Η πανδημία ανέδειξε για ακόμη μια φορά τα προβλήματα του πρωτογενούς τομέα στην Ήπειρο. Μπορεί η περιοχή να παράγει ποιοτικά προϊόντα λόγω του κλίματος και των συστατικών του εδάφους, ωστόσο οι μικροί κλήροι, η έλλειψη υποδομών σε αποθηκευτικούς χώρους και το έλλειμμα συνεργατικών σχημάτων δεν βοηθούν στην αντιμετώπιση κρίσεων, τη δημιουργία οικονομιών κλίμακος και την εξασφάλιση ικανοποιητικών τιμών για τα καλλιεργούμενα προϊόντα.
Το 2020, οπότε βασικά αγροτικά προϊόντα της Ηπείρου είτε πωλήθηκαν σε χαμηλές τιμές είτε σάπισαν στα δέντρα με εξαίρεση τα ακτινίδια-, με τους εμπόρους να κάνουν λόγο για έλλειψη ζήτησης και κακή ποιότητα προϊόντων και του παραγωγούς να μιλούν για «εμπορικά παιχνίδια», απέδειξε γι άλλη μια φορά ότι οι παραγωγοί σαν μονάδες δεν μπορούν να αποκομίσουν οφέλη ή να αντιμετωπίσουν προβλήματα. Αντιθέτως, σαν μέλη ενός συνεργατικού σχήματος θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη δύναμη στην διαπραγμάτευση, να διαθέτουν οι ίδιοι τα προϊόντα τους στον καταναλωτή και να δανειοδοτούνται με ευνοϊκότερους όρους και άρα να έχουν οφέλη.
Η έλλειψη συνεργατικής παιδείας και οι κακές πρακτικές του παρελθόντος, με επιτήδειους που εκμεταλλεύτηκαν πράγματα και καταστάσεις, αλλά και πολιτικούς που χρησιμοποίησαν τους συνεταιρισμούς για να εξυπηρετήσουν ημέτερους με σκοπό ιδία οφέλη αποτελούν το βασικό λόγο, που οι παραγωγοί διατηρούν τεράστιες επιφυλάξεις για το «συνεταιρίζεσθαι». Ωστόσο, πλέον φαίνεται πως έχει γίνει κατανοητό ότι η συνεργασία αποτελεί μονόδρομο για να μπορέσουν τα προϊόντα να είναι ανταγωνιστικά και να αποκτήσουν υπεραξία.
Με δεδομένη την οικονομική κρίση, αλλά και την πανδημία η πολιτεία θα έπρεπε να σταθεί αρωγός, να στηρίξει τον πρωτογενή τομέα, να ενισχύσει τους πληττόμενους παραγωγούς για την απώλεια εισοδήματος και να δώσει κίνητρα για την δημιουργία συνεργατικών σχημάτων και επενδύσεων σε υποδομές.
Υπάρχει όμως, η πολιτική βούληση;
Η «Δημοκρατική Φωνή» μίλησε με τους παραγωγούς εσπεριδοειδών, ελιάς και ακτινιδίων, αλλά και κηπευτικών, που αποτελούν τις βασικές καλλιέργειες της Ηπείρου και κατέγραψε τα προβλήματα που προέκυψαν στη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και τα χρόνια προβλήματα, που ταλανίζουν τον κλάδο.
Κακή χρονιά για τα Εσπεριδοειδή το 2020
Οι παραγωγοί εσπεριδοειδών συνεχίζουν να μένουν έξω από τα ειδικά καθεστώτα για την ανακούφιση των πληγέντων από τον κορονοϊό, με την κυβέρνηση να μην έχει δώσει σαφείς απαντήσεις για το τι μέλει γενέσθαι ακόμη και σε Ερωτήματα που τέθηκαν από τους τοπικούς βουλευτές.
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του 2020 έμεινε αδιάθετο ή σάπισε στα δέντρα, είτε γιατί κάποιοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση είτε γιατί πράγματι δεν υπήρξε ζήτηση από τις αγορές της Ευρώπης, ενώ όσες ποσότητες διατέθηκαν ήταν σε χαμηλές τιμές.
