Στην πόλη μας και γύρο από αυτή λειτουργούσαν με τα νερά του Αράχθου 7-8 νερόμυλοι ιστορικά, άγνωστο από πότε. Οι τέσσερις ήταν εντός της πόλης και λειτουργούσαν με το αυλάκι που διέσχιζε από την Μητρόπολη, σφαγεία και κατέληγε πάλι στο ποτάμι. Στην Άρτα είχαμε και τον ανεμόμυλο άγνωστο από πότε και μέχρι πότε λειτουργούσε, ήταν στην σημερινή οδός Οδ. Ελύτη και γκρεμίστηκε το 1957-1958 και υπάρχουν δύο τρεις φωτογραφίες που φαίνεται λίγο κάτω από το στρατόπεδο, όταν δεν υπήρχαν δένδρα και σπίτια. Παντού υπήρχαν νερόμυλοι όπου υπήρχε νερό αρκετό για να τους κινήσει και να πέφτει από μικρό ύψος, λειτουργούν από αρχαιοτάτων χρόνων και ήταν δύσκολος στην κατασκευή τους, είχε δημιουργηθεί τέχνη για την κατασκευή ή την συντήρηση του. Τον είχε ανάγκη όλη η κοινωνία για να αλέθει τα γεννήματα του, κυρίως το σιτάρι και το καλαμπόκι που αυτά είναι τα κυριότερα για το καθημερινό ψωμί της οικογένειας. Οι περισσότεροι νερόμυλοι ήταν δημοτικοί ή βακουφιών, σε εκκλησίες, σε μοναστήρια και οι λιγότεροι σε ιδιώτες. Ο μύλος καθημερινά ήταν σημείο συνάντησης όλων των κοινωνικών στρωμάτων και ανδρών και γυναικών, άλλος για ένα τσουβάλι σιταριού, άλλος για ένα φόρτωμα καλαμποκιού και ήταν εποχές που έπρεπε να έχεις σειρά. Ο μυλωνάς ήταν τέχνη και ήταν λίγοι που την γνώριζαν και πως το ζητούσε ο καθένας πελάτης και πάντα έπαιρνε το ποσοστό του σε είδος, σε αλεύρι. Ένας μύλος ήταν και πανάκριβος να κατασκευαστεί, αρκετά λεφτά, καθότι ήθελε και γερό κτήριο και ειδικά διαμορφωμένο.
Στην περιοχή μας από πάνω ήταν στον Πέτα οι πρώτοι, ήταν 3 μύλοι, ο πρώτος στους Αγ. Ταξιάρχες και τον είχε δωρίσει ο Καραπάνος στην κοινότητα και έβγαινε δημοπρασία κάθε τέσσερα χρόνια και τελευταίος μυλωνάς ήταν ο Μπούσης. Ο δεύτερος ήταν κι αυτός δημοτικός και ήταν στην περιοχή Καλκανά. Ο τρίτος ήταν στον Κάναλο, στα Καραμουτσέϊκα.
Οι μύλοι στην πόλη μας ήταν στον οδό Αράχθου που περνούσε το αυλάκι με το πολύ νερό που έμπαινε μετά την Μητρόπολη από το ποτάμι. Ο πρώτος ήταν στον πλάτανο, «μύλος Παπακώστα» που δούλευε μέχρι τελευταία. Εκεί για πολλά χρόνια τον δούλευαν τα αδέλφια Παπαθανάση και αργότερα το εγγόνι του Λάκη Σταύρου. Ήταν ο μύλος με την περισσότερη δουλειά, μέρα, νύχτα να αλέθει. Παρακάτω μετά τα σφαγεία ήταν ο μύλος του Βασίλη Γιαννάκη, άγνωστο πότε σταμάτησε. Πιο κάτω δίπλα υπήρχε ο μύλος του Γιώργου Γεωργάκη που αργότερα ήταν το καφενείο του Ράμου.
