in ,

Ταξίδι στον Χρόνο: Τα Χριστούγεννα του 1943 | του Δημήτρη Χρ. Μπανιά

editor_image

Συνταξιούχου – Οικονομολόγου


Οι Γερμανοί ήταν εδώ, είχαν έρθει από τον Σεπτέμβρη, είχαν κάνει την μεγάλη καταστροφή του Κομμένου, οι διαταγές ήταν πολύ αυστηρές και υπήρχαν μέχρι και οι εκτελέσεις. Είχαν αρχίσει λίγο τα σαμποτάζ από τους αντάρτες. Η πόλη τον χειμώνα είχε περισσότερο πληθυσμό λόγω που κατέβαιναν οι ορεινοί και ζούσαν στην βαλαώρα σε καλύβες ή σε κάνα δωμάτιο όλοι μαζί. Με την είσοδο των Ιταλών στην αρχή και μετά των Γερμανών, οι κάτοικοι είχαν το μυαλό τους στην προμήθεια βασικών προϊόντων για την διατροφή τους. Ο πληθωρισμός από τον πρώτο καιρό άρχισε να δείχνει τα άγρια δόντια του, άρχισαν να κυκλοφορούν τα κατοχικά λεφτά με τα εκατομμύρια και τα δις. Η κυκλοφορία επετρεπόταν από τις 6 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ, κι άδεια να είχες κινδύνευες να φας καμιά ανέλεγκτη. Οι Γερμανοί έκαναν και πλιάτσικα στα γύρο χωριά, όπως στο Πέτα που το διέλυσαν πλήρως.

Στα χωριά οι κάτοικοί είχαν την πραμάτεια τους, είχαν λίγο από όλα για την διατροφή τους, Ο κάμπος μας, έσωσε πολύ κόσμο, όλοι «έβαζαν» το κυριότερο καλαμπόκι, ακόμα και κάτω από τις πορτοκαλιές και ότι βγάλουν, να «τρέξουν» την χρονιά. Όλοι είχαν κοτέτσια για τα λίγα αυγά και καμιά κότα για άρρωστο ή να τις αλλάξουν με κάτι άλλο που το είχαν ανάγκη. Για αλεύρι σταρίσιο ούτε λόγος να γίνεται, το ελάχιστο που υπήρχε από Θεσσαλία και ορεινά, το έκαναν κουμάντο οι μαυραγορίτες, το καλαμπόκι υπήρχε αλλά καθημερινά την ανοίουσα έπαιρνε και κανένας δεν πωλούσε, στις 11 Δεκέμβρη του ΄43, έφτασε τις 17.000 δρχ η οκά. Σε όλα τα χωριά υπήρχε καθημερινές κλοπές από αυγά, μέχρι τα λίγα μανάρια που είχε κάποιος, όλοι ήταν σε καθημερινή επιφυλακή να φυλάνε τον λίγο βιο τους, από αυτόν εξαρτιόταν.

Στην πόλη το 1943 είχαν κατέβει λίγοι ορεινοί να βγάλουν τον χειμώνα ή ερχόταν και έφευγαν αμέσως την ίδια μέρα ή την άλλη. Πάντοτε είχαν μαζί τους λίγο ροκίσιο ψωμί και λίγο τυρί να βγάλουν την μέρα πέρα, το βράδυ αν έμειναν σε μακρινό συγγενή, με στρωσίδια τίποτα τσόλια περισσεύματα που είχε η νοικοκυρά. Όπως έλεγε ένας νέος τότε δεν είχε ποτέ κοιμηθεί στο κρεβάτι από ξύλα και χορτάρια, αλλά πάντοτε κάτω στο χώμα. Από ξύλα για φωτιά ούτε λόγος να γίνεται, οι αγωγιάτες πανάκριβοι να φέρουν λίγα φιλίκια. «Πολλές γυναίκες και άνδρες έτρεχαν στο ποτάμι κι όταν «κατέβαζε» να μαζέψουν κανένα «κόπλο» που έφερνε από τα βουνά, πολλοί είχαν γίνει ειδικοί, είχαν κι μακρινές γκλίτσες για το τράβηγμα έξω, κάθε χρόνο γίνονταν ατυχήματα που τους «έπαιρνε» ο Άραχθος. Ο κάμπος της Άρτας έβγαζε πολλά φασόλια κι όλοι είχαν στο σπίτι τους, όλοι είχαν να βάλουν στην τέντζερη κάτι για το μεσημέρι. Άλλο ένα ήταν τα κουκιά και οι πατάτες της Ροδαυγής κι τα Πιστιανά.

