Οι Γερμανοί από τον Αύγουστο του ΄44 είχαν πάρει την απόφαση να φύγουν από την περιοχή της Άρτας, είχαν λάβει τα πολύ κακά μαντάτα από όλες τις μονάδες ανά την Ευρώπη και κυρίως από την Σοβιετική Ένωση. Η πόλη της Άρτας ήταν σχεδόν Γερμανοκρατούμενη και όλα ήταν παγωμένα, παρά τις αρκετές δυνάμεις που είχε ο Ζέρβας και ο ΕΛΑΣ στην περιοχή. Ένα από τα τελευταία επεισόδια έγινε στο δρόμο Άρτας – Αμφιλοχίας, στο ύψωμα Γεροκώτση, όπου Γερμανική φάλαγγα δέχθηκε πυρά από τον ΕΛΑΣ και υπήρξαν 10 σκοτωμοί Γερμανών. Σε αντίποινα οι Γερμανοί τις επόμενες ημέρες σκότωσαν, κρέμασαν 10 Αρτινούς από τoν άμαχο πληθυσμό.
Οι δυνάμεις του Ζέρβα περίμεναν να φύγουν οι κατοχικές δυνάμεις και να μπούνε στις πόλεις, αν και οι Εαμικές δυνάμεις ήταν κοντά, στην Άρτα, πολύ κοντά, απέναντι από τις γραμμές των Γερμανών στην έξοδο της πόλης, στο λόφο της Περάνθης. Όμως οι Γερμανοί μάλλον είχαν αποφασίσει που θα αφήσουν την Άρτα, στις δυνάμεις του Ζέρβα. Στις 19 Σεπτέμβρη του ΄44 στην είσοδο της πόλης η διοίκηση του 3/40 Συνντ. του ΕΛΑΣ έπεσε στην παγίδα των Γερμανών και έστειλαν 5 αντάρτες με επικεφαλής τον Ηλία Λουτράρη (Μπαρμπαλιά) αντ/ρχη να «κουβεντιάσουν», Οι Γερμανοί αμέσως τους τουφέκισαν και σκοτώθηκαν επιτόπου ο Μπαρμπαλιας, ο Παπαμήτσος τραυματίστηκε βαριά, τρεις πιάστηκαν αιχμάλωτοι και παραδόθηκαν στους ζερβικούς, ήταν ο Σερβετάς, ο Χριστοδούλου και ο Γιάννος.
Στις 26 Σεπτέμβρη του ΄44 είχε υπογραφή η συμφωνία της Καζέρτας, όπου είχε αποφασιστεί οι τρεις πόλεις της Ηπείρου να έχει τον έλεγχο ο ΕΔΕΣ. Έγιναν και δύο συναντήσεις στην Άρτα μεταξύ των επικεφαλής του ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ, στην δεύτερη δε οι αντάρτες του ΕΛΑΣ παρουσίασαν όπλα στον ταξίαρχο του ΕΔΕΣ. Στην Πρέβεζα οι γερμανοί έφυγαν την 13 και 14 Σεπτέμβρη και την πόλη την είχε ο ΕΛΑΣ, είχε συλλάβει πάνω από 100 συνεργάτες των Γερμανών και χωροφύλακες, τους άφησαν ελεύθερους, αυτοί τρέξανε αμέσως στους ζερβικούς και έγινε η επίθεση στις 18 και 19 Σεπτέμβρη του ΄44. Οι χωροφύλακες τους ξέρανε όλους τους Πρεβεζιάνους, συλλάβανε περίπου 100, τους πήγαν στο «Παργινόσκαλα» τους εκτέλεσαν όλους. Μεταξύ αυτών ο Γυμνασιάρχης Κοντός Χρήστος. Το κακό μαθεύτηκα παντού, ο επικεφαλής του ΕΔΕΣ Γαλάνης αργότερα τιμήθηκε στα Γιάννενα με δεξίωση.
