Αφού είχε ξεκινήσει ο Ελληνοιταλικός και τελείωσε με την είσοδο των Γερμανικών ναζί στην χώρα μας, από την Άρτα περνούσε μεγάλος αριθμός στρατιωτών που επέστεφαν, να φτάσει στην πατρίδα του, στο σπίτι του. Το προηγούμενο διάστημα από την αρχή του πολέμου, η πόλη μας ήταν μετά τα Γιάννενα σημείο που έρχονταν μεγάλος αριθμός τραυματισμένων στρατιωτών και πάρα πολλοί αφήσανε την τελευταία τους πνοή εδώ. Οι ελάχιστοι γιατροί του νοσοκομείου έκαναν μεγάλες προσπάθειες να σώσουν αρκετούς, αλλά είναι πάνω από 80 που πέθαναν στην Άρτα. Τα περισσότερα ονόματα τα διαβάζουμε στα δεξιά της πόρτας του νεκροταφείου στην πόλη μας, όλοι από Νοέμβριο του ΄40 μέχρι Απρίλιο του ΄41. Είχαμε τον βομβαρδισμό την 19Η, 20Η και 21Η Απριλίου 1941 από τα Γερμανικά αεροπλάνα που διέλυσαν την πόλη, σκότωσαν 25 Αρτινούς και τραυμάτισαν άγνωστο αριθμό. Μεγάλος αριθμός των κατοίκων σκόρπισαν εκτός πόλης και συγχρόνως άλλος αριθμός ορεινών πήρε τις οικογένειες και εξαφανίστηκε για τα χωριά τους. Είχαν όμως να εμφανίζονται στην πόλη μερικοί Αρτινοί που έρχονταν από την Αθήνα κυρίως. Από την πόλη πέρασαν στην αρχή 2 γερμανικά αυτοκίνητα την 22-4-1941 για λίγες μέρες και ήταν καλά συντεταγμένοι.
Την 11Η Μάη του 1941 φτάνουν οι πρώτοι Ιταλοί στην πόλη και αμέσως ξεκίνησαν να βρούνε σπίτια για τους αξιωματικούς και τις υπηρεσίες. Υπήρχε επίσημος μόνο ο Δήμαρχος Καζαντζής. Ο λαός της πόλης κοιτούσαν από κοντά και μακριιά τον Ιταλικό στρατό να έρχεται κι αυτός συντεταγμένος, πεζικό, φορτηγά, μηχανοκίνητα, μηχανές και ποδήλατα. Εγκαταστάθηκαν στα επιταγμένα σπίτια δημόσια και ιδιωτικά, όπως του Γαρουφαλιά, Κεχαγιά, Ζάρα. Ο υπόλοιπος στρατός γύρο από την Άρτα σε σκηνές. Έβαλαν δύο κύρια σημεία ελέγχου, στην γέφυρα και στην διασταύρωση του Πέτα. Μία απόφαση των Ιταλών αμέσως ήταν ότι η κυκλοφορία δεν επιτρεπόταν από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 6 το πρωί. Ένα πρόβλημα ήταν οι παραμένοντες φαντάροι του Ελληνικού στρατού που για διάφορους λόγους δεν είχαν φύγει και οι περισσότεροι είχαν πάει στο κάμπο, εκεί κάτι έβρισκαν να φάνε. Επίσης αρκετά αλογομούλαρα του στρατού ήταν παρατημένα και τα άρπαζαν μερικοί με ψεύτικες βεβαιώσεις.
Άρχισαν αμέσως να παρουσιάζονται προβλήματα σιτισμού του πληθυσμού και η κατάσταση σώθηκε γιατί στις αποθήκες του στρατού υπήρχανε αρκετές ποσότητες τροφίμων και ιδιαίτερα σιταριού. Ο τότε δήμαρχος Γ. Καζαντζής έκανε καλά την δουλειά του. Μεγάλο πρόβλημα είχαν οι λίγοι συνταξιούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, ποιος να τους πληρώσει και εξάλλου και το χρήμα άρχισε να χάνει την αξία του λόγω πληθωρισμού. Οι μαυραγορίτες άρχισαν να κάνουν και στην πόλη μας την εμφάνιση, πολλά είδη εξαφανίστηκαν ή ήταν αδύνατο να αγοραστούν.
