in

Τέσσερις εναλλακτικές συνθέσεις – προτάσεις για το μνημείο του Ζαλόγγου

Tου Σπύρου Σκλαβενίτη


Η μορφή του μνημείου του Ζαλόγγου είναι γνωστή σε όλους μας. Ενδεχομένως κάποιοι να γνωρίζουν και τα ονόματα των δημιουργών του: οι περισσότεροι σίγουρα θα έχουν ακούσει για τον γλύπτη Γεώργιο Ζογγολόπουλο, κάποιοι, λιγότεροι ίσως, θα γνωρίζουν και τα ονόματα του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού (ο οποίος συνεργάστηκε με τον γλύπτη) και του μαρμαροτεχνίτη Ελευθερίου Γυφτόπουλου, που είχε την τεχνική επιμέλεια του έργου.

Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι η σύνθεση που δεσπόζει σήμερα στο βράχο δεν ήταν αυτή που είχε αρχικά επιλεγεί στον διαγωνισμό που διενήργησε το 1953 το Υπουργείο Παιδείας με αντικείμενο την κατάθεση προτάσεων για την ανέγερση μνημείου στο Ζάλογγο. Αντιθέτως, είχε λάβει τη δεύτερη θέση.

Στον διαγωνισμό έλαβαν μέρος οι συνεργαζόμενοι Ζογγολόπουλος και Καραντινός, με τέσσερις μάλιστα προτάσεις, καθώς και οι γλύπτες Νικόλας (Παυλόπουλος), Νίκος Ίκαρης, Γεώργιος Ματαράγκας, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Τάσος Παπαδημητρίου και Βάσος Γεωργιάδης. Τέλος, έλαβαν μέρος και τρεις αρχιτέκτονες, τα ονόματα των οποίων δεν εντοπίσαμε.

Δύο από τις προτάσεις των Καραντινού και Ζογγολόπουλου έλαβαν το πρώτο και το δεύτερο βραβείο, ενώ τρίτη κατατάχθηκε η σύνθεση του γλύπτη Νικόλα, γνωστού στην Πρέβεζα από ένα άλλο έργο του σε δημόσιο χώρο, τον ανδριάντα του Ανδρούτσου στην ομώνυμη πλατεία. Τις αποτυπώσεις αυτών των τριών συνθέσεων παρουσιάζουμε σήμερα, όπως τις εντοπίσαμε στον αθηναϊκό τύπο.


Η βραβευθείσα σύνθεση «κατά μέτωπον φέρει τριγωνικήν αιχμή καταλήγουσα σε κλιμακώσεις» και υπολογιζόταν ότι θα έφτανε σε ύψος 21 μέτρων. (εικ. 1). Πάντως, η κριτική επιτροπή του διαγωνισμού έθεσε τον όρο η σύνθεση να συμπληρωθεί και να «εντοιχισθή εξώγλυφος παράστασις σχετική προς το ιστορικόν του θέματος».

Καταρχάς, λίγο πριν τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των έργων, το Καλλιτεχνικό Επιμελητήριο έθεσε θέμα σύνθεσης της κριτικής επιτροπής ζητώντας να μετέχει σε αυτήν μέλος που θα όριζε το ίδιο. Η μη ικανοποίηση του αιτήματος προκάλεσε την μετέπειτα δημοσίευση σκληρής πολεμικής τόσο για τη διαδικασία, όσο και για τα βραβευθέντα έργα.

Από το σύνολο των δημοσιευμάτων, επιλέγουμε να σταθούμε σε ένα άρθρο του λογοτέχνη και κριτικού Μιχάλη Περάνθη, ο οποίος μεταφέρει τις εντυπώσεις των «πλησιοχώρων» (κατοίκων) του Ζαλόγγου, κυρίως εκείνων της Καμαρίνας, για την επιλογή της σύνθεσης, καταγράφοντας παράλληλα και τη δική τους συμβολή στην όλη προσπάθεια ανέγερσης μνημείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέσα από αυτό το άρθρο προκύπτει και μια τέταρτη πρόταση για το μνημείο, για την οποία ωστόσο δεν διαθέτουμε φωτογραφική αποτύπωση, αλλά μόνο περιγραφή. Πρόκειται για την πρόταση των κατοίκων της περιοχής οι οποίοι, όταν ξεκίνησαν την όλη προσπάθεια, οραματίζονταν την τοποθέτηση ενός φάρου πάνω στο Ζάλογγο!

