Το επάγγελμα του αγωγιάτη το έχουν γράψει πολλοί, έχει περιγράψει, ύψωσε, τραγούδησε η δημοτική μούσα, ιστορίες ατελείωτες, γιατί ήταν ένα δύσκολο επάγγελμα και τον αγωγιάτη όλοι τον περίμεναν να τους φέρει τα πράματα, τα καλούδια, τα νέα. Ακόμα έχουν γίνει και αρκετές έρευνες. μελέτες από πανεπιστημιακούς για αυτή την δουλειά. Μετά το 1945-1950 άρχιζε να σβήνει σιγά σιγά και γύρο στο 1975 δεν υπήρχε ούτε για δείγμα αγωγιάτης στην Άρτα. Είχαν μείνει κάτι λίγοι στα χωριά μας, καθότι και τα χάνια είχαν κλείσει να γίνουν πολυκατοικίες.
Η δουλειά του ήταν να κάνει μεταφορές όλων των ειδών φορτία από μικρές αποστάσεις μέχρι και μέρες ολόκληρες, έχουν γραφεί ακόμα και μεταφορές από χώρες σε χώρες σε συνδυασμό με το εμπόριο. Στην πόλη μας οι λίγοι ή πολλοί αγωγιάτες μετά το 1945, είχαν να κάνουν μερικές και όχι πολλές δουλειές, όπως να πάνε για ξύλα για τους φούρνους, εστιατόρια ή παραγγελίες για τα σπίτια. Δεύτερη καλή δουλειά ήταν το χειμώνα με τα πορτοκάλια, τα μετέφεραν μέχρι τα σημεία συσκευασίας μέσα σε κόφες. Επίσης είχε μεροκάματο μέσα στην πόλη η μεταφορά οικοδομικών υλικών και κυρίως άμμο, αμμοχάλικο, λίγα τούβλα ή ασβέστη για τα σπίτια που γίνονταν κυρίως στην βαλαώρα, γιατί πολλές φορές δεν έφτανε ούτε το κάρο. Ήταν κι εκείνοι που έκαναν τακτικές μεταφορές στα ορεινά χωριά, παρά είχε κάνει την εμφάνιση του το καρναβαλάκι ή πολύ μικρά ανατρεπόμενα. Πάντοτε υπήρχαν κι οι λίγοι που πήγαιναν τα καλοκαίρια στη μεταφορά ξύλων για κάρβουνα.
Ο αγωγιάτης έπρεπε να διαθέτει κι ορισμένα σωματικά προσόντα, να είναι δυνατός σε χέρια, πόδια, μέση, ήταν αναγκασμένοι να σηκώνουν μέχρι 60 οκάδες μερικές φορές και να την φέρουν στο ύψος του κεφαλιού και να στερεώσουν καλά στο σαμάρι. Στο περπάτημα δεν τους έφτανε κανείς, στις κατηφόρες αν ήταν χωρίς φορτίο ποτέ δεν έμπαιναν καβάλα. Να έχουν ζυγίσει καλά τις μεριές, μην σακατέψουν το ζώο. Να έχουν πολλές φορές εχεμύθεια για το φορτίο, να το προσέχουν, τις νύχτες στους δρόμους ή στα χάνια που περνούσαν τις νύχτες. Σε δύσκολους δρόμους ή μονοπάτια να καθοδηγούν ή να βοηθούν τα ζώα που θα τα τραβήξουν ή οδηγήσουν.
Ο κάθε αγωγιάτης είχε στην χειρότερη περίπτωση δύο άλογα, ελάχιστοι είχαν ένα, πολλοί τρία, τέσσερα να βγαίνει μεροκάματο. Το άλογο ήθελε αρκετή περιποίηση, ιδιαίτερα μετά το αγώγι, όταν γυρνούσε στο σπίτι, ξεσαμάρωμα, αλλαγή του καπιστριού με κάτι ελαφρύ, έλεγχος των ποδιών, έλεγχος στα πέταλα, αρκετές φορές λίγο καθάρισμα, ξύσιμο, σκέπασμα με το τσιόλι αν ήταν ιδρωμένο μην κρυώσει και όλοι είχαν την καλύβα για τα άλογα, καλό φαγητό, ελεγχόμενο κριθάρι ή αρκετό τριφύλλι και πάντοτε καθαρό νερό, τα άλογα μόνα τους δεν έπιναν από μπζιάκο στον κάμπο, μόνα τους φοβόταν, ερχόμενα πάντοτε στάση στο παγοποιείο του Μπανταλούκα για καθαρό νερό. Αυτοί που είχαν μεγάλο αριθμό πάντοτε, χρειαζόταν βοηθό ή η νοικοκυρά αναλάμβανε αυτή την δουλειά. Πρώτο πάντα μπροστά ένα πολύ ήμερο ζώο, τα κλωτσιάρικα τελευταία. Τα καλά άλογα ήταν πανάκριβα, είχαν ακουστεί τιμές μέχρι 12.000 δρχ, πολλά τα λεφτά. Στις αγοροπωλησίες πάντοτε πήγαιναν δύο τρεις αγωγιάτες μην πέσουν σε στημένη παγίδα κυρίως ηλικία, κλωτσιάρικο ή σακατεμένο. Το πετάλωμα ολόκληρη ιεροτελεστία, διαδικασία, πάντοτε ένας να ξέρει καλά την δουλειά, σταθερό χέρι ή στον πεταλωτή που ήταν στα χάνια. Πάντοτε επισκέπτονταν τους σαμαράδες που είχαν πολύ δουλειά για κάποια επισκευή ή για τα νέα ζώα καινούργια σαμάρια. Ολόκληρη τεχνική που χάθηκε, από τους τελευταίους στην πόλη οι αδελφοί Γκοργκόλη από Μέτοσβο και οι αδελφοί Παγώνη στην Πλατεία Κιλκίς, ο Τσανάκας και άλλοι. Πάντοτε πρόσεχαν να έχουν κάποιο στόλισμα στο καπίστρι ή στα σαμάρια. Αν αρρώστηνε καμιά φορά έτρεμε η καρδούλα του αγωγιάτη.