Το πρώτο καιρό οι Ιταλοί προσπαθούσαν να ήρεμοι και κοινωνικοί, ακόμα και σε κηδείες πήγαιναν και πάντα στα λίγα εστιατόρια με μουσικά όργανα να τραγουδήσουν στο τέλος και να γίνουν και τύφλα. Ζήτησαν από την αρχή την παράδοση όλων των όπλων που είχαν οι πολίτες, λίγα τα αποτελέσματα. Έκαναν και «βόλτες» στα χωριά του κάμπου και πάντα έρχονταν πίσω με «καλούδια», όλων των ειδών. Τα λίγα ράδια που υπήρχαν στην πόλη δεν κατάφεραν να τα κατασχέσουν, κάτι μάθαιναν οι Αρτινοί από τα ευρωπαϊκά μέτωπα. Από τον Αύγουστο του 1941 να παρουσιάζονται ότι το μοίρασμα των λίγων δεν γίνονταν με καθαρό τρόπο, διαμαρτυρίες προς τον Δήμαρχο και καλυτέρεψε η μοιρασιά, για κάτι λίγα δράμια αλλού 50 και αλλού 100. Τις Κυριακές άφησαν να κτυπούν οι καμπάνες και κυρίως της Αγίας Σοφιάς.
Από τους πρώτους μήνες παρουσιάστηκαν μερικοί να το παίξουν καλοί στους κατακτητές καλοθελητές ή στην κοινή γλώσσα δωσίλογοι , συνεργάτες για να έχουν κάποιο όφελος ή το χειρότερο από κακία. Επίσης άρχισαν να μπαίνουν στο Ιταλικό φρουραρχείο μερικές «π@@τάνες», έτσι τις έλεγε ο λαός, τρεις, τέσσερις από αυτές αργότερα τις εκτέλεσαν οι αντάρτες. Τα σχολεία ξεκίνησαν τα μαθήματα στην αρχή του Φλεβάρη του 1942, τον πρώτο καιρό είχε και μικρό συσσίτιο, πολλοί μαθητές δεν πήγαν καθόλου, είχε αρχίσει ακόμα περισσότερο η πείνα. Οι Ιταλοί απαγόρευσαν κάθε γιορτή που είχε σχέση με την επανάσταση του 1821, όπως την 25Η Μαρτίου του 1942. Όταν άρχισε η σπορά του καλαμποκιού πολλοί από τους ιδιοκτήτες των κτημάτων έσπειραν κάτω από τις πορτοκαλιές. Κάτω από τους Κωστακιούς ο κοσμάκης έσπερνε αλλά ο τόπος ήταν βαλτώδης και δεν είχε μεγάλη απόδοση, ο Χαρίλαος στην Γαβριά έσπειρε ένα σακί και τελικά το φθινόπωρο πήρε ένα σακί πάλι. Τέλος του 1942 άρχισαν να εμφανίζονται οι αντάρτικες ομάδες στα Τζουμέρκα και Ραδοβύζι, έγιναν μερικές αψιμαχίες με τους Ιταλούς με μερικές απώλειες.