Εστιατόρια ήταν δύο, τρία, αλλά υπήρχαν και τα οινομαγειρεία που μπορούσε κάτι να τσιμπήσει κάποιος. Εστιατόρια ήταν του Αλεξίου Αντ., του Ν. Ευταξία, του Δημ. Γαλανού, οινομαγειρεία, Ζωή Χρ., Καπάρου Ανδρ., Καπέ Χρ., Κωστάκη Αθ., Μέλου Χρ., Φεύγα Ι. κι άλλοι στα κρυφά. Τα εστιατόρια ήταν παρά την κατοχή οργανωμένα, το πρόβλημα ήταν οι προμήθειες των πρώτων υλών. Όταν έβρισκαν πάντα μαγείρευαν από όλα, στα κρέατα ήταν το πρόβλημα, αν κι λειτουργούσαν οι δύο τρεις κρεοπώλες της πόλης όπως, ο Φωτονιάτας και οι αδελφοί Κεφάλα. Τα κρέατα ήταν κυρίως πρόβεια, αλλά κάπου κάπου κι τα άλλα, φασόλια καθημερινά και λίγες φακές, ρύζι από Κανελάκι. Είχαν προμηθευτές με τι κυνήγι και τους έφερναν λαγούς και μερικοί παπιά, λούφες από την λιμνοθάλασσες. Η Άρτα ήταν τυχερή είχε μεγάλους αριθμούς από χέλια και κεφάλους.

Παραμονές Χριστουγέννων του 1943 οι τιμές στα ύψη άλλη μία φορά, το καλαμπόκι 20.000 δρχ., το κρέας 100.000 κι δεν υπήρχε, τα πράσα 10.000, ποιος να αγοράσει κι ποιος να φάει, κυρίως ότι είχε ή κανόνιζε ο καθένας. Στην πόλη οι λίγοι νοικοκυραίοι που δεν είχαν πάει είτε στα κτήματα, είτε σε κάνα κοντινό χωριό παράγγελλαν στον χασάπη ένα κομμάτι κρέας και πήγαιναν κι το έπαιρναν στο βούρλο κρεμασμένο. Δύσκολο να βρεις κρέας, μια οκά. Υπήρχαν κι οι κότες για βράσιμο κι όχι στο γάστρο, αλλά οι περισσότεροι στην πόλη κανόνιζαν τα Χριστούγεννα να την βγάλουν με χέλια, όπως και στον κάμπο.

Ο Κώστας ήταν βυρσοδέψης, ήξερε καλά την δουλειά την είχε μάθει στον Νάσιο Τσιλιγιάννη, έτρεχε παντού να μαζέψει τομάρια ακόμα κι από άλογα, ερχόταν γύρα, πουλούσε τα δέρματα που είχαν μεγάλη αξία, τιμή. Έμεινε σε δυο δωμάτια κοντά στο γήπεδο. Είχε γλυτώσει και τον τουφεκισμό από τους Γερμανούς, ήταν καλά με την γυναίκα του κι τα δυο παιδιά του. Ο Νίκος ο μικρός παραμονή Χριστουγέννων πήγε κι είπε τα κάλαντα σε μερικά σπίτια γνωστά κι από κρυφά, κάτι μάζεψε για λίγες καραμέλες. Η νοικοκυρά είχε τις «μανάρες», το κοτέτσι της και τον κήπο 5χ5, από όλα είχαν. Παραμονή έσφαξε ένα «βετούλι περσινό», τον είδε η γειτόνισσα, της έδωσε τελικά ένα «τζαφάρι» και μύρισε κρέας στη γειτονιά την άγια μέρα. Ακόμα ο Νίκος θυμάται εκείνα τα Χριστούγεννα.

Οι Γερμανοί είχαν κάνει κατασχέσεις και πέρασαν καλά, είχαν αραιώσει και λίγο, ένα βράδυ ήταν όλοι τύφλα και κτυπούσαν τις καμπάνες. Την μέρα των Χριστουγέννων οι εκκλησίες λειτούργησαν, λίγα πράματα και όλοι νηστικοί. Ο Λάμπρος είχε έρθει από το χωριό του το Κεντρικό, ήταν μικρός, κάτω από 15 χρονών, ήταν τυχερός έπιασε δουλειά ως βοηθός γκαρσόν στον Αλεξίου, είχε καθημερινά φαί, μεσημέρι, βράδυ, ήταν στην Σκουφά, πολλά έβλεπαν τα μάτια του. Είδε και τους Γερμανούς να ανεβοκατεβαίνουν πλήρως οπλισμένοι. Τα βράδια κοιμόταν στο πίσω μέρος, όλα καλά, ήταν και λίγο φύλακας, είχε φίλο ένα γατάκι, πάντα κάτι του έδινε ή του άρπαζε ένα μεζέ. Τα Χριστούγεννα καλά πέρασε, είχε δυνατή μερίδα από τα περισσεύματα, «τσίτωσε καλά» εκείνη την ημέρα. .