Αναμφίβολα ο κλάδος των υπηρεσιών αποτέλεσε τον «μεγάλο ασθενή» της πανδημίας που άλωσε την παγκόσμια οικονομία την προηγούμενη χρονιά, θέτοντας χαμηλά τον πήχη και για φέτος. Η υγειονομική κρίση δεν έπληξε με τον ίδιο τρόπο όλες τις δραστηριότητες της οικονομίας, καθώς διακρίνεται ένα σαφές χάσμα μεταξύ αυτών που παράγουν αγαθά και αυτών που παρέχουν υπηρεσίες.
Η χώρα μας βρίσκεται ανάμεσα στις πλέον εξαρτώμενες από τον τουριστικό κλάδο, κλάδος που ανήκει στον τομέα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού και της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα είναι η τρίτη πιο εξαρτώμενη από τον τουρισμό χώρα παγκοσμίως- πίσω από την Ταϊλάνδη και τις Φιλιππίνες- με τον τουρισμό να αντιπροσωπεύει το 21% του ΑΕΠ της.
Το 2020 την επισκέφτηκαν 77% λιγότεροι τουρίστες ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, οι τουριστικές εισπράξεις το 2020 άγγιξαν τα 4,28 δισ. ευρώ την στιγμή που την προηγούμενη χρονιά, το 2019 δηλαδή, είχαν φτάσει τα 18,17 δισ. ευρώ. Έτσι οι απώλειες για τον τουριστικό κλάδο διαμορφώθηκαν στα 13,89 δισ. ευρώ.
Με αυτή την «δύσκολη κληρονομιά» του 2020, οι προοπτικές του τουρισμού για φέτος κρίνονται εξαιρετικά αβέβαιες σε συνάρτηση πάντα και με την πορεία των εμβολιασμών τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στον πληθυσμό των παραδοσιακών αγορών της.
Σε συγκρατημένες εκτιμήσεις για την ταξιδιωτική κίνηση κατά την φετινή χρονιά έχει προχωρήσει η Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών (IATA), σύμφωνα με την οποία, στο αισιόδοξο σενάριό της, η ζήτηση για αεροπορικά ταξίδια το 2021 θα φτάσει μόλις το 50% των επιπέδων του 2019. Εάν όμως νέα στελέχη του ιού συνεχίσουν να εντοπίζονται, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι ακόμη χειρότερα και η ανάκαμψη θα μπορούσε να περιοριστεί σε μόλις 13% πάνω από τα επίπεδα του 2020, αφήνοντας τη βιομηχανία στο 38% της ζήτησης επιβατών σε σχέση με το 2019.
Αναφορικά με την Ήπειρο η κατάσταση είναι πιο ομαλή καθώς οι περιοχές των παράλιων του Ιονίου δουλεύουν με εσωτερικό τουρισμό και κυρίως τα Σαββατοκύριακα τόσο τα beach bars και τα ξενοδοχεία όσο και τα καταστήματα εστίασης γεμίζουν με κόσμο είτε από όμορους Νομούς είτε από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι οδικοί άξονες έχουν βοηθήσει αισθητά προς αυτή την κατεύθυνση. Παράλληλα λόγω του προγράμματος του «κοινωνικού Τουρισμού» η πληρότητα σε δωμάτια αλλά και μικρές ξενοδοχειακές μονάδες φτάνει σε αρκετά ικανοποιητικά επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά η μείωση είναι αισθητή χωρίς να μπορεί να γίνει καμιά αντίστοιχη προσέγγιση με τα δεδομένα του 2019.
Δυο αδιευκρίνιστοι παράγοντες που θα κρίνουν πολλά το επόμενο διάστημα στην Ήπειρο θα είναι η πορεία της πανδημίας- η οποία λόγω των αυξημένων κρουσμάτων της μετάλλαξης Δέλτα και στην Ήπειρο έχει δημιουργήσει ζητήματα στην ψυχολογία του κόσμου- καθώς και η κίνηση το διάστημα από 20 Ιουλίου έως 20 Αυγούστου. Άλλωστε το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα πάντα καθόριζε τα τελικά στοιχεία των αριθμών στην περιοχή.
