in , ,

Το πρόβλημα της αιθαλομίχλης στα Ιωάννινα απαιτεί οργανωμένη πολιτική διεκδίκηση για την αντιμετώπιση του- γράφει ο Γιώργος Παππάς


 

Το πρόβλημα της ρύπανσης από αιθαλομίχλη για την πόλη των Ιωαννίνων δεν είναι μια δυνητική μελλοντική συνθήκη. Είναι βεβαιωμένο, υπαρκτό και τωρινό. Πρόκειται δυστυχώς για την πιο ρυπασμένη ατμοσφαιρικά πόλη της χώρας μας.

Τη στιγμή, δηλαδή, που εμείς αναφερόμαστε και συζητάμε για την αιθαλομίχλη, η ισχυρότερη πιθανότητα είναι πως τα επίπεδα των ατμοσφαιρικών ρύπων είναι πάνω από τα επιτρεπτά όρια.

Αυτό, δε, συμβαίνει -για κάποιες περιόδους, από 37 έως 72 ημέρες κάθε έτος σύμφωνα με τα στοιχεία των σταθμών μέτρησης ατμοσφαιρικής ρύπανσης- τουλάχιστον για τα τελευταία 7 χρόνια.

 

Σε περιοχές που δεν έχουν βαριά βιομηχανία η ατμοσφαιρική ρύπανση και η αστικοποίηση συνδέονται ευθέως, πηγαίνουν χέρι – χέρι. Έτσι, τα Γιάννενα «πληρώνουν» την πολιτική επιλογή συγκέντρωσης πληθυσμού και υπηρεσιών, εις βάρος της ισόρροπης ανάπτυξης όλων των περιοχών της Περιφέρειάς μας. Υφίστανται, τόσο οι πολίτες, όσο κι οι επισκέπτες τους, τις πολύ δυσμενείς επιπτώσεις μιας μακρόχρονης, σχεδόν διαχρονικής, οργανωμένης και μεθοδικής υπηρέτησης δημιουργίας στην Ήπειρο ενός πανίσχυρου αστικού, οικονομικού και διοικητικού κέντρου. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η θλιβερή πρωτιά που κατέχει η πόλη των Ιωαννίνων ανάμεσα σε όλες τις άλλες πόλεις της χώρας -όσον αφορά τη  χαμηλή ποιότητα της ατμόσφαιρας- θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως «το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», μιας και είναι σε μεγάλο βαθμό απότοκο μιας στρεβλής υδροκέφαλης ανάπτυξης.

 

Πάνω σ΄ αυτό το μοντέλο διόγκωσης της φέρουσας ικανότητας αστικοποίησης μιας πόλης, δίχως αξιολόγηση και οριοθέτηση αυτής της ικανότητας και δίχως να έχουν σχεδιαστεί και προβλεφθεί εκ των προτέρων δράσεις περιβαλλοντικής θωράκισης της περιοχής, προστίθενται επιβαρυντικά μια σειρά από παραμέτρους, με πιο κύριες κατά την άποψη της ΕΝΩΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΗΠΕΙΡΟΥ ΛΕΥΚΑΔΑΣ:

  • τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής των Ιωαννίνων, που, σε συνδυασμό με το κλίμα της, διαμορφώνουν συνθήκες θερμοκρασιακής αναστροφής, εγκλωβισμού και παραμονής των ρύπων για αρκετό χρόνο,
  • την οικονομική κατάσταση της πλειοψηφίας των συμπολιτών μας (η Ήπειρος ως γνωστό είναι από τις φτωχότερες περιφέρειες στην Ευρώπη) που, σε συνδυασμό με την μη ύπαρξη δικτύου φυσικού αερίου (που θα αντικαθιστούσε τα υφιστάμενα συστήματα θέρμανσης που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα) και με την ενεργειακή ακρίβεια -τόσο στη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος όσο και πετρελαίου θέρμανσης- τους υποχρεώνουν σε λύσεις τζακιών, θερμαστρών στερεών καυσίμων, θερμαστρών βιομάζας κ.ο.κ. και
  • την εκ των πραγμάτων αύξηση του στόλου των ιδιωτικών οχημάτων κατοίκων και επισκεπτών που κυκλοφορούν στην πόλη και την περιοχή, η μη ύπαρξη δικτύου ηλεκτροκίνητων Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, κι η μη ύπαρξη δικτύου ποδηλατοδρόμων σε συνδυασμό με την μη ενσωμάτωση ακόμη στην κουλτούρα της χρήσης του ποδηλάτου ως εναλλακτικού μέσου μεταφοράς σε αστικό περιβάλλον.

 

Πεποίθησή  μου είναι πως το πρόβλημα σήμερα πρέπει να ειδωθεί στις πραγματικές του διαστάσεις. Και αυτές είναι πως δεν μιλάμε θεωρητικά “επί χάρτου” για το σχεδιασμό και την περιβαλλοντική θωράκιση μιας περιοχής, μιας πόλης που πρόκειται να κατασκευασθεί, αλλά πραγματευόμαστε τους τρόπους αντιμετώπισης ενός αναγνωρισμένου ως σοβαρού προβλήματος ατμοσφαιρικής ρύπανσης που συντελείται ήδη για χρόνια. Με άμεσες επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής και την υγεία των κατοίκων και έμμεσες επιπτώσεις -σε βάθος χρόνου- στο προφίλ της πόλης και σε μια σειρά δραστηριοτήτων της κοινωνικής και οικονομικής αναπτυξιακής προοπτικής της περιοχής.

