ορεινών περιοχών, κατά τα πρότυπα των αναπτυγμένων χωρών.

3. Η σήραγγα Μελισσουργών – Θεοδωριάνων ως τεχνικό έργο είναι ιδιαίτερων απαιτήσεων. Όταν κατασκευαστεί θα είναι η υψηλότερη σήραγγα της Ελλάδας, ενώ θα ανήκει στις λίγες σήραγγες στην Ελλάδα που έχουν υπερκείμενα της τάξης των 500 m. Η θέση της χάραξης και οι γεωτεχνικές συνθήκες είναι απαιτητικές. Οι ιδιαιτερότητες και δυσκολίες, όμως, αυτές βρίσκονται εντός του διαμετρήματος των δυνατοτήτων του τεχνικού κόσμου της χώρας, με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών.

Από περιβαλλοντικής πλευράς, μια σήραγγα παρουσιάζει εγγενή πλεονεκτήματα, όσον αφορά την αλληλεπίδραση με το οικοσύστημα της περιοχής και την προστασία του περιβάλλοντος. Όσον αφορά στη φάση κατασκευής, οι επιπτώσεις της κατασκευής της σήραγγας είναι προσωρινού χαρακτήρα, έχουν μικρή ή μέτρια ένταση και είναι κατά βάση πλήρως αντιστρεπτές. Οι εργασίες γίνονται στο μέγιστο βαθμό υπόγεια και δεν θα υπάρχει σημαντική παρέμβαση στο εξωτερικό περιβάλλον, πλην των σημείων των στομίων της σήραγγας. Η εφαρμογή των όρων που προτείνονται στην προκαταρκτική Εκτίμηση των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων μειώνει έτι περαιτέρω τις επιπτώσεις αυτές.

Τα βασικά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα της σήραγγας, έναντι της χωμάτινης οδού σχετίζονται με την διάσχιση της δεύτερης, σε μεγάλο μήκος, εντός προστατευμένης περιοχής, Καταφυγίου Άγριας Ζωής.

Τέλος, η ευρύτερη βελτίωση του οδικού δικτύου της περιοχής συμβάλλει στην αντιπυρική προστασία του οικοσυστήματος. Γενικότερα, η αντίληψη της εγκατάλειψης ενός οικοσυστήματος ως μέσο προστασίας δεν είναι μια σωστή επιστημονικά άποψη. Ιδιαίτερα στην εποχή της κλιματικής αλλαγής το ενδεχόμενο δασικής πυρκαγιάς σε περιοχές χωρίς ιστορικό προηγούμενο είναι ισχυρό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, στις οποίες τα δασικά οικοσυστήματα δεν έχουν ισχυρούς μηχανισμούς αναγέννησης, η άμεση αντίδραση και ενεργητική προστασία τους με τα κατάλληλα μέσα είναι καθοριστικής σημασίας. Παρά την καχυποψία που συχνά αντιμετωπίζεται η οδοποιία εξαιτίας των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η συμβολή της στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος από πυρκαγιές είναι ιδιαίτερα σημαντική.

Η Ελλάδα έχει ένα εκτεταμένο δίκτυο ασφαλτοστρωμένων δρόμων που εξυπηρετεί περιοχές Natura. Οι δρόμοι αυτοί καλύπτουν τις ανάγκες προσβασιμότητας της περιοχής και βελτιώνουν την αντιπυρική προστασία. Κάποιοι από αυτούς βρίσκονται και σε υψηλά υψόμετρα, με χαρακτηριστικό στην περιοχή τον δρόμο Ματσούκι – Μπάρος – όρια Νομού Τρικάλων – Καλαρίτες που αγγίζει σε υψόμετρο τα +1.900 m, αλλά άλλα 550 km ασφαλτοστρωμένων δρόμων βρίσκονται πάνω από τα +1.250 m.