in

Ταξίδι στον χρόνο: Ο Χρήστος και η ταλαιπωρία [Του Δημήτρη Χρ. Μπανιά]

Κτηνοτρόφος στα ξηλά βουνά (Φωτογραφία: Μπαλάφας)
editor_image

Συνταξιούχος-Οικονομολόγος


Ο μπάρμπα Μήτρος από κτηνοτροφικό χωριό με λίγα πρόβατα γύρο στα 150, κάθε χρόνο όπως όλοι οι άλλοι κτηνοτρόφοι τον Οκτώβριο κατέβαιναν για τα χειμαδιά. Μέχρι το 1925 ακολουθούσε τον κατά μεγαλύτερο στην ηλικία αδελφό Γρηγόρη, χάθηκε όμως ο Γρηγόρης και έτσι αναγκάστηκε να ακολουθήσει το σόι της γυναίκας του και να το παίζει λίγο αρχηγός γιατί γνώριζε και λίγα γράμματα, ήξερε να κάνει λογαριασμούς την άνοιξη που έκαναν με τους μπαντζαραίους. Είχε χάσει και ένα παιδί το 1919 σχεδόν 15 χρονών, μάλλον από την Ισπανική γρίπη. Είχε την Μητσούλα, την είχε παντρέψει λίγο μικρή με ένα χωριανό, όλα καλά.

Ο μπάρμπα Μήτρος με την κυρά του το 1935

Ο Χρήστος κατά πολύ μικρότερος από την Μητσούλα είχε πάει και φαντάρος το 1940, έκανε και δύο μήνες στο μέτωπο και είχε γυρίσει σώος και αβλαβής τον Απρίλιο του ΄41 με την κατάρρευση του μετώπου. Ο Χρήστος αφού πέρασε την Άρτα, σταμάτησε να δεί κανέναν γνωστό, ρώτησε και πήρε την απάντηση, στον Καρβασαρά, στο Λουτράκι, 10-15 χιλιόμετρα προς Βόνιτσα. Πήγε τους βρήκε, χαρές η μάνα, οι κοπέλες, «ήρθε ο μπάρμπας από τον πόλεμο», δύο μέρες τον έπλενε η μάνα του από τις ψείρες. Ήρθε ο Μάης του ΄41, ξεκίνησαν για το χωριό, μαζί με άλλα κοπάδια και γνωστούς. Στο δρόμο φόβος και τρόμος από τους Ιταλούς και πότε νύχτα, πότε μέρα περάσανε την Άρτα και ανασάνανε, χάσανε κι αρκετά πρόβατα στο δρόμο.

Ήρθε το καλοκαίρι, ο Χρήστος στα πρόβατα, τον Αύγουστο κατέβηκε μία φορά στην Άρτα και συνέχεια ξανά στο Λουτράκι και έκλεισε πάλι το ίδιο χειμαδιό. Στα μέσα Οκτώβρη φορτώσανε για τα χειμαδιά με τον γαμπρό του και δύο άλλους χωριανούς μέχρι την Αμφιλοχία, οι άνδρες με τα κοπάδια και ο παππούς ο Μήτρος με τα γυναικόπαιδα και τα νοικοκυριά με 5-6 αλογομούλαρα. Φτάσανε ο καθένας στην μεριά του, έφτιαξαν τα καλύβια τους, φάγανε τις βροχές πάνω στις σκνάρες με τις κάπες στο κεφάλι. Κάθε λίγο πήγαινε κάποιος μέχρι την Αμφιλοχία για καμιά προμήθεια με κυριότερο το καλαμπόκι ή λίγο σιτάρι. Αν πήγαινε η γιαγιά περνούσε κι από την ξαδέλφη της την Γιάννενα για καφέ και πάντα μαζί της η μεσαία εγγονή 8 χρονών για συντροφιά.

Ήρθε ο Γενάρης του ΄42, προμήθειες λίγα πράγματα, ο Χρήστος πήρε την απόφαση να έρθει στον κάμπο της Άρτας για δυο, τρία σακιά καλαμπόκι. Πήγε στην Βόνιτσα εκεί υπήρχε μόνιμα η συγκοινωνία με την μηχανή (μεγάλη βάρκα), Βόνιτσα – Σαλαώρα, πήρε και το μουλαράκι του, όλα καλά έφτασε στον κάμπο. Ξεκίνησε για τους Κωστακιούς να βρει κανένα χωριανό ή την ξαδέλφη της μάνας του, που είχαν καταντιά. Οι συγγενείς βοήθησαν, βρήκαν καλαμπόκι, αρκετά ακριβό και το άλλο πρωί ξεκίνησε ξανά την επιστροφή. Στο λιμάνι της Σαλαώρας, είχαν στήσει έλεγχο μία ομάδα Ιταλών από Πρέβεζα, «που, πως, γιατί, τι είναι αυτό», «ξεφόρτωσε και φόρτωσε», «κατάσχεται», ο διερμηνέας και «εσύ στην βάρκα». Το μουλαράκι μία στα καπούλια κι εξαφανίστηκε.