Μία φορά ένα λίγο γερασμένο άλογο είχε πρόβλημα, του μπάρμπα Γιώργου δεν έτρωγε, οι επαγγελματίες το έλεγξαν και διαπίστωσαν ότι έφταιγε ένα δόντι, το έβαλαν κάτω το άλογο με απλή τεχνική, του ανοίξανε το στόμα με ξύλο για ασφάλεια και ο νεότερος με προσοχή το έβγαλε το χαλασμένο, εκεί η νοικοκυρά με το οινόπνευμα, το περιποιήθηκαν, το καθάρισαν και ο Άσπρος σε δύο μέρες για μεροκάματο, μικρά παιδάκια εμείς κοιτούσαμε με ανοιχτό στόμα. Τα άλογα ήταν δεμένα με το αφεντικό, ιδιαίτερα στα γεράματα. Ο Χαράλαμπος είχε ένα γερασμένο 28 χρονών, το διώξαμε από την βαλαώρα, το δωρίσαμε σε κάποιον στο Γλυκόριζο, σε μία-δυο μέρες ξανά γύρισε στο σπίτι, δύο φορές, την τρίτη το κακομοίρικο αυτοκτόνησε στο ποτάμι, δεν βάσταξε την αλλαγή του αφεντικού. Ο μπάρμπας Γιάννης προ της κατοχή στην Άρτα από την Πράμαντα, ρωτήθηκε κάποτε «γιατί μπάρμπα Γιάννη πήγες στην βαλαώρα να μείνεις και όχι παρακάτω», «γιατί παιδιά μου εγώ ήμουν αγωγιάτης, έβγαλα 40 χρόνια με τέσσερα άλογα και δεν έπαθα ατυχήματα, στεγνός τόπος, χειμώνα – καλοκαίρι και όχι μέσα στους βάλτους και τα σκ@τ@». Ο Χρήστος το είχε πωλήσει στην Αμφιλοχία τον χειμώνα, την άνοιξη που περνούσε για το χωριό του με τα πρόβατα, τον είδε το αλογάκι εκεί στην παραλία, χαμός, έφυγε από τα χέρια που το κρατούσαν που πήγε πίσω από το Χρήστο χλιμιντρίζοντας και τον έξυνε στην πλάτη, έκαναν μισή ώρα να το ηρεμήσουν. Πολλά άλογα της βαλαώρας ήξεραν μόνα τους το δρόμο για το σπίτι, έτσι πολλές φορές με μια φωνή και ένα χτύπημα στα καπούλια τραβούσαν μόνα τους, για να πιει ένα ούζο ο αγωγιάτης.
Οι τελευταίοι αγωγιάτες της πόλης ήταν από τρία χωριά, Μελισσουργοί, Πράμαντα και Θεοδώριανα με λίγο κόπο βρήκαμε τους πολλούς.
Από Μελισσουργούς: Γκολομάζος Κολιός (για μικρό χρονικό διάστημα Πρόεδρος), Μπιτχαβάς Σπύρος, Γκολομάζος Μήτσιος, Λυκοκάπης Νίκος, Σκέντος Ανδρέας, Μίχος Γιάννης, Γκόμπλας Νίκος, Νικολάου Γιάννης, Τσοβόλας Κώστας, Γκίζας Μήτσιος, Πανάκης Γιώργος, Παπαγιάννης Γιάννης, Κάτσινος Νάσιος, Τρομπούκης Λάμπρος, Γκολομάζος Αποστόλης, Γκούντας Μιχάλης, Γκολομάζος Νάσιος, Καραδήμας Κώστας, Γεωργάρας Νίκος, Νικολάου Νίκος, Νικολάου Γιώργος, Κούτσικος Γιάννης, Κούτσικος Νίκος, Θανάσης Θόδωρος, Μπαλάσκας Γιάννης, Μπούγας Πάνος και μία γυναίκα Σιαμέτη.
Από Πράμαντα: Σιαπλαούρας Γιάννης, Σιαπλαούρας Θωμάς, Γκούβας ****, Καρακώστας Κώστας, Κουφός Βαγγέλης, Χήρας Μήτσιος, Λιανός Νάσιος, Ντεκομές *****, Καρβέλας ****.
Από Θεοδώριανα: Τσανάκας Πέτρος, Ντζιούνης Βασίλης, Μαντέλος Σταύρος, Θάνος Γιάννης, Παπαποστόλης Χρήστος, Ντζιούνης Νίκος, Στεργιούλης Γιάννης, Νασιούλας Γιάννης, Γκορόγιας Γιώργος, Κορομηλάς Γιάννης, Γιαννακός Γιάννης, Τζαλοκώστας Σπύρος, Παγώνης Αθανάσιος και Παπαντζίκος Κώστας.