Η νεοφιλελεύθερη δεξιά -ΝΔ- και η ακροδεξιά εκπροσωπούν εκλογικά περίπου το 60% της ελληνικής κοινωνίας, εκφράζοντας ένα κράμα μεσοαστικής και μεγαλοαστικής πλέμπας, χριστιανικού σκοταδισμού και μικροαστικής δυσωδίας. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα διαταξικό ακροατήριο που αποκρυσταλλώνεται στο πεδίο, με την μορφή της ταξικής ηγεμονίας της μεγαλοαστικής τάξης και των λούμπεν συνοδοιπόρων της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαϋλώθηκε, ακριβώς γιατί προσχώρησε ολοσχερώς στην ΤΙΝΑ παρά τις εξαγγελίες του 2015, νομιμοποίησε πολιτικά τον ακροδεξιό λόγο δίνοντας του κυβερνητικό ρόλο (ΑΝΕΛ), ενώ παράλληλα υιοθέτησε το εθνικό λογύδριο περί τάξης και ασφάλειας υποκύπτοντας παράλληλα, όντας κυβέρνηση στις επιδιώξεις του ορθόδοξου σκοταδιστικού ιερατείου μη καταφέρνοντας να επιφέρει ούτε καν ελάχιστα ρήγματα στην επικράτεια του εποικοδομήματος. Ωστόσο, διαμέσου της πολιτικής αυτοκτονίας του παρέχει θετική υπηρεσία στον κόσμο της εργασίας, καθώς καταδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας, πως η σοσιαλδημοκρατία κυοφορεί λόγω ανοησίας και φυσικά λόγω ιδιοτέλειας, με τον πιο χυδαίο τρόπο τον φασισμό, τον σκοταδισμό και την υποταγή στον αστικό κανόνα.
Το ΚΚΕ εμπέδωσε πλέον και εκλογικά την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική του ηγεμονία -στο χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς- η οποία εξάλλου είχε ήδη διαφανεί το προηγούμενο διάστημα τόσο στο εργατικό όσο και στο νεολαιίστικο και φοιτητικό κίνημα. Ουσιαστικά το ΚΚΕ μεθοδικά και αποτελεσματικά έχει σχεδόν απαλλαγεί από την όποια πίεση είχε από τα αριστερά του (εξωκοινοβουλευτική αριστερά), επιτυγχάνοντας παράλληλα εν μέρει, τον “επαναπατρισμό” μιας κρίσιμης μάζας αριστερού κόσμου που το 2015 είχε προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, η πρόκληση που τώρα αναδύεται, είναι διττή: Αφενός η συγκρότηση μιας ευρείας κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας στο πεδίο του μετώπου και του κινήματος και αφετέρου η σφυρηλάτηση σε περιεχόμενο και μορφή μιας επιθετικής/συγκρουσιακής εκτός του κοινοβουλευτικού κανόνα, εργατικής αντιπολίτευσης, τόσο ενάντια στην ΝΔ όσο και ενάντια στον ακροδεξιό και φασιστικό εσμό πριν αποκτήσει εκ νέου κοινωνικά και ιδεολογικά ερείσματα. Σε κάθε περίπτωση ο πολιτικός χρόνος είναι εξαιρετικά περιορισμένος και ο πήχης εξαιρετικά υψηλά.
Για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ολοκληρώθηκε εχθές ο μεγάλος ιστορικός κύκλος του 1989 και ο συσσωματωμένος σε αυτόν, ομόκεντρος κύκλος του 2012-2015. Το ΚΚΕ δεν είναι πλέον το κόμμα του Φλωράκη, αλλά παρά τους δισταγμούς του, κοινωνικούς και πολιτικούς και παρά το περιορισμένο επίπεδο ιδεολογικών επεξεργασιών, έχει πλέον αλλάξει πεδίο και έχει μετασχηματιστεί στον μόνο ορατό πόλο αντικαπιταλιστικού κοινωνικοπολιτικού λόγου. Ακριβώς για αυτό η σκιαμαχία με το φάντασμα του 89 πρέπει πλέον να ολοκληρωθεί. Σε αυτή ακριβώς την ιστορική στιγμή ωστόσο είναι πιο αναγκαίο από ποτέ, να υπάρξει πολιτικά και οργανωτικά, ιδεολογικά και θεωρητικά, και κυρίως κοινωνικά, ένα αντικαπιταλιστικό κοινωνικοπολιτικό μέτωπο που θα συνδεθεί με την νέα εργατική τάξη και την νεολαία ανοίγοντας την σύγκρουση με την δεξιά και την ακροδεξιά σε τέσσερα βασικά μέτωπα: Στέγη, Υγεία, Παιδεία, Δημοκρατία. Φυσικά χωρίς επαναστατική θεωρία όλα τα προαναφερθέντα θα είναι απλά συνδικαλισμός και αλυσιτελής οικονομισμός. Ακριβώς για αυτό, οι θεωρητικές επεξεργασίες του ΝΑΡ για τον Ολοκληρωτικό Καπιταλισμό, για το Νέο εργατικό κίνημα, για την Νέα εργατική βάρδια, για την φύση του επαναστατικού υποκειμένου, για τον χαρακτήρα των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού πρέπει, επιβάλλεται πλέον, να βγουν από το συρτάρι και να τεθούν σε διαβούλευση με την κοινωνία. Πρέπει η θεωρία να κατέβει στους δρόμους και οι δρόμοι να παράξουν θεωρία. Ο μόνος λόγος ύπαρξης εξάλλου μιας κομμουνιστικής αριστεράς στα αριστερά του ΚΚΕ είναι η δυνατότητά της, να παράγει επαναστατικό Λόγο και και επαναστατική δράση επιταχύνοντας την κοινωνικη και πολιτική σύγκρουση, διαρρηγνύοντας τα κανονιστικά όρια του κοινοβουλευτικού κανόνα, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα την πολιτική, θεωρητική και ιδεολογική συγκρότηση της εργατικής τάξης δίνοντας παράλληλα μάχη για το ψωμί, για την ζωή, για την δημοκρατία. Σε κάθε περίπτωση το μονοπάτι είναι δύσβατο και στενό. Ακριβώς για αυτό, η ιστορία και το εργατικό κίνημα δεν αντέχουν άλλη μια τεχνητή οργανωτική συγκόλληση, έρμαιο των εκάστοτε κοινοβουλευτικών ονειρώξεων.