in ,

Ταξίδι στον Χρόνο: H Γούρνα μας | του Δημήτρη Χρ. Μπανιά

Ο κυνηγητικός σύλλογος Άρτας
editor_image

Συνταξιούχου – Οικονομολόγου


Παλιότερα όταν λέγαμε Γούρνα στην πόλη μας εννοούσαμε από το τέλος της πλατείας του Ζέρβα μέχρι την διασταύρωση του Πέτα και άργησε πολύ να εποικηθεί σε σύγκριση με τα άλλα της πόλης μετά το 1945. Το τέλος της πόλης ήταν στους Αγίους Θεοδώρους που εκεί καλωσορίσανε οι Αρτινοί τον διάδοχο Κωνσταντίνο το 1901 και τον συνόδευαν μέχρι το κέντρο πόλεως. Εκεί δίπλα στα 50 μέτρα ήταν και το πρώτο υδραγωγείο της πόλης που κατασκευάστηκε το 1931 επί δημαρχίας Γ. Καζαντζή και είδαν νερό στα σπίτια τους οι κάτοικοι, καθότι μέχρι τότε μόνο από τα πηγάδια και τις στέρνες και ήταν να μην δόσεις σε μικρό παιδί να πιει τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβρη, όλα αρρώσταιναν. Λίγο πιο εκεί ήταν η προτομή του Κρυστάλλη του είχε τοποθετηθεί από την δεκαετία του 1930 από τον φοιτητικό Σύλλογο τότε. Για πολλά χρόνια λειτούργησε στο ίδιο σημείο το «εξοχικό» κέντρο «Κρυστάλλης» και έφταναν μέχρι εκεί οι Αρτινοί τις αργίες να πιούνε τον καφέ τους ή την λεμονάδα.

Ο δρόμος που ήταν συνέχει της Σκουφά έφερνε γύρο γύρο από άκρη της πλαγιάς για να βγει από την πόλη, τους χειμώνες λυσσομανούσε ο Άραχθος και δεν ήταν να πλησιάσεις. Μετά το 1950 άρχισε να γίνονται σπίτια και σ΄ αυτή την περιοχή και ο καθένας έφτιαχνε δυο δωμάτια να βάλει την οικογένεια μέσα και ουκ ολίγες καλύβες. Μέχρι τον Κυνηγητικό Σύλλογο το 1965 σχεδόν είχε γεμίσει σπίτια και πουθενά δρόμοι, σχέδιο τίποτα και κάτω ο δρόμος λέγονταν Κρυστάλλη κι αργότερα Περιφερειακός. Από Αγίων Θεοδώρων μέχρι Ραδοβυζίων παντού σπίτια και οι κάτοικοι από όλα τα χωριά του Νομού τα ορεινά, γιατί στα άλλα σημεία δεν υπήρχε τίποτα είχε γεμίσει από Πραμαντιώτες, Μελισουργιώτες και Θεοδωριανίτες. Η περιοχή είχε και τότε τους ιδιοκτήτες, δύο από αυτούς ήταν ο Κώστας Ηρακλής και ο Παπανικολάου και πωλούσαν μικρά μικρά κομμάτια, είχαν την τιμή τους. Όπως λέει ένα φίλος ο πατέρας του μετά το 1960 αγόρασε μόνο ένα μετά την πώληση στο χωριό του ενός «ρεβενιού», γιατί τότε ακόμα πίστευαν ότι το ρεβένι είχε μεγαλύτερη αξία γιατί τους έδινε 10 κιλά καλαμπόκι.

Υπήρχε πάντα το Μοναστήρι της Αγίας Φανερωμένης από πολύ παλιά, το 1945 σχεδόν ακατοίκητο, αλλά λειτουργούσε, Ηγούμενος μοναχός ο πάτερ Αρσένιος Φελέκης και στην Κάτω Παναγιά από Μελισσουργών που είχε έλθει μετά το κλείσιμο του μοναστηριού εκεί. Από μικρό παιδί είχε πάει εκεί και ο πάπα Μπάκιας, Ιάκωβος Γιώτης, γνωστός για την καλοσύνη του και τα φίλαθλα αισθήματα για την ΑΕΚ και την Αναγέννηση και στο γήπεδο πολλές φορές και πάντοτε περνούσε από τα γνωστά στέκια της πόλης να πει μια καλημέρα. Όταν ήρθε στο Μοναστήρι η Ελένη Καμενίδου με την εργασία της και την φροντίδα άρχισαν να γίνονται έργα, όλα έγιναν, όλα κατασκευάστηκαν. Το 1951 έγινε κι λειτουργούσε ως γηροκομείο που έλυσε πολλά προβλήματα της κοινωνίας και κάπου το 1960 οικοτροφείο για μαθητές Γυμνασίου, για φτωχά παιδιά από τα ορεινά του Νομού μας και πάντοτε καλούς μαθητές. Περίπου το 1955 ήρθε ο Χρυσόστομος Βούτσος που αργότερα έγινε μητροπολίτης Ν. Σμύρνης και αργότερα ο Ιάκωβος ο Μητροπολίτης Άργους. Λίγο παρακάτω το 1900 σε άπλωμα της οδού Φανερωμένης έγινε το μνημείο των πεσόντων του καταραμένου πολέμου του 1897. Σε όλη την περιοχή κυριαρχούσαν από φυτά, οι ασφάκες, οι αμυγδαλιές και οι φτέρες, πολλοί πήγαιναν εκεί να κόψουν φτέρες για λίγο ίσκιο τους καλοκαιρινούς μήνες.