Πέρα από τα διάφορα γεγονότα σε πολλά σημεία της Ηπείρου, όπου είχαν ακολουθήσει τα Δεκεμβριανά της Αθήνας, στην Άρτα στο τέλος του Δεκέμβρη έγινε η μεγάλη μάχη της πόλης. και του Αί Λιά. Ο ΕΛΑΣ είχε πάρει την απόφαση να κάνει γενική επίθεση στις πόλεις της Ηπείρου, έτσι και στην Άρτα. Είχε έδρα στο Ζυγό και οι δυνάμεις στα Πλατανάκια. Πιο πέρα προς τοη περιοχή Κομποτίου ήταν οι άλλες δυνάμεις, όπως το 2/39 σύνταγμα. Το βράδυ 20 προς 21 Δεκεμβρίου του ΄44 μετακινήθηκαν οι δυνάμεις και το επόμενο πρωί και κατέλαβαν τον Αϊ Λιά, άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα κάτω, Αγία Φανερωμένη, Οβρηομνήματα. Οι Εδεσίτες είχαν πάρει τα μέτρα τους και είχαν τέσσερα πυροβόλα στην Γραμμενίτσα και Ρόκα. Τα πυροβόλα έριχναν συνεχώς κατά του Αϊ Λιά και μέσα στη μέρα, άλλαξε 7 φορές ο νικητής. Στην αρχή της πόλης γίνονταν και εκεί σκληρές μάχες, την πρώτη μέρα ο ΕΛΑΣ είχε μεγάλες απώλειες, κυρίως από τα πυροβόλα, αλλά το βράδυ ήλθαν και πυροβόλα των 105 χιλ., όπως και δυνάμεις πεζικού. Το πρωί της 22 Δεκέμβρη άρχισε η μεγάλη επίθεση του ΕΛΑΣ με κατεύθυνση τον Αϊ Λιά πάλι, αλλά την ζημιά στον ΕΔΕΣ την έκαναν τα πυροβόλα, ώσπου που έπαυσαν.
Η μάχη είχε κριθεί, οι «δεσίτες» έχασαν και ο ΕΛΑΣ μπήκε στην πόλη, ο ΕΔΕΣ έδωσε την τελευταία τουφεκιά και το έβαλε στα πόδια προς Φιλιππιάδα. Οι λίγοι κάτοικοι της πόλης το χάρηκαν πολύ, κτύπησαν και οι καμπάνες. Από το πρωί της 24 Δεκέμβρη με επιστρατευμένους νέους άρχισε το μακάβριο θέμα της ταφής των σκοτωμένων. Ανοίχτηκαν 19 ομαδικοί τάφοι, οι περισσότεροι θάφθηκαν εκεί, όχι μόνο οι Ελασίτες αλλά και Εδεσίτες. Πολλοί τους μάζεψαν οι οικογένειες τους. Πολλοί οι σκοτωμένοι 100 και 100 περίπου μας κάνουν 200 από τις δύο πλευρές, τα πυροβόλα τους διέλυσαν όλους. Σ’ ελάχιστους επέτρεψαν να πάνε να ψάξουν να βρούνε τα σκοτωμένα παιδιά τους, ένας όμως το κατόρθωσε ο μπάρμπα Χρήστος Τσιμπλής πήγε και βρήκε το παιδί του τον Σπύρο και το «χαιρέτησε». Ένας άλλος πατέρας μετά από μία μέρα, είχε όλη την μέρα που έφερνε γύρα όλη τη βαλαώρα και φώναζε το όνομα του δικού του παιδιού «Κώστα, Κώστα», αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση.
Πολλοί από τους λίγους κατοίκους της βαλαώρας κρύφτηκαν κάτω από τις «μπιστούρες» για να προφυλαχτούν από τον βομβαρδισμό. Ένας πολύ ζωηρός νέος, ανέβηκε στην σκαμιά επί της Οδηγήτριας να βλέπει καλύτερα την μάχη, κονόμησε το «ξύλο» της χρονιάς από τον μπάρμπα του. Την δεύτερη μέρα άλλος νέος κατέβαινε την σημερινή Μελισσουργών τρέχοντας, το βλήμα πέρασε δίπλα στα πόδια του και έσκασε σε 10 μέτρα.
Μετά το 1957 τα παιδιά της βαλαώρας γύρο γύρο από το στρατόπεδο, πηγαίναμε στο δάσος, που τότε τα σημερινά δέντρα ήταν μικρά και παίζαμε μπάλα στις 3-4 λάκες που υπήρχαν ή στα ανοίγματα του δάσους «στήναμε» για στραγαλίνια. Εκεί τις περισσότερες φορές βρίσκαμε σφαίρες από αυτές τις μάχες και είχαμε γίνει ειδικοί να τις ανοίγουμε για να πάρουμε την πυρίτιδα. Άλλη μία φορά θελήσαμε να φτιάξουμε καινούργια λάκα για μπάλα, λίγα μέτρα από την σημερινή είσοδο του στρατοπέδου, μαζέψαμε φτυάρια, σκαλιστήρια να καθαρίσουμε τον τόπο. Πέρασε ένας μεγάλος από εκεί και μας έβαλε τις φωνές να φύγουμε από εκεί αμέσως. Λαχταρήσουμε, λακίσαμε, μετά από χρόνια μου είπε ότι ήταν ομαδικός τάφος.
Θα γράψω τρεις χωριανούς που νέα παιδιά άφησαν τα κόκκαλα τους στην μάχη του Αϊ Λιά και της Κουτσομύτας, Σπύρος Τσιμπλής, Γεώργιος Ξυθάλης (μπάρμπας) και Γιάννης Φώτης, δεν έπρεπε να γένει αυτός ο σκοτωμός.