Τις μεγαλύτερες απώλειες υπέστησαν οι παραγωγοί μανταρινιών με τις τιμές πώλησης να κατρακυλούν από την μια εβδομάδα στην άλλη από τα 34 λεπτά/κιλά στα 22λεπτά/κιλό, ενώ μεγάλες ποσότητες έμειναν στα δέντρα.
«Το 2020 δεν μπορούσαμε να πουλήσουμε, δεν υπήρχε αγορά και οι τιμές ήταν πολύ χαμηλές, δεν μπορέσαμε να καλύψουμε ούτε τα έξοδα φροντίδας», δηλώνει στην «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΦΩΝΗ», ο παραγωγός Κώστας Γκίκας από την Σαγιάδα, όπου το μανταρίνι είναι η κύρια καλλιέργεια. Αντίστοιχη ήταν η κατάσταση και με το πορτοκάλι. «Ενώ το 2019 υπήρξε μεγάλη ζήτηση, το 2020 το πορτοκάλι πήγε στα αζήτητα, με τις τιμές να κατρακυλούν από τα 25-26λεπτά/κιλό στα 18-22 λεπτά/ανά κιλό και να μένουν πολλά αδιάθετα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Αν είχαμε ισχυρούς συνεταιρισμούς θα μπορούσαμε να χειριστούμε διαφορετικά τις καταστάσεις, αλλά δυστυχώς δρούμε κατά μόνας και γι αυτό φέρουμε ευθύνη κι εμείς», υποστηρίζει ο κ. Γκίκας.
Επισημαίνει εξάλλου, πως στα αιτήματά τους για οικονομική ενίσχυση από το κράτος λόγω απώλειας εισοδήματος, δεν έχουν βρει ανταπόκριση μέχρι στιγμής. Η μόνη βοήθεια ήταν κάποια ελάχιστα χρήματα που ήρθαν από τις Επιστρεπτέες προκαταβολές, τις οποίες πήραν ελάχιστοι.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση όσον αφορά στα εσπεριδοειδή και στον κάμπο της Άρτας. «Φέτος δεν υπήρχε ζήτηση. Στην περίοδο της συλλογής, κόβαμε δυο μέρες μανταρίνια με 35 λεπτά ανά κιλό, σταματούσαμε μια εβδομάδα, ξανακόβαμε την επόμενη με 28 λεπτά/κιλό, σταματούσαμε πάλι και τα τελευταία τα δώσαμε με 22 λεπτά» περιγράφει παραγωγός της Άρτας, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του και τυχερό, καθώς διέθεσε την πλειονότητα της παραγωγής του, όταν κάποιοι συνάδελφοί του είδαν τους καρπούς να σαπίζουν στα δέντρα.
«Την χρονιά που πέρασε υπήρξε μεγάλη απώλεια εισοδήματος στους εσπεριδοκαλλιεργητές, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια δεν έχουν βγάλει χρήματα από το προϊόν τους. Επενδύουν σε νέες καλλιέργειες, νέες ποικιλίες, φάρμακα, λιπάσματα, κλπ., χωρίς να έχουν κέρδος για την ώρα. Το φετινό χτύπημα ήταν ισχυρό, με την απώλεια εισοδήματος να φτάνει τα 10-12 εκατ. ευρώ και θα έπρεπε η πολιτεία να σταθεί αρωγός και να δοθεί οικονομική ενίσχυση. Αντ’ αυτού καλύφθηκε πίσω από τον παγετό, που έγινε λίγο πριν την λήξη της σεζόν, το Φλεβάρη και θα δώσουν κάποια μικρή αποζημίωση στους παραγωγούς, που έπαθαν ζημιά, μέσω του ΕΛΓΑ. Αν δεν υπάρξει πολιτική απόφαση για να καλυφθεί η απώλεια εισοδήματος για τους εσπεριδοπαραγωγούς λόγω κορονοϊού, όπως έγινε με άλλα προϊόντα, δεν θα αντέξουν για πολύ. Ως πότε θα επενδύουν από το υστέρημά τους χωρίς κέρδος;», αναφέρει ο Πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Άρτας Φιλιππιάδας Νίκος Γκίζας.