1903 αποκαλυπτήρια πεσόντων του 1897

Μετά το εξοχικό του Κρυστάλλη απέναντι δίπλα στις σκάλες ήταν το καφενείο του Παπαδημητρίου που αργότερα είχε και ραδιοφωνικό σταθμό, όπου πήγαιναν εκεί κάτοικοι να αφιερώσουν κάποιο τραγούδι. Εκεί δίπλα οι σκάλες που έφταναν μέχρι την Αγία Φανερωμένη, αρχιμαστόροι Χρ. Τσίτσικας και Κώστας Ζορμπάς. Εκείνο όμως το μαγαζί, κέντρο, καφενείο ήταν του Μπαζούκι, «τα 5 Φ» εκεί που είναι και σήμερα, απέναντι από το ΚΤΕΛ, και απέναντι ο Σαπλαούας όλοι οι Αρτινοί τα γνώριζαν. Λίγο πιο πέρα είχε από παλιά μαγαζί, ο Γιώργος Ντούμας με τις καραμέλες και τον χαλβά, τον άσπρο. Πιο πέρα τα γαλακτοπωλεία του Τασινίκου και του Γεωργάκη. Στην γωνία, δίπλα από τον κυνηγητικό το καφενείο του Κοντογιάννη από τα παλαιότερα. Ο Ζαγκαβιέρος ήταν απέναντι κι αυτός με καφενεδάκι και δίπλα πολυβολείο από τον πόλεμο. Στην άκρη την διασταύρωση με το Πέτα αριστερά ήταν το καφενεδάκι του Μπούση κι από το όνομα του πήρε το όνομα η περιοχή. Από τον κυνηγητικό σύλλογο και πέρα είχε λεύκες αριστερά, δεξιά. Μέχρι εκεί έφτανε πολλές φορές η βόλτα των κατοίκων της Άρτας. Το στρατόπεδο είχε μέσα τανκς αποθηκευμένα, αλλά το 1957 με την φοβερή πλημύρα, που πνίγηκε όλος ο κάμπος κι αυτά μαζί, τα πήραν για τα Γιάννενα. Το 1960 παραδόθηκαν στους τυχερούς οι εργατικές κατοικίες, οι πρώτες στην Άρτα, καλά σπίτια και σύγχρονα για την εποχή τους. Το 1955 παραδόθηκε το νέο σύγχρονο αντλιοστάσιο της πόλης, επί Μονοκούκι, Παπαβασιλείου και έδωσε λίγο λίγο νερό σ΄ όλη την πόλη μας και κατασκευάστηκε και το υδραγωγείο νερού δίπλα στο πάνω στρατόπεδο.

Από την αριστερή πλευρά του δρόμου δεν υπήρχε τίποτα, τους καλοκαιρινούς μήνες μεγάλο κομμάτι το καλλιεργούσε Κοντοχρήστος και έβγαζε αρκετό καλαμπόκι. Εκεί αργότερα έγιναν τα δύο μεγάλα μαγαζιά, κέντρα διασκεδάσεως του Μαλαμή και του Μόσιαλου, εκεί πήγε η διασκέδαση της πόλης και όχι μόνο. Από εκεί πέρασαν πολύ μεγάλες φίρμες της χώρας, της διασκέδασης, του καλλιτεχνικού κόσμου. Τα παιδιά μάθαιναν μπάλα στις αλάνες του ποταμιού τους καλοκαιρινούς μήνες, τα περισσότερα ξυπόλυτα, τους χειμώνες έφταναν μέχρι την λάκα στο πάνω στρατόπεδο, στα οβρεομνήματα. Γύρο στο 1960 έγινε και το 6ο Δημοτικό και σταμάτησαν τα παιδιά από να πηγαίνουν στο ρολόϊ ή στην Σκουφά, νοικιάσανε δωμάτια σε διάφορα σπίτια κυρίως επί της Μ. Αλεξάνδρου. Σήμερα παντού καλά και σύγχρονα σπίτια αλλά οι δρόμοι όπως και στην υπόλοιπη βαλαώρα με μεγάλα προβλήματα και όλη η πρώην Κρυστάλλη όλων των ειδών τα μαγαζιά.