in

Το χειρότερο εργασιακό νομοσχέδιο, στην χειρότερη στιγμή

Του Διονύση Τεμπονέρα

Δικηγόρος – Εργατολογος


Δεν θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερη χρονικά συγκυρία, από αυτήν, την οποία επέλεξε η κυβέρνηση,
για να φέρει προς ψήφιση στη βουλή, το νέο εργασιακό νομοσχέδιο. Για μια σειρά από λόγους, το νομοσχέδιο αυτό, έκτος από αντιπαραγωγικό και αντιαναπτυξιακό, είναι ανεπίκαιρο και ανεφάρμοστο.

Την ώρα που στην υπόλοιπη Ευρώπη, ακόμα και φιλελεύθερες κυβερνήσεις, κινούνται στη λογική της διεύρυνσης της προστασίας των εργαζομένων και του εισοδήματός τους, η ελληνική κυβέρνηση, μένει προσκολλημένη στην παρωχημένη ιδεοληψία, που λέει ότι, η συμπίεση του εργατικού κόστους, θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της οικονομίας.

1.Η κυβέρνηση προκαλεί πλήρη απορρύθμιση, μεταξύ άλλων, στα χρονικά όρια εργασίας. Η νέα διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η αύξηση του πλαφόν των νομίμων υπερωριών, το «σπαστό» ωράριο στη μερική απασχόληση, η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, η επιτήρηση της τηλεργασίας και μια σειρά από άλλες παρεμβάσεις, εξαρτώνται πλήρως, από την εφαρμογή της «ψηφιακής κάρτας εργασίας». Μόνο που ενώ οι υπόλοιπες ρυθμίσεις, είναι κανόνες άμεσης ισχύος, η ψηφιακή κάρτα εργασίας, πρόκειται να λειτουργήσει από το 2022 και …βλέπουμε. Μέχρι τότε, εργαλείο ελέγχου δεν
πρόκειται να υπάρξει, με αποτέλεσμα η εργοδοτική αυθαιρεσία, να γίνει κυρίαρχη.

2.Λίγες μέρες πριν, ξεκίνησε η εφαρμογή του νέου Πτωχευτικού Νόμου(ν.4738/2020). Πτωχευτικός νόμος και απελευθέρωση των απολύσεων (που προβλέπεται στο νομοσχέδιο), αποτελούν ένα εκρηκτικό μίγμα, που θα οδηγήσει σε κοινωνική καταστροφή. Οι υπερχρεωμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις(κυρίως ατομικές) στην προσπάθεια τους να σώσουν την κινητή και ακίνητη περιουσία τους, δεν θα διστάσουν να προβούν σε χιλιάδες απολύσεις και μειώσεις μισθών. Μεγάλα θύματα θα
είναι οι εργαζόμενοι που θα βρεθούν στο απόλυτο κενό. Η κατανάλωση θα μειωθεί εκ νέου και τα λουκέτα θα διαδέχονται το ένα το άλλο. Το κράτος θα κληθεί να καλύψει τα αντίστοιχα επιδόματα και
ο φαύλος κύκλος της ύφεσης, συνεχίζεται κανονικά.
3.Οι κατεξοχήν αρμόδιοι ελεγκτικοί μηχανισμοί, που προορίζονται για την εποπτεία της αγοράς
εργασίας(ΣΕΠΕ), εισέρχονται σε μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας. Το ΣΕΠΕ μετατρέπεται σε μια
ανεξάρτητη αρχή τη χειρότερη στιγμή. Οι επιχειρήσεις μόλις έχουν ανοίξει και θα προσπαθήσουν να
διασωθούν, μετακυλύοντας το κόστος της βαριάς οικονομικής κρίσης, στους εργαζόμενους. Ήδη στην
αγορά, κάνουν την εμφάνισή τους, οι πρώτες τροποποιητικές συμβάσεις εργασίας, που προβλέπουν
πολύ χειρότερους όρους και βλαπτικές μεταβολές των συνθηκών εργασίας, εις βάρος των εργαζομένων. Αντί να υπάρξει ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών, με έμψυχο δυναμικό και υλικοτεχνικά μέσα, αντί να υπάρξουν πρόνοιες για διαλειτουργική διασύνδεση και ψηφιοποίηση των συστημάτων, στο νομοσχέδιο συναντούμε αόριστες προβλέψεις , που δύσκολα θα εφαρμοστούν στην πράξη.

4.Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, το συμμετοχικό και δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης,
ο βασικός μοχλός διεκδίκησης αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας, θίγεται το στενό πυρήνα του. Το Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων(ΓΕΜΗΣΟΕ) καταλύει τη συλλογική αυτονομία και θέτει τα συνδικάτα σε «κρατική κηδεμονία». Την ώρα που θα έπρεπε να εξασφαλίζεται, η διεύρυνση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, ακριβώς για να αντιμετωπιστεί, ή έξαρση της παραβατικότητας και της αυθαιρεσίας, η κυβέρνηση επιχειρεί να μετατρέψει τα συνδικάτα, σε μη κυβερνητικές οργανώσεις, διακοσμητικού χαρακτήρα. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε ειδική οικονομική ζώνη, που η συνδικαλιστική δράση ουσιαστικά απαγορεύεται( στο νομοσχέδιο προβλέπεται η «αστική ευθύνη» των συνδικαλιστών
και η «ποινικοποίηση» της απεργίας).

Όλα τα ανωτέρω, είναι πλήρως ανεπίκαιρες και αναντίστοιχες παρεμβάσεις, σε σχέση με τις ανάγκες των εργαζομένων αλλά και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Πρόκειται για την χειρότερη πρωτοβουλία, στην πιο ακατάλληλη χρονικά στιγμή.