«Περιδιαβάζοντας την Ηπειρωτική γη. Αγανακισμένοι οι πλησιόχωροι του Ζαλόγγου για το μνημείο που προεκρίθη να στολίσει τον βράχο τους. Πώς άρχισεν η ιδέα του μνημείου και πώς κατέληξε.

Δηλαδή, κυρ δημοσιογράφε, με ρωτούν — αυτό θα στηθή στο βράχο μας, θέλουμε δε θέλουμε; Και θα τον φέρουν χτισμένο τον τοίχο ως εδώ, όπως λένε ότι κουβαλάνε οι Αμερικάνοι τα σπίτια τους; Ή θαρθή κανείς από δαύτους, να «ρογιάση» ένα χτίστη από το χωριό, με ένα-δυό μεριάτικα; Δουλειά ένα εκατομμύριο, πες δύο…. Τ’ άλλα, ως τα 300 εκατομμύρια, θα μας τα δώσουν πάλι; Δε γράφεις ότι δεν έχουμε φως, ότι πνιγόμαστε – το χειμώνα στις λάσπες, μπας και γίνονταν κανένας δρόμος.

Ο ιερός βράχος με το απρόσιτο μεγαλείο της σκυθρωπής του αγριότητος αποτελεί ένα υπερήφανο μέτωπο αρετής κι ένα γρανιτώδες σύμβολο θυσίας — τη θυσία και την αρετή που συγκροτούν τον πυρήνα της ηπειρωτικής ιστορίας και που το βραβευμένο μνημείο τα περιφρονεί αυθαδώς.

Οι χωρικοί έχουν φυλάξει στην τσέπη τους το απόκομμα της εφημερίδας. Και με το αλάθητο ένστικτο της φυσικής τους καλαισθησίας, το φαντάζονται στημένο και αγανακτούν.

Αν μας το στήσουν, διαμαρτύρονται, θα το βλέπουμε κάθε μέρα και η έγνοια μας θα ναι πότε να το γκρεμίσουμε.

Έχουν επίσης μια άλλη απορία. Πώς συνέβη το μεγάλο άγαλμα του Κωνσταντίνου, στου Εμίν Αγά, μαζί με το εκκλησάκι και την όλη διαμόρφωσι του γύρω χώρου να στοιχίση μόνον 90 εκατομμύρια και για το δικό τους που δεν είναι άγαλμα, αλλά τοίχος, να χρειάζωνται 300 εκατομμύρια;

Και γιατί, αφού ο λόγος ήταν για άγαλμα, να τους στείλουν τοίχο; Κι αν πρόκειται να χτιστή ο τοίχος, γιατί να μην προτιμηθή η αρχική τους ιδέα, η δική τους, για ένα φάρο;

Και ομολογώ πως δεν είναι άσχημη ιδέα. Η κορυφή του Ζαλόγγου είναι θεατή σε όλο το Ιόνιο, από την Κέρκυρα ως την Κεφαλονιά, από την πόλι και τα βουνά της Άρτας, από τους δρόμους και τα υψώματα όλης της βορειανατολικής Ηπείρου. Ένα φως που θα κατηύγαζε με τις λάμψεις του ένα τόσο πελώριον ελληνικό κύκλο, θα διέχεε συμβολισμούς υποβλητικώτερους…

Έτσι ξεκινήσαμε, συμπληρώνει ο κ. Τσαντούλας. Για ένα άγαλμα. Μια σύνθεση. Κάτι ανάλογο με τον χώρο και τον ιστορικό του συμβολισμό. Στην επιτροπή μπήκαν οι τέσσαρες δεσποτάδες της Ηπείρου, ο δήμαρχος Πρεβέζης κ. Μουστάκης και οι δάσκαλοι των γύρω από το Ζάλογγο χωριών Καμαρινα, Πολύβρυσο, Κρυοπηγή και Παλαιορόφορος.

Κλείνοντας, σημειώνουμε ότι η διαδρομή της ανέγερσης του μνημείου μέχρι την ολοκλήρωση του έργου και τα επίσημα εγκαίνια του το 1961 υπήρξε πολυκύμαντη, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, την οποία ευελπιστούμε να παρουσιάσουμε μελλοντικά, ενδεχομένως μέσα από τις σελίδες των Πρεβεζάνικων Χρονικών, σε ένα άρθρο που θα πραγματεύεται συνολικά την υπόθεση του μνημείου του Ζαλόγγου.