Το πρόβλημα, λοιπόν, για εμάς αξιολογείται ως σοβαρό. Και τα σοβαρά προβλήματα δεν απαιτούν ευχολόγια, αλλά δραστικές, άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις. Αντιδημοφιλείς δυστυχώς, όπως είναι η απαγόρευση τζακιών, η κήρυξη από την Περιφέρεια περιόδου απαγόρευσης χρήσης τζακιών, θερμαστρών κ.λ.π. με παράλληλη χρηματοδότηση από την πλευρά της Κυβέρνησης της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος ή η εφαρμογή δακτυλίου απαγόρευσης κίνησης οχημάτων.

Δεν πρόκειται για ευχάριστα μέτρα, αλλά έτσι γίνεται συνήθως όταν αφήνονται προβληματικά ζητήματα να χρονίζουν, όταν ιεραρχούνται χαμηλά, υποτιμώνται ή/και «μπαίνουν κάτω απ’ το χαλί».

 

Η ισορροπία και των τριών (3) παραμέτρων του δυναμικού τρίπτυχου οικονομία – κοινωνία – περιβάλλον είναι το ζητούμενο και η βάση της δίκαιης, βιώσιμης, αειφορικής ανάπτυξης.

Αυτή η ισορροπία, στην περίπτωση των Ιωαννίνων, έχει διαταραχθεί υπέρ της οικονομίας.

Γι αυτό και απαιτούνται τόσο άμεσες, όσο και μεσομακροπρόθεσμες  δράσεις, ούτως ώστε η ανισορροπία αυτή να μην γίνει μόνιμη κατάσταση, που θα υπονομεύσει στο τέλος -πέρα από το περιβάλλον που σήμερα καταφανώς θίγεται- και την κοινωνία, που σήμερα αρχίζει και βλέπει τις δυσμενείς επιπτώσεις στον αέρα που αναπνέει, αλλά και την ίδια την οικονομία.

 

Με αυτό το κέντρο σκέψης η παράταξή μας υπέβαλλε στη Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΕ Ηπείρου -και παράλληλα δημοσιοποίησε- κάποιες βασικές προτάσεις, η εφαρμογή των οποίων θα ξεκινούσε άμεσα να προσεγγίζει την αντιμετώπιση του ισχύοντος προβλήματος της αιθαλομίχλης.

Η πλειοψηφία της ΔΕ είχε διαφορετική εκτίμηση, κι έτσι ενσωμάτωσε στην Απόφαση  το σύνολο των εικοσιπέντε (25) άμεσων και μεσομακροπρόθεσμων μέτρων που η Μόνιμη Επιτροπή Ενεργειακών θεμάτων εισηγήθηκε προς τη ΔΕ.

Το κείμενο που κατέθεσε στη Διοικούσα Επιτροπή η Μόνιμη Επιτροπή ήταν αποτέλεσμα της χρήσιμης δουλειάς που έκαναν οι συνάδελφοί μας, συνθέτοντας και  αποτυπώνοντας την εξειδικευμένη επιστημονική τους γνώση.

Η πληρότητά του, από την πλευρά της επιστημονικής προσέγγισης των γενεσιουργών αιτιών, των χαρακτηριστικών και των θεωρητικών τρόπων αποφυγής/αντιμετώπισης φαινομένων ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ήταν αξιοσημείωτη. Θα μπορούσε να αποτελέσει κάλλιστα μια σοβαρή εισήγηση για παρουσίαση σε μια ημερίδα με θέμα την ατμοσφαιρική ρύπανση.

Έτσι, η ΕΝΩΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΗΠΕΙΡΟΥ-ΛΕΥΚΑΔΑΣ συγχαίρει τους συναδέλφους για την εργώδη προσπάθειά τους και τη συνεισφορά τους στο έργο της Διοικούσας Επιτροπής.

Και είναι φυσικά προφανές πως στη θεωρητική περίπτωση υλοποίησης του συνόλου των μέτρων, που η εισήγησή τους προς τη ΔΕ περιλάμβανε, το πρόβλημα της αιθαλομίχλης θα εξαλειφόταν σε μεγάλο βαθμό. Αυτό αποδεικνύει και την επιστημονική επάρκεια της δουλειάς τους.

Πλην όμως, η Διοικούσα Επιτροπή είναι το συλλογικό πολιτικό όργανο διοίκησης του ΤΕΕ Ηπείρου και -κατά την άποψή μας- βασικός της ρόλος δεν είναι να δημοσιοποιεί το σύνολο των επιστημονικών δεδομένων, σα να συμμετέχει σε συνέδριο κι όχι σ΄ ένα δημόσιο κοινωνικό διάλογο, αλλά να καταλήξει σε μια Απόφαση που θα περιλαμβάνει μια εφαρμόσιμη δέσμη μέτρων για την επίλυση του όποιου προβλήματος΄, διεκδικώντας προς όλες τις κατευθύνσεις την υλοποίησή της.

Εν κατακλείδι, το πρόβλημα της αιθαλομίχλης στα Ιωάννινα είναι σοβαρό και σύνθετο, άπτεται πολλών πτυχών της κοινωνικής και οικονομικής λειτουργίας και είναι φανερό πως η επίλυσή του απαιτεί οργανωμένη πολιτική διεκδίκηση, καθώς  δεν διαφαίνεται έως σήμερα να υπάρχει η πολιτική βούληση αναγνώρισης και ουσιαστικής αντιμετώπισής του.

 

Χημικός Μηχανικός

πρ. Πρόεδρος ΤΕΕ Ηπείρου

φωνογραφία πηγή- typos-i.gr