Πρέβεζα ο προορισμός, στις φυλακές της Πρέβεζας, ανακρίσεις, λίγες κλωτσιές, φωνές, τι να τους απαντήσει ο Χρήστος για καλαμπόκι πήγε. Άρχισε η πείνα, η ψείρα ξανά, κανένας γνωστός, πέρα από το νεροζούμι καθημερινά και κανένας κρατούμενος Πρεβεζιάνος λίγες ελιές, είχαν αυτοί, κάτι τους έφερναν οι δικοί τους.

Κοπάδι για τα χειδαδιά (Φωτογραφία: Μπαλάφας)

Στο Λουτράκι, στον Καρβασαρά, μεγάλη αναστάτωση, «που είναι το παιδί, που χάθηκε», πείνα, φωνάξανε και τους συγγενείς που ήταν πιο πέρα προς την Κατούνα. Αποτέλεσμα τίποτα. Η μάνα του ξεκίνησε σχεδόν να πηγαίνει στην Αμφιλοχία μετά από ένα μήνα, να ρωτήσει, να μάθει τίποτα. Κάποια μέρα, φτάνει στα αυτιά της από την Γιάννενα ότι ο Χρήστος χάθηκε, «έτσι είπε κάποιος που ήρθε από Άρτα». Γύρισε στα καλύβια, φωνές, κλάματα, μοιρολόγια, ο μπάρμπα Μήτρος σκυμμένο το κεφάλι, οι κοπελούλες κλάματα. Η μάνα τι θα κάνουμε, θα του κάνουμε κηδεία, βρήκε τον παπά της περιοχής και της απάντησε «θα κάνει την Κυριακή ένα τρισάγιο». Πέρασαν οι μέρες ήρθαν οι συγγενείς να τους δούνε, που ήταν πιο πέρα προς την Κατούνα. Η γιαγιά δεν στέκονταν που λένε, ήταν και πολύ της εκκλησίας, ξανά στον παπά, «θα του κάνουμε μνημόσυνο», όλοι συμφώνησαν, στην εκκλησιά στο Λουτράκι, μαζεύτηκαν όλοι και λίγοι συγγενείς, αγόρασαν και λίγα ψαράκια από τους βαρκάρηδες για το συγχώρειο κι όλα τελείωσαν.

Ο Χρήστος στην Πρέβεζα, στις φυλακές, ψείρα, πείνα και άρχιζε να φωνάζει που και που, πουθενά απάντηση, φοβόταν και το ξύλο. Μετά από δύο μήνες, είχε φτάσει Μάρτιος, του είπαν φύγε, τον αμολήσανε. Βρήκε έξω, που να πάει, δεν γνώριζε κανέναν στην Πρέβεζα, είχε χάσει και λίγα κιλά από τα ελάχιστα που είχε. Η τύχη με το μέρος του, βρήκε έναν Συρακιώτη, έτσι κι έτσι του πήρε λίγες δραχμές, διάβηκε στην Βόνιτσα και σιγά σιγά προχώρησε προς το Λουτράκι.

Η μικρή η ανιψιά του περίπου στα 6 χρονών, έπαιζε έξω από τα καλύβια, έβαλε της φωνές κι έτρεχε «μάνα ο μπάρμπας», βγήκαν από τα καλύβια οι γυναίκες και είδαν στα πενήντα μέτρα να έρχεται ο Χρήστος σιγά σιγά. Λαχταρήσανε ο μάνα έτρεξε προς το μέρος του, ο κοπελούλες αρπάξανε το φουστάνι της μάνας τους, φοβήθηκαν. Βγήκε κι ο μπάρμπα Μήτρος στην πόρτα, κοίταξε κι είπε «όλα γίνονται» και σταυροκοπήθηκε.

Τελείωσαν τα βάσανα του Χρήστου και των οικογενειών, του έγινε και μνημόσυνο και κηδεία, οι «κοπελούλες» τότε, το θυμούνται ακόμα το γεγονός, αν και τώρα μεγάλες γιαγιές.