Η Παιδεία ως θεμέλιος λίθος της κοινωνικής προόδου, πρέπει να τεθεί στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης. Είναι κοινά παραδεκτό πως η επένδυση στην εκπαίδευση μπορεί να συμβάλει θετικά στο ξεπέρασμα της νέας πολυεπίπεδης κρίσης που «μαστίζει» και την ελληνική κοινωνία, αλλά και να βοηθήσει αισθητά στη σωστή ανάπτυξη της χώρας.
Οι επιπτώσεις των πολιτικών λιτότητας, που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, επέφεραν δραματικές αλλαγές σ’ όλες της βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης. Θα μπορούσε κανείς σχηματικά να ταξινομήσει τις επιπτώσεις αυτές σε τρεις τομείς:
Τις περικοπές των δαπανών και την τεράστια υποχρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης, τις παρεμβάσεις και τις αλλαγές στο περιεχόμενο της παρεχόμενης γνώσης και της εκπαιδευτικής λειτουργίας και τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, την μείωση μισθών, την αύξηση εργασιακού φόρτου και τέλος την ελαστικοποίηση της εργασίας.
Η εξαποστάσεως εκπαίδευση
επιβάρυνε μαθητές/φοιτητές
και εκπαιδευτικούς τον τελευταίο
χρόνο, μη μπορώντας όμως να
αντικαταστήσει στην πράξη τη
σπουδαιότητα του ρόλου της δια
ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας.
Στην πραγματικότητα αυτοί οι τρεις τομείς αλληλοσυσχετίζονται και οδηγούν στην ίδια κατεύθυνση. Οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην υποβάθμιση του ρόλου αλλά και της ουσίας του δημόσιου και κοινωνικού αγαθού της παιδείας, καταλήγοντας στην ιδιωτικοποίηση εκπαιδευτικών υπηρεσιών και στην ενίσχυση του αυταρχισμού.
Σ’ όλο αυτό το σκηνικό ήρθε να προστεθεί και η «νέα» πραγματικότητα που επέφερε η πανδημία της covid-19 στις ζωές μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών αλλά και στο τελικό παραγόμενο αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Η εξαποστάσεως εκπαίδευση επιβάρυνε μαθητές/φοιτητές και εκπαιδευτικούς τον τελευταίο χρόνο, μη μπορώντας όμως να αντικαταστήσει και να «αμφισβητήσει» στην πράξη τη σπουδαιότητα του ρόλου της δια ζώσης εκπαιδευτικής λειτουργίας παρόλες τις προθέσεις του Υπουργείου Παιδείας για περαιτέρω μονιμοποίηση του συγκεκριμένου μοντέλου.
Οι αποκαλούμενες ‘μεταρρυθμίσεις’ του ΥΠΑΙΘ είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση του Ασύλου, την επαναφορά της βάσης του δέκα μέσα από το νόμο «Κεραμέως» για τα ΑΕΙ, την επαναφορά της τράπεζας θεμάτων, τη θέσπιση Πειραματικών /Προτύπων Σχολείων σε όλη την επικράτεια της χώρας, όπως και την κατάργηση στην πράξη των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών από τα υπηρεσιακά συμβούλια, πρώτη φορά στην Μεταπολίτευση «εν μια νυκτί» με απόφαση Υπουργού. Όλα αυτά αλλάζουν ριζικά το τοπίο της εκπαίδευσης πυροδοτώντας σφοδρές αντιδράσεις.
Όσον αφορά το νέο σχολικό έτος τα προβλήματα υποχρηματοδότησης εμφανίζονται πιο διογκωμένα με τα κενά σε θέσεις εκπαιδευτικών να είναι τεράστια. Γιατί η σχολική χρονιά που έρχεται θα σπάσει κάθε ρεκόρ στον αριθμό κενών θέσεων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι φέτος αυξήθηκαν σημαντικά οι παραιτήσεις σε σύγκριση με προηγούμενες χρονιές, καθώς σύμφωνα με τα δεδομένα εντός του 2021 θα έχουν φύγει περίπου 3.500 Δάσκαλοι και Νηπιαγωγοί στην Πρωτοβάθμια και πάνω από 4.000 καθηγητές στην Δευτεροβάθμια εκπαίδευση αντίστοιχα, χωρίς εγγυημένα να πραγματοποιηθούν οι αναμενόμενοι διορισμοί , που χρονίζουν στο ‘ντουλάπι’ εδώ και χρόνια . Εντός του μηνός Ιουνίου 2021, σύμφωνα με τις εξαγγελίες, θα κοινοποιηθούν οι Πίνακες διορισμών του ΑΣΕΠ , όπου θα τροφοδοτηθούν με έναν μικρό αριθμό μόνιμου προσωπικού τα σχολεία Γενικής Εκπαίδευσης σε όλη τη χώρα χωρίς σαφή εικόνα για τον αριθμό των κενών θέσεων εκπαιδευτικών, κατά κλάδο και ειδικότητα. Οι 5.250 εκπαιδευτικοί, που θα αναλάβουν υπηρεσία στα Νηπιαγωγεία, Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας δεν καλύπτουν περισσότερο από το 10% των κενών θέσεων.
Στην «μεγάλη εικόνα» επίσης ο κίνδυνος παραμένει να οδηγηθούμε σταδιακά από την παιδεία των ανθρωπιστικών στην παιδεία των επιχειρηματικών αξιών, με τις αλλαγές που επιχειρήθηκαν το προηγούμενο διάστημα για κατάργηση μαθημάτων, όπως η Κοινωνιολογία και τα Καλλιτεχνικά από το Λύκειο καθώς και την εισροή μελλοντικών φοιτητών στον ιδιωτικό τομέα ως άμεσο αποτέλεσμα της κατάργησης της βάσης του δέκα .
Στον αντίποδα όμως όλο και περισσότεροι εκπαιδευτικοί και σπουδαστές οργανώνουν τις δικές τους αντιστάσεις και αντιπροτάσεις σε μια τέτοια εξέλιξη.
Αυτό τελικά που οφείλει να προκριθεί ας είναι ένα σχολείο για όλους που θα παρέχει ολόπλευρη, σύγχρονη γνώση. Ένα σχολείο που θα διαμορφώνει μέσα από το πρόγραμμα και τις δραστηριότητές του πολύπλευρες προσωπικότητες, χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς. Ένα σχολείο που θα στηρίζει τα νέα παιδιά και τα όνειρα τους.