in

Το βουνό ρημάζει και αυτό είναι ζωτική απώλεια [του Δημήτρη Χριστόπουλου]

Κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών και καθηγητής Πολιτειολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


Το σαββατοκύριακο, μια παρέα κάναμε κορυφαία εκδρομή στα Βαρδούσια.

Ο ορεινός όγκος της Ρούμελης – Γκιώνα, Παρνασσός, Οίτη, Βαρδούσια, Βελούχι, Γκράβαρα, Άγραφα – είναι ο γεωγραφικά πιο εκτεταμμένος στη χώρα, ακόμη κι από την Πίνδο. Με μιαν έννοια, είναι η συνέχεια της Πίνδου της Ηπείρου και Θεσσαλίας.

Από τα ομορφότερα βουνά των Βαλκανίων. Όπως σχεδόν όλο το ορεινό στη Νότια Ευρώπη, το ελληνικό βουνό ρημάζει.

Η ημινομαδική κτηνοτροφία έχει σχεδόν εκλείψει καθώς ολοένα και λιγότεροι τσοπαναραίοι ανεβαίνουν. Χωρίς κτηνοτροφία όμως το βουνό δεν πατιέται και επομένως οι τόσοι ορεινοί δρόμοι που υπάρχουν στην Ελλάδα σιγά σιγά θα γίνονται απροσπέλαστοι, ακόμη και το καλοκαίρι. Έτσι το βουνό στο οποίο μέχρι πριν 70 χρόνια ζούσε το κυρίως σώμα του ελληνικού πληθυσμού θα γίνει άβατο. Ως έχουν τα πράγματα, δεν φαίνεται σενάριο που να ανατρέπει την ροή των πραγμάτων.

Ο κόσμος έχει εγκαταλείψει το βουνό όπου άλλοτε ζούσε, και ο ορεινός τουρισμός δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό, με κανέναν τρόπο, παρά μόνο σε ελάχιστες εξαιρέσεις που μετριούνται στα δάχτυλα ενός χεριού σε όλη τη χώρα. Ούτε οι χωριανοί της πόλης που εμφανίζονται δύο βδομάδες τον Αύγουστο μπορούν να σώσουν την κατάσταση καθώς ο μέσος άνθρωπος δεν έχει να δίνει το βιός του να φτιάχνει σπίτια που χαλάνε λόγω αχρησίας κάθε λίγο και λιγάκι. Σιγά σιγά και τα περισσότερα σπίτια μένουν για πάντα ερμητικά κλειστά.

Κοινώς, συζητάμε για μια σχεδόν τετελεσμένη δημογραφική εξέλιξη που οδήγησε – χρησιμοποιώ παρελθοντικό πλέον χρόνο – στην πληθυσμιακή αφαίμαξη της άλλοτε ακμάζουσας ελληνικής υπαίθρου κυρίως στο ορεινό της τμήμα, αλλά όχι μόνο.

Η συντριπτική πλειοψηφία των ορεινών χωριών στην Ελλάδα έχουν πλέον 10 με 20 κατοίκους. Χωρίς υπερβολή αυτό.

Το θέμα είναι ζωτικό και προσφέρεται για ‘νοσταλγικές’ ερμηνείες αλλά “το μικρό σπίτι στο λιβάδι” δεν κάνει το ποτάμι να γυρίζει πίσω. Χρειάζεται άλλη προσέγγιση ειδάλλως θα χάσουμε.

Ακόμη και οι Αλβανοί που κρατούν τα ελάχιστα σπίτια του ορεινών χωριών ανοιχτά και φροντίζουν τα άλλα, σύντομα θα φύγουν κι αυτοί στην πλειοψηφία τους, διότι τα παιδιά τους δεν έχουν να κάνουν τίποτε στο βουνό, όπως και κάποια ελληνόπουλα πενήντα χρόνια πίσω. Επομένως, είναι δυστυχώς θέμα ετών να εγκαταλείψουν το βουνό και οι άνθρωποι χάρη στους οποίους το ορεινό πήρε μια παράταση ζωής 30 ετών, από το ΄90 που ήρθαν ως σήμερα.

Δεν έχω ακούσει να γίνονται σοβαρές συζητήσεις για το ζήτημα αυτό παρά μόνο ανοησίες και αντιδραστικές αναλύσεις για το “δημογραφικό” της Ελλάδας. Όμως, αν θέλουμε να μιλήσουμε στρατηγικά για το μέλλον αυτής της χώρας, το ζήτημα του κοινωνικού θανάτου του ελληνικού βουνού ορθώνεται μπροστά μας αναπόδραστα.

Αν μας ενδιαφέρει το βουνό να ζήσει κι άλλο και να μπορούμε να το βλέπουμε, να το νιώθουμε, να το περπατάμε, να πίνουμε και να τρώμε εκεί, με δυο λόγια να το αγαπάμε από κοντά πηγαίνοντας σε αυτό, τότε πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά και κάπως out of the box.

100 χρόνια μετά τον επιτυχημένο εποικισμό της Ελλάδας από τους πρόσφυγες του ’22 από την Τουρκία, η χώρα χρειάζεται ένα νέο όραμα το οποίο θα δώσει πνοή στο σημαντικότερο τμήμα της ελληνικής επικράτειας.

Όπως μου είπε ο Vasilis Christou, από τους μύστες του ελληνικού βουνού, “η ερημιά του τόπου μας στοιχειώνει το μέλλον της χώρας.”

Αν αυτό δεν είναι ΤΟ κατεξοχήν “εθνικό” ζήτημα, πραγματικά δεν καταλαβαίνω ποια άλλα μπορεί να είναι…

(Ανάρτηση στην προσωπική του σελίδα στο Facebook).