Άλλος μύλος στην περιοχή ήταν στου Κεραμάτες, ήταν βακούφιος και τον νοικιάζανε οι μυλωνάδες. Τελευταίοι ήταν ο Β. Γιαννάκης και Β. Τσίκος.
Ο τελευταίος μύλος ήταν απέναντι από το ποτάμι, προς Γραμμενίτσα, ιδιοκτησία της οικογένειας Μπανταλούκα και για πολλά χρόνια μυλωνάς ο Χ. Τραγουδάρας, εκεί συγχρόνως έβγαινε για πολλά χρόνια ο λίγος πάγος.
Φαίνεται ότι είχαμε από το 1935 αλευρόμυλο πετρελαίου και το είχε μια ετερόρρυθμη εταιρεία. Επίσης μετά την κατοχή λειτουργούσε ο ηλεκτροκίνητος του Φίνζτου και του Νέσερη στην Γέφυρα.
Μετά τους μύλους είχαμε αναγκαστικά τους φούρνους, τα αρτοποιεία, που χωρίζονταν στις δύο κατηγορίες παλαιότερα, σε αυτούς που έφτιαχναν ψωμί και σε αυτούς που έψηναν το ψωμί, τα φαγητά, χωρίς να λείπουν και οι μικτοί. Επί τουρκοκρατίας υπήρχαν φούρνοι στην πόλη, ιδιαίτερα αυτοί που έψηναν τα φαγητά. Το επάγγελμα του αρτοποιού ήταν κλειστό μέχρι το 1967 που απελευθερώθηκε πλήρως. Προτού το 1940 αρτοποιεία στην πόλη μας επίσημα 8, Βασιλείου Παν., Γιαννάκη Αθαν., Γιαννάκη Κ., Δημητρίου Βαφιά, Γουνόπουλου Αρ., Εξάρχου Κων., Ρίζου Αδελφών, Σιώτα Θεμιστ., Τόλη Ηλία. Το ζύμωμα γίνονταν με τα χέρια, πολύ δύσκολο και πλήρως ανθυγιεινά.
Από τους παλαιότερους φούρνους στην Άρτα για ψήσιμο ήταν του Κώστα Πίσπερη που όλοι τον προλάβαμε, πίσω από τον Άγιο Δημήτριο, Ο ίδιος ήταν ικανότατος ψήστης για όλα τα είδη και κυρίως για τα φαγητά. Τις Κυριακές και μεγάλες γιορτές γίνονταν χαμός από τις νοικοκυρές και τις υπηρέτριες. Φασαρίες, φωνές και ο κυρ Κώστας από τις πρώτες πρωινές ώρες στην δουλειά, να ψήσει όλα τα φαγητά και αρκετά γλυκά. Άλλος επόμενος φούρνος στην Άρτα και πολύ παλιός ήταν της Χαρωνούς, δίπλα στο 2ο Δημοτικό σχολείο και εξυπηρετούσε από την Λαϊκή και κάτω, όλους τους Ταμπακιάδες και Χάλα – χάλα. Τελευταίος ήταν ο Χρήστος Γρίβας κι αυτός ικανός ψήστης, εξάλλου είχε να κάνει με πολλούς αστούς της πόλης, αρκετή δουλειά. Δεν «μαρτυρούσε» ποτέ τίνος είναι το μικρό ήτο μεγάλο ταψί. Παλιός φούρνος του Νάσιου Γιαννάκη και μετά του Χρήστου Γιαννάκη στον Παντοκράτορα, μόνιμα με πολύ δουλειά και καλή ποιότητα ψωμιού. Παραδίπλα στην γωνία Αλεξοπούλου και Γριμπόβου ήταν ο μπάρμπας Γιώργος ο Τσακούμης με παραδοσιακό φούρνο, τον είχε φτιάξει ο Κολοβός και ο τελευταίος ήταν ο Στάθης Παππάς. Ο μπάρμπας Γιώργος ήταν