Πατρίδα μας είναι η παιδική ηλικία.
Μόνο ότι φυτρώσει και χτιστεί με μόχθο και πόνο είναι πατρίδα.
Πατρίδα είναι το χώμα που γνωρίζει και ακούει τα βήματά σου.
Πατρίδα είναι το χώμα, ζυμωμένο με ζωντανό ιδρώτα και αίμα.
Οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας έχτισαν με μόχθο και πόνο τη μικρή μας πατρίδα. Γιατί δεν τη φοβόντουσαν τη ζωή, δεν ήταν παθητικοί, δεν τα περίμενα όλα έτοιμα.
Μητριά πατρίδα.
Μάνα της γης.
Γη της ελιάς.
Η μάνα που περιμένει.
Γήινη λάμψη.
Μια πατρίδα που το όνειρο είναι νεκρό.
Πατρίδα μου ο κόσμος.
Πατρίδα μου η αγάπη.
Πατρίδα μου η χαρά.
Πατρίδα μου η Ήπειρος.
Πατρίδα μου η Γραμμενίτσα Άρτας.
Μια τσάντα σπίτι και πατρίδα έγινα και προχωρώ.
Ο τόπος μέσα μας.
Μέσα μας η συντριβή.
Ο τόπος της μνήμης.
Ψάξε μόνο τη μνήμη σου.
Η μνήμη του σώματος.
Τρεχούμενο νερό της μνήμης.
Ο τόπος και τα πέτρινα χρόνια.
Ο τόπος και η μαύρη μοίρα.
Ο τόπος και το ζοφερό παρελθόν.
Tabula rasa του παρελθόντος.
Είμαι όλα όσα έχω ξεχάσει.
Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη.
Μικρόν χωρίον, μεγάλη κακία.
Τι είναι η Γραμμενίτσα το ερίβωλο χωριό της Άρτας, το κάθε χωριό, το κάθε σύνολο ανθρώπων. Ανθρώπινες σχέσεις είναι. Και όταν λέμε ανθρώπινες σχέσεις εννοούμε τα λόγια και τις σκέψεις μας, τις ανάσες μας, και τα βαθιά βλέμματά μας, τις φιλίες μας και τους έρωτές μας, τις ιστορίες μας και τα τραγούδια μας, τις σιωπές και τις ψυχικές συνομιλίες μας, τις αισθήσεις μας και τις αγωνίες μας, τους φόβους σου και τους φόβους μου, τον κόσμο σου και τον κόσμο μου. Από εδώ αρχίζουν και εδώ τελειώνουν όλα. Η οικογένεια, η κοινωνία, η πολιτική, η πρόοδος, η νοσταλγία, η ζωή, η ομορφιά της ζωής, το βαθύτερο νόημά της, η ευτυχία, η συλλογική και η ατομική.
Λέξεις περάσματα χρησιμοποιεί ο συμπατριώτης μας Βασίλης Τάτσης. Λέξεις περάσματα: για να περάσεις πού; Και προπαντός, για να βγεις από πού; Για να βγεις από το αδιέξοδο, το αδιέξοδο αυτού του πεπερασμένου και κλειστού κόσμου, από κάθε τόπο όπου η έλλειψη, η εξορία εσωτερική και εξωτερική, η φτώχεια, η προσφυγιά, το ψωμί της ξενητιάς, η επουλωτική νοσταλγία, η ατέρμονη μοναξιά, η ανθρώπινη έκφραση και επικοινωνία, οι ψίθυροι της σιωπής, η στέρηση, η απώλεια, η κοσιά, το τσαπί, το λιοπύρι, η βροχή, ο φόβος του θανάτου κινδυνεύουν να σε εγκλωβίσουν. Να περάσεις πού; Σε ένα τόπο και ένα χρόνο που κανείς -εκτός από τους ενορατικούς λογοτέχνες και ποιητές- δεν μπόρεσε ποτέ να γνωρίσει κι ακόμα λιγότερο να προσεγγίσει, αυτόν τον άλλο χρόνο, τον άλλο τόπο, που αρχίζει πέρα από τα σύνορα οποιαδήποτε περατότητας, οποιουδήποτε εγκλωβισμού του όντος σε κατάσταση απορίας, και δεν είναι προσιτός παρά μόνο σ΄εκείνους, τους τόσο σπάνιους, που έκλαυσαν και κώκυσαν, όπως ο Εμπεδοκλής, μπροστά στον τόπο τον γνωστό και φιλικό, τον δικό τους, την πατρίδα τους.
Δεκαεννιά κείμενα στην Α Ενότητα του βιβλίου και ογδόντα τρία στην Β Ενότητα. Εκατόν δύο μικρά διαμαντάκια. Μια συλλογή