Το 1943 άρχισαν να κάνουν, να γίνονται μερικά σαμποτάζ, ένα από αυτά στο Κομπότι, οι Ιταλοί σε αντίποινα προχώρησαν σε εκτελέσεις. Τα μέτρα στην πόλη έγιναν αρκετά σκληρότερα στους ελέγχους και την κυκλοφορία. Ένα βράδυ 4-5 μαθητές Γυμνασίου πέταξαν μερικές χειρόγραφες προκηρύξεις μεταξύ Παντοκράτορα και Αγίου Δημητρίου, τρελάθηκαν οι Ιταλοί, όταν τις διάβασαν την επόμενη μέρα συνεργάτες τους. Πολλά χωριά στον κάμπο είχαν βάλει σκοπιές γύρο από το χωριό τους, να προστατεύουν τον τόπο τους από κλέφτες περισσότερο. Δύο αντάρτες Μελισσουργιώτες τα αδέλφια Πάνος και Γιώργος Γκολομάζος αφού πέρασαν τον Άραχθο τον Ιούνιο του 1943 κατόπιν εντολή του αρχηγού πήγαν στους Κωστακιούς, τους έπιασαν οι Κωστακώτες και το ίδιο βράδυ τους παρέδωσαν στους Ιταλούς. Οι Ιταλοί το πρωί τους εκτέλεσαν στο δρόμο, στη θέση γκορτιά, Κωστακιοί – Άρτας, μεγάλη αναστάτωση στην Άρτα. Σε λίγες μέρες την 13-6-1943 μεγάλος αριθμός ανταρτών ΕΑΜικών και Ζερβικών μαζεύτηκαν στο Κορφοβούνι και «κατέβηκαν» στου Κωστακιούς, έπιασαν γύρο στους 20. Λαϊκό δικαστήριο σε λίγες μέρες στο «Μαράτι», εκτέλεσαν τρεις, μερικοί τι γλυτώσανε με την ποινή «λίαν επιεικώς ισόβια», τι επιεικώς που να τους βάλουν, τους αθώωσαν. Η μάνα των ανταρτών δεν αναγνωρίστηκε ποτέ ως παθών, οι απόγονοι των Κωστακιωτών δεν γνωρίζω. Ένας αντάρτης του Ζέρβα ο Γιάννης Τσέλιος ένα απόγευμα σκοτώνει στην οδό Καραϊσκάκη τον πατέρα του διερμηνέα των Ιταλών και την κοπάνησε προς το ποτάμι. Χαμός στην Άρτα, μαζεύτηκαν όλοι οι γιατροί να τον σώσουν, τίποτα. Ο μπάρμπας Κώστας ήταν σε 50 μέτρα από την δολοφονία στο καφενείο, το έλεγε πάντα το περιστατικό. Στην κηδεία όλη η Άρτα μην δώσουν αφορμές, ακόμα και οι εχθροί του. Ο Γιάννης πέρασε από δίκη αργότερα και αθωώθηκε πανηγυρικά. Πολύ ξύλο έπεσε στην πόλη μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Kαλoγήρου τον Ιούλιο, δεν γνώριζε κανείς γιατί τόσο ξύλο. Μεγάλη μάχη στο Μακρυνόρος, νίκη των ανταρτικών ομάδων, λαχτάρησαν οι Ιταλοί.
Τον Αύγουστο του 1943 η μεγάλη καταστροφή του Κομμένου, 317 ψυχές χάθηκαν από τα λυσσασμένα σκυλιά των ναζί. Οι Ιταλοί στον κόσμο τους, ασχολούνταν με 5 «π@@τάνες» αν θα ελευθερωθούν από τους αντάρτες και δεν θα σκοτώσουν 5 επώνυμους Αρτινούς. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1943 σχεδόν τέλος για τους Ιταλούς, άρχισαν να έρχονται οι εγκληματίες ναζί με χειρότερα αποτελέσματα. Μετρημένοι Ιταλοί έμειναν στην περιοχή μας, ένας από αυτούς άργησε να φύγει και έμεινε στο Διάσελο στο μπάρμπα Θεοχάρη που είχε και πολλά παιδιά. Ερχόταν από την Ιταλία τα καλοκαίρια για πολλά χρόνια και τον έλεγε «πατέρα» τον Θεοχάρη. Οι Ιταλοί σκότωσαν τους εξής στην Άρτα, Γκολομάζος Γιώργος, Γκολομάζος Πάνος, Κατσώρας Γιάννης, Καρέλης Παύλος, Κοντογιάννης Δημήτριος, Λάζος Αλέξανδρος, Ντασκαγιάννης Σωκράτης, Τζαβλιά Αικατερίνη, Τζουβάρα Θεώνη, Τζουβάρας Παναγιώτης και Χαντζάρας Γεώργιος.