Τόπος είναι η Πρέβεζα, εκεί όπου δεν αυτοκτόνησε ο Κ. Γ. Καρυωτάκης
Στον τόπο μας τα βιογραφικά των ανθρώπων συντάσσονται στο τρίτο πληθυντικό πρόσωπο. Και από πολύ νωρίς οι κάτοικοί του το είχαν αποφασίσει να διανύσουν τα σύνορα ασφαλείας που τον διαχώριζαν από τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι, λίγους μόνο μήνες μετά τη γέννησή του, ο τόπος αυτός μετονομάσθηκε σε ου-τόπο, και το βιολογικό του φύλο από καθαρά ουδέτερο έγινε θηλυκό, δηλαδή ουτοπία. Η ανθρωπογεωγραφία του τόπου διαρκώς ανοίγεται και τα χωρικά του ύδατα διευρύνονται. Εκείνος είναι που «εντοπίζει» πρώτος τους μετανάστες, τους προλετάριους, τους αλλόθρησκους και τους αλλοεθνείς, για να τους επαναπατρίσει. Να γιατί στον τόπο μου, δηλαδή στον τόπο μας, τα βιογραφικά των ανθρώπων είναι πάντα διατυπωμένα στο τρίτο πληθυντικό πρόσωπο. Γιατί ο τόπος αυτός εκφράζει μια αντικειμενικότητα, μια αμεροληψία, και μια δικαιοσύνη. Γιατί η Ιστορία του τόπου αυτού, που είναι η πανανθρώπινη Ιστορία, γράφεται διαρκώς από ένα υποκείμενο συλλογικό.
Ο τόπος μας, αυτή η παγκόσμια πρωτεύουσα, ανεξάρτητα αν τελικά πήρε το όνομα Πρέβεζα ή Αθήνα ή Ντιέν Μπιέν Φου, έχει μια ιστορική βιβλιοθήκη. «Χρήστος Κοντός» αναγράφει μία μαρμάρινη πλάκα στην είσοδό της. Ήταν ο γυμνασιάρχης, ο λόγιός μας, που σκοτώθηκε μαζί με τους μαθητές και τον αγωνιστή γιατρό Χρήστο Μαϊδάτση, από τα χέρια των φασιστών, στην «Παργινόσκαλα». Στην καρδιά του τόπου μας βρίσκεται μία μεγάλη πλατεία. Έχει το όνομα «Αβραάμ Λεσπέρογλου», θα μπορούσε βέβαια να λέγεται και πλατεία «Νίκος Μπελογιάννης». Όλοι το γνωρίζουν πως σε άλλους τόπους δεν υπάρχουν ανάλογα ιδεολογικά ισοδύναμα. Η πλατεία αυτή είναι και ο «τόπος» συνάντησης των συγγραφέων και των ποιητών. Ανάμεσά τους ζει εδώ και χρόνια ένας άσημος, πλην ταπεινός ποιητής, ο νεαρός Κ. Γ. Καρυωτάκης. Σώθηκε από το πείσμα των ψαράδων της οδού «Ατιντάνων», που τον μετέπεισαν, ώστε τελικά να μην ακολουθήσει τον επιτάφιο δρόμο που κατέληγε στο «Βαθύ» Πρεβέζης. Άλλωστε, ο δρόμος αυτός είναι από καιρό πια ένα σκέτο οδόφραγμα, και οι ποιητές έγιναν αντάρτες της πόλης ζωσμένοι με πυρομαχικά. Εκείνοι, έμαθαν να ορκίζονται μονάχα στην γροθιά τους και σε μία πλατιά λαϊκή συνείδηση. Στον τόπο μου, οι συγγραφείς και οι ποιητές του δεν φοβήθηκαν ούτε διστάσανε μπροστά στους δικαστές και στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Και το γνωρίζουν καλά πως μοναδικός τους κριτής ήταν, και είναι, το αδέκαστο μάτι του απλού, του τίμιου καθημερινού ανθρώπου. Έτσι ζυγίζουν το έργο τους, μέσα από την κοφτερή ταξική ματιά των λαϊκών του τόπου μας ανθρώπων.
Απόσπασμα από το διήγημα «Λαϊκή δημοκρατία Πρεβέζης» του βιβλίου «Αγία παπαλίνα η καλλονή», των εκδόσεων «Μανδραγόρας», 2017:
…Αργά το απόγευμα, άρχιζε η καλλιτεχνική τους δουλειά. Με άδεια όστρακα κάθε είδους, όπως καποσάντες, φωσφορίτια, πεταλίδες, αχιβάδες, ακόμα και με αποξηραμένους νεκρούς αχινούς, έφτιαχναν χειροτεχνίες. Μεγάλους πίνακες που αναπαριστούσαν τον βυθό και τον έναστρο νυχτερινό ουρανό. Η βρεφική καρδιά της πόλης, υφάλμυρη και τρικυμιώδης, ξεκινούσε σιγά σιγά τους χτύπους της, μέσα στο σπίτι αυτό. Ο βυθός, που κάθε Κυριακή άδειαζαν τα δίχτυα στην αυλή, γινόταν νεκρή φύση, και έπειτα, μεμιάς και πάλι, ουράνια ζωή! Τα χάβαρα, έλεγε η Λούλα, αν τα ανοίξεις και τα απλώσεις, αποκτούν τη μαγική συμμετρία των φτερών. Έτσι, οι ολοένα διασταυρούμενες γραμμές τους, τα ανάγλυφα σχέδιά τους, τα νέα συνδυαστικά γράμματα της αλφαβήτου που προέκυπταν, με τα συνθηματικά τους, σε εξοστράκιζαν, μια για πάντα, στο καταφύγιο των άστρων.
Στο σπίτι της κυρίας Θαλασσινού ανέπνεε η άλλη Πρέβεζα. Η οποία μεγάλωνε παράλληλα με τον βυθό της θάλασσας.
Επί της ουσίας, ελεύθερη πόλη δεν υπήρξε ποτέ. Όμως, οι γυναίκες της Πρέβεζας, κατάφεραν να διαφυλάξουν ανέπαφο τον φυσικό της πλούτο. Και την υφάλμυρη, αναπτυσσόμενη καρδιά της…