άνθρωπος που όποιος του ζήταγε λίγο ψωμί πάντοτε του έδινε. Στην γωνία Σκουφά και Καραϊσκάκη σχεδόν ήταν ο φούρνος του Αλέξη Κουτσούμπα με ξύλα και όταν μπήκε το ρεύμα έφερε μηχανήματα για ζύμωμα. Του Τσιακούμη και του Κουτσούμπα οι Ιταλοί και οι Γερμανοί τους είχαν επιστρατεύσει. Στην Σκουφά άλλος πάνω από Μονοπλιό ήταν του Πριτσιβέλη και Μπάκου σύγχρονο αρτοποιείο. Πιο πάνω από την δεξιά πλευρά ήταν το αρτοποιείο του Ηλία Τόλη και αργότερα του Ν. Αγγέλη. Από τα παλαιότερα και του Κώστα Έξαρχου στη Σκουφά, προς Κιλκίς. Του Β. Αγγέλη στην Κωστή Παλαμά για ψηστικά, που προηγουμένως που ήταν του Γιώργου Τόλη, αργότερα πήρε τον φούρνο του Ρίζου στην Σκουφά. Το αρτοποιείο του Μήτσου Ρίζου που είχε και φορτηγό για τα άλευρα. Αργότερα πάλι στην Σκουφά ο Θεόφιλος Γιαννάκης. Το γνωστότατο αρτοποιείο του Άρη Γουνόπουλου και αργότερα των παιδιών του, στο Μουχούστι, πάντοτε έκοβαν ένα πεντάλεπτο ψωμί. Του Γιώργου Ιωάννου, τον Γερμανικό που λέγαμε και ο Γιώργος είχε κάνει και Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου ως αρτεργάτης. Της Λαμπρινής Τσώτσου στην λαϊκή, δίπλα στην εκκλησούλα, μετά τον πήρε ο Τσαβαλάς και σήμερα ο Νάσιος Τσαβαλάς με όλα τα προϊόντα. Ο Θεόφιλος Γουνόπουλος στην Β. Πύρρου και Καραπάνου. Αργότερα ο Κώστας Μολώνης στου Μπαζούκη. Ο Κώτσας Κούτσικος στην Μακρυγιάννη και σήμερα τα παιδιά του. Επίσης τα αδέλφια Τσώλη στο Σκοπευτήριο. Του Κουτσοσπύρου επί της Σκουφά, στην πρώην ψησταριά Κληματαριά. Ο Νίκος Λύτρας από την Β. Πύρρου μετά κάτω στην Περιφαρειακή. Πολύ παλιά υπήρχε στην γέφυρα ο φούρνος του Θεόδωρου Μπούρη.
Καθαρά για ψήσιμο αργότερα είχαμε αρκετούς, όπως των αδελφών Βασιλείου με τελευταίο φούρναρη τον Θωμά Καραμήτσο, του Θεμιστοκλή Σιώτα στο Μουχούστι, στην σημερινή Καμηλών. Του Αποστόλη Γκολομάζου στην Μελισσουργών που παρά την αναπηρία του εξυπηρετούσε όλη την βαλαώρα. Της Σοφίας Τσιάπαλη στα Πραμαντώτικα. Η Αφροδίτη Πριτσιβέλη στην αρχή Βασ. Κωνσταντίνου. Του Γιώργου Νίκου στην Μακρυγιάννη. Του Θύμιου Τζίμα στην Πλαστήρα και τα βράδια έφτιαχνε σαρδέλες σε κεραμίδι για τους φίλους. Του Δημοσθένη Καραγιώργου στην Φανερωμένη. Του Λ. Μπάρκα και Θόδωρου Σουβλή στην Μ. Ασίας και Κομμένου. Κάτω προς το γήπεδο είχε ο Πάνος Σπάκας.
Στα αρτοποιεία είχε δημιουργηθεί ένα δυνατό κίνημα των αρτεργατών.