Με αυτή την «δύσκολη κληρονομιά» του 2020, οι προοπτικές του τουρισμού για φέτος κρίνονται εξαιρετικά αβέβαιες σε συνάρτηση πάντα και με την πορεία των εμβολιασμών τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στον πληθυσμό των παραδοσιακών αγορών της.
Χαμένοι βγαίνουν πάντως οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες οι οποίες και φέτος είχαν «απώλειες» κυρίως από την Αγγλική αγορά η οποία προτιμούσε σταθερά την περιοχή για αρκετά χρόνια ως ενδεδειγμένο τόπο διακοπών, με το αεροδρόμιο του Ακτίου και την αναβάθμιση του τα τελευταία χρόνια να βοηθά αισθητά προς την κατεύθυνση αυτή.
Η πανδημία από την άλλη πλευρά- αλλά και η αυξανόμενη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση- αλλάζουν τη συμπεριφορά των Ευρωπαίων ταξιδιωτών και δημιουργούν νέες προκλήσεις για τους ξενοδόχους αλλά και τους αερομεταφορείς. Τέσσερις στους δέκα Ευρωπαίους είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για να επισκεφθούν προορισμούς με λιγότερο κόσμο. Επιπλέον, το 51% δηλώνει πως επιθυμεί να ταξιδεύει περισσότερο σε περιόδους διαφορετικές από εκείνες της εποχικής κορύφωσης του τουρισμού. Το 44% συμφωνεί πως πρέπει να κάνει υψηλότερες δαπάνες απ’ ότι στο παρελθόν ώστε να στηριχθούν οι τοπικές κοινωνίες και οικονομίες, ενώ το 37% δηλώνει διατεθειμένο να πληρώσει περισσότερο προκειμένου να μειωθεί το αποτύπωμα άνθρακα του ταξιδιού του. Παράλληλα αυξάνεται και η διάθεση των τοπικών κοινωνιών να φιλοξενήσουν περισσότερους τουρίστες, καθώς η σημασία του τουρισμού για την οικονομία έγινε πασιφανής κατά τη διάρκεια του 2020, οπότε και συρρικνώθηκαν δραματικά τα ταξίδια αποστερώντας εισόδημα από όλους. Την ίδια ώρα, περισσότεροι Ευρωπαίοι είναι διατεθειμένοι να εξετάσουν την πραγματοποίηση των διακοπών τους σε πολύ λιγότερο γνωστούς προορισμούς.
Αυτά είναι μερικά από τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τελευταία μεγάλη έρευνα του European Travel Commission, δηλαδή της ευρωπαϊκής ένωσης των οργανισμών τουρισμού, που διενήργησε η MINDHAUS κατά τη διάρκεια του Ιουνίου σε δείγμα περισσότερων των 5.800 ατόμων σε Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία, Βέλγιο, Ελβετία, Ισπανία, Πολωνία και Αυστρία.
Τα πράγματα ξετυλίγονται μπροστά μας αρκετά ρευστά και δημιουργούνται ή και πολλαπλασιάζονται επομένως εύλογα τα ερωτήματα για το «ταμείο» της φετινής τουριστικής περιόδου.
Όλο το προηγούμενο διάστημα ακούγαμε στον δημόσιο διάλογο ότι ο τουρισμός μπορεί να είναι ένα σύνθετο θέμα, αλλά η ανάπτυξη του ξεκινά από το εξής βασικό στοιχείο: ‘Η Ελλάδα είναι μία πολύ ωραία χώρα για να ζει κανείς, -ένα αν μη τι άλλο ένα πολύ γενικό «μότο»-. Επίσης είναι και μια πολύ ωραία χώρα για να κάνει διακοπές κάποιος, να περνάει μεγαλύτερα διαστήματα αν οι υποχρεώσεις το επιτρέπουν, να δουλεύει εξ αποστάσεως (και ενόψει 5G) ή και να σπουδάζει’. Όλα αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα οδηγούσαν τη χώρα μας να επενδύει μονοθεματικά στον τουριστικό τομέα.
Στην σημερινή συγκυρία όμως μήπως ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε αν τα παραπάνω- που ισχύουν ακόμα- μπορούν να μας εξασφαλίσουν τους ίδιους πόρους ως χώρα ή μήπως θα πρέπει να στραφούμε και προς άλλες κατευθύνσεις ή να δημιουργήσουμε δικλείδες ασφαλείας;