Την ίδια στιγμή ο Δημήτρης Παπαδήμας ιδιοκτήτης συσκευαστηρίου, δίνει μια διαφορετική εικόνα. Όπως υποστηρίζει, «Δεν έμειναν αδιάθετα μανταρίνια, παρά μόνο όσα δεν ήταν εμπορεύσιμα. Ειδικά στα μανταρίνια απορροφήθηκαν μεγαλύτερες ποσότητες από άλλες χρονιές. Εμείς ψάχναμε κι άλλα μανταρίνια, και πορτοκάλια. Όμως, πράγματι έμειναν απούλητα προϊόντα γιατί όταν εμείς δίναμε 40 λεπτά για τα μανταρίνια παραδοτέα στο συσκευαστήριο, ο παραγωγός ζητούσε 50 λεπτά και δεν τα έδινε. Μετά άρχισε η κατρακύλα. Αλλά γενικά η ποιότητα στην Άρτα δεν ήταν καλή. Είχε ψιλοκαρπία», αναφέρει, και προσθέτει πως πρόβλημα υπήρξε με τις εξαγωγές των πορτοκαλιών, γιατί υπήρξε έντονος ανταγωνισμός με άλλες παραγωγές χώρες ως προς τις τιμές διάθεσης.
Σε ότι αφορά την ύπαρξη συνεταιρισμών στην Άρτα, ο κ. Γκίζας υποστηρίζει ότι το συνεταιριστικό κίνημα τόσο στην Άρτα, αλλά και σε όλη την επικράτεια, έχει αποδυναμωθεί κι είναι αποτρεπτικό πλέον κάποιος να ασχοληθεί, καθώς «έχει ποινικοποιηθεί η ενασχόληση με το συνεταιρίζεσθαι».
«Συνεταιρισμός με την έννοια του παρέχω συμβουλές, δυνατότητα καλλιεργητικών φροντίδων στους παραγωγούς, συγκομίζω το προϊόν και το διαθέτω, αμφιβάλω αν υπάρχει κι εδώ και αλλού. Δεν μιλώ για μικρές οντότητες. Γιατί το συνεταιρίζεσθαι δεν είναι να μαζευτούμε 4-5 να κάνουμε μια μικρο-ομάδα για να διαχειριστούμε ποσότητες. Λάθη έχουν γίνει από προηγούμενες διοικήσεις συνεταιρισμών, τα αναγνωρίζουμε, κι εγώ προσωπικά. Από κει και πέρα οι νόμοι και η πολιτεία δεν βοηθάει. Όταν προτρέπει τους νέους να κάνουν συνεταιρισμό με 10 άτομα αντιλαμβάνεστε ότι μ’ αυτόν τον ελάχιστο αριθμό και άρα μικρή ποσότητα προϊόντων, με ποια αλυσίδα και που θα διαπραγματευτεί την καλύτερη διάθεση του προϊόντος. Μιλάμε για ποιότητα ναι, αλλά εκτός από την ποιότητα χρειάζεται και ποσότητα για να πας να διαπραγματευτείς», αναφέρει ο πρόεδρος της ΕΑΣΑΦ.
«Παγωμένη» η αγορά κηπευτικών στην Πρέβεζα- Καμιά εξαγωγή εσπεριδοειδών το 2020
«Δραματική» χαρακτηρίζει την κατάσταση ο πρόεδρος του Νέου Συνεταιρισμού Πρέβεζας κ. Βασίλης Τσάρκας, σε ότι αφορά την διάθεση των εσπεριδοειδών, αλλά και των κηπευτικών προϊόντων, γεγονός που το αποδίδει στην καραντίνα και το κλείσιμο των συνόρων. Ο Νέος Συνεταιρισμός δραστηριοποιείται κυρίως στην Ελλάδα, ενώ κάνει κάποιες εξαγωγές εσπεριδοειδών στις Βαλκανικές χώρες. Όπως αναφέρει, το 2020 δεν έγιναν καθόλου εξαγωγές εσπεριδοειδών, καθώς οι έμποροι που ερχόντουσαν άλλες χρονιές δεν εμφανίστηκαν καν, ενώ κατάφεραν να διαθέσουν μόνο το 20-30% της παραγωγής τους κι αυτό σε εξευτελιστικές τιμές συγκριτικά με πέρυσι και πρόπερσι. «Ειδικά στα λεμόνια και τα μανταρίνια τα έσοδα δεν κάλυπταν ούτε τα εργατικά, όχι το κόστος συντήρησης του κτήματος», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σε ότι αφορά τα κηπευτικά, που διατίθενται στο εσωτερικό, κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα και τα Ιόνια νησιά, η κατάσταση παρά το άνοιγμα της εστίασης πριν 15 μέρες παραμένει τραγική. «Εκεί που οι έμποροι ερχόντουσαν για εφοδιασμό κάθε δυο μέρες τα προηγούμενα χρόνια, τώρα έρχονται κάθε 10 μέρες γιατί δεν μπορούν να διαθέσουν τα προϊόντα. Δεν γίνεται κατανάλωση» υποστηρίζει.
Σε ότι αφορά την οικονομική στήριξη από την πολιτεία για την απώλεια εισοδήματος αναφέρει πως παρά τις διαβεβαιώσεις μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει καμιά βοήθεια, πέραν κάποιων ελάχιστων ποσών των 500- 1000 ευρώ, που πήραν κάποιοι, από τις επιστρεπτέες προκαταβολές.
Χριστόφορος Κοσμάς: «Ο κορονοϊός χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση για να πέσουν οι τιμές της ελιάς»
Το 2020 ήταν μια πολύ καλή χρονιά ως προς την σοδειά της ελιάς, πολύ κακή ωστόσο, ως προς τις τιμές πώλησης του προϊόντος, οι οποίες κατρακύλησαν κάτω από το ένα ευρώ/κιλό. Επιπλέον, σύμφωνα με τους παραγωγούς οι έμποροι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση του κορονοϊού και της καραντίνας, επικαλούμενοι μη ζήτηση για να αγοράσουν σε χαμηλές τιμές.
«Εμείς θεωρούμε ότι δεν υπήρξε ζήτημα διάθεσης του προϊόντος και ο κορονοϊός χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση για να πέσουν οι τιμές και να δημιουργηθεί μια εμπλοκή στην αγορά. Οι τιμές ήταν εξευτελιστικές, έφτασαν να πωλούνται κατά μέσο στα 50 λεπτά/κιλό οι βρώσιμες ελιές και σε τιμές κόστους οι λαδοελιές, με τις εξαγωγές να είναι αμείωτες. Δεν είναι ότι δεν είχαν απορρόφηση οι ελιές, απλώς «πάτησαν» πάνω σε κάποιες δικές μας αδυναμίες, με την ανοχή και της πολιτείας κι έτσι είχαμε μια χαμένη σοδειά. Οι εταιρείες συνέλεξαν το προϊόν και το διαθέτουν στις ίδιες τιμές με το παρελθόν, με την ψαλίδα ανάμεσα στον παραγωγό και τον έμπορο να ξεπερνά το 200%», υποστηρίζει ο Πρόεδρος του Αγροτικού Συλλόγου Πέτα Χριστόφορος Κοσμάς.
Σε ότι αφορά την οικονομική στήριξη από την πολιτεία, όπως επισημαίνει δόθηκε ένα πριμ περίπου 30 ευρώ το στρέμμα για τον κορονοϊό, που «ήταν ένα βοήθημα, αλλά δεν επαρκεί για να καλύψει τα κόστη φροντίδας της καλλιέργειας και να βιοποριστείς από αυτό, όταν μάλιστα ακολουθεί μια χαμένη χρονιά λόγω ακαρπίας».
Ερωτηθείς γιατί δεν οργανώνονται σε ένα συνεταιριστικό σχήμα, ο κ. Κοσμάς υποστήριξε ότι απαιτεί τεράστια κεφάλαια για να δημιουργήσεις υποδομές. «Δεν είναι ότι δεν έχουμε συνεταιριστικό πνεύμα, αλλά το να ξεκινήσεις από το μηδέν με αυτές τις συνθήκες που ζούμε, με την αστάθεια της αγοράς, με την διαρκή μεταβολή των καιρικών φαινομένων είναι δύσκολο. Όλα αυτά δημιουργούν ένα κλίμα δυσπιστίας απέναντι σ’ αυτό το εγχείρημα. Προσπαθούμε βέβαια να ενημερωθούμε για τις ομάδες παραγωγών, μήπως ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να μπορούμε να μαστε πιο ανταγωνιστικοί και να καταφέρουμε κάτι καλύτερο για την παραγωγή μας, να μην εξαρτόμαστε από τον κάθε επιτήδειο έμπορο και να μην πηγαίνει στράφι ο κόπος μας», επισημαίνει.
Έκρηξη επενδύσεων στην καλλιέργεια ακτινιδίων, όχι όμως σε υποδομές
Σε αντίθεση με τα εσπεριδοειδή και τις ελιές, τα ακτινίδια κινήθηκαν πολύ καλά το 2020, με την μέση τιμή του προϊόντος να διαμορφώνεται στα 70 λεπτά/κιλό για προϊόν με μέσο βάρος τα 100 γραμμάρια. «Πήγαν καλά γιατί υπάρχουν ακόμη οργανώσεις αγροτών που μπορούν να χειριστούν το αντικείμενο. Έχουν υποδομές και μπορούν κάνουν πανελλαδικά, παρέμβαση. Είχαμε μια άνοδο τιμής πέρυσι, θα έχουμε και φέτος γιατί εκτός των άλλων, το ακτινίδιο είναι ένα φρούτο που έχει μακρά περίοδο αποθήκευσης, -έξι μήνες- και άρα και μακρά περίοδο εμπορίας», υποστηρίζει στην «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΦΩΝΗ» ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Εκμετάλλευσης Ακτινιδίων Άρτας κ. Άγγελος Ξυλογιάννης.
Ένας ακόμη λόγος για την αύξηση των τιμών του ακτινιδίου είναι η μείωση της παραγωγής στο Βόρειο ημισφαίριο. Όπως αναφέρει ο κ. Ξυλογιάννης πριν 6-7 χρόνια η παραγωγή στο Βόρειο ημισφαίριο πλησίαζε τους 900.000 τόνους, ενώ πέρυσι ήταν 550- 600.000 τόνους, γιατί η βασική παραγωγός χώρα, η Ιταλία, τα τελευταία χρόνια έχει μείωση παραγωγής και σοβαρά προβλήματα με κάποιες ασθένειες, που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν. «Οι Ιταλοί χάνουν σε παραγωγή και δεν επενδύουν σε νέες καλλιέργειες, γιατί δεν μπορούν να βρουν λύση στο πρόβλημά τους. Ας ελπίσουμε ότι αυτές οι ασθένειες δεν θα εισέλθουν στην Ελλάδα», αναφέρει ο κ. Ξυλογιάννης.
Όσον αφορά την Ελλάδα, όπως επισημαίνει, παρατηρείται μια έκρηξη επενδύσεων στην καλλιέργεια ακτινιδίου, με αύξηση νέων φυτεύσεων κατά 10-15%, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν οι ανάλογοι χώροι αποθήκευσης του προϊόντος. «Για να τα εμπορευτείς θα πρέπει να έχεις χώρους αποθήκευσης. Ο ρυθμός φύτευσης θα πρέπει να συμβαδίζει με το ρυθμό επενδύσεων σε ψυγεία, διαλογητήρια, κάτι που δεν γίνεται. Δεν ξέρω τι θα συμβεί μετά από μερικά χρόνια», αναφέρει.
Με βάση τις υφιστάμενες υποδομές, σύμφωνα με τον κ. Ξυλογιάννη, στην Άρτα μπορούν να αποθηκευτούν το πολύ 5.000 τόνοι ακτινίδια. Αυτή την στιγμή παράγονται περί τους 35.000 τόνοι και τις νέες φυτεύσεις που γίνονται σε 3-4 χρόνια οι παραγόμενες ποσότητες θα φτάσουν τους 55.000 τόνους.
Ερωτηθείς γιατί δεν γίνονται επενδύσεις σε ψυκτικούς θαλάμους, ο πρόεδρος του ΑΣΕΑ απαντά με ερώτηση «Ποιος θα χρηματοδοτήσει; Ποια τράπεζα»; Όπως υποστηρίζει, η ΕΕ δίνει χρήματα στην Ελλάδα για τέτοιου είδους επενδύσεις, τα οποία όμως διαχειρίζονται 2-3 τράπεζες οι οποίες δεν δίνουν δάνεια, έχουν υψηλά επιτόκια, ζητούν εγγυήσεις κ.ά., ενώ θα έπρεπε η διαχείριση να γίνεται από ένα κρατικό ταμείο ή δια μέσω των συνεταιρισμών. «Αυτό είναι εθνικό θέμα, πρέπει να υπάρξει πολιτική βούληση», επισημαίνει.
Ο Πρόεδρος του ΑΣΕΑ υποστηρίζει πως για να μπορεί να πουληθεί το προϊόν στις αλυσίδες του εξωτερικού, δεδομένου του μικρού κλήρου των ελλήνων παραγωγών -ο Μ.Ο. είναι 12-15 στρέμματα ανά παραγωγό- θα πρέπει να υπάρξουν μεγάλα σχήματα που θα προγραμματίζουν ταυτόχρονα την παραγωγή και την εμπορία.
Ερωτηθείς γιατί δεν γίνονται συνεταιρισμοί, απαντά «Δυστυχώς, είμαστε μαθημένοι να χορεύουμε ζεϊμπέκικο κι όχι τσάμικο». Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο οι αγρότες φοβούνται το συνεταιρίζεσθαι είναι το γεγονός ότι «Οι συνεταιρισμοί στο παρελθόν έγιναν εφαλτήρια βουλευτών».
Αναφέρθηκε ωστόσο, σε ένα μοντέλο που θα μπορούσε να λειτουργήσει και να ενθαρρυνθεί η λειτουργία των συνεταιρισμών, αλλά και των επενδύσεων σε υποδομές, το οποίο είχε συζητηθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση και είχε αποφασισθεί, αλλά δεν πρόλαβε να υλοποιηθεί γιατί έγιναν εκλογές. Όπως είπε, «Οι προτάσεις των συνεταιρισμών ήταν οι εξής:
• Να αλλάξει η φορολογία στους συνεταιριζόμενους και μη συνεταιριζόμενους.
• Να δημιουργηθεί ένα οικονομικό σχήμα, ώστε τα χρήματα που δίνονται από την ΕΕ να μην περνούν μέσα από τις τράπεζες, αλλά από ένα κρατικό ταμείο και να δίνονται στους αγρότες με την εγγύηση των συνεταιρισμών.
• Να δημιουργηθεί μια ηλεκτρονική πλατφόρμα, όπου θα καταχωρούνται αυτόματα όλα τα τιμολόγια, ώστε να ελέγχονται αυτόματα οι συνεταιρισμοί ανά πάσα στιγμή.
Μετά από πολλές συζητήσεις έγιναν αποδεκτά, πλην του θέματος της φορολογίας, που κρίθηκε αντισυνταγματικό. Υπήρξε ωστόσο, αντιπρόταση συμβατή με την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μας είπαν ότι θα προχωρήσει, αλλά έγιναν εκλογές κι άλλαξε η κυβέρνηση».
Άλλο ένα θέμα που είχε συζητηθεί ήταν η αξιοποίηση της γης που είναι εγκαταλελειμμένη. «Να διατεθεί η γη που είναι εγκαταλελειμμένη πολλά χρόνια, σε νέα παιδιά, γεωπόνους- συνεταιριστές, για να καλλιεργηθεί με ένα ενοίκιο στους κατόχους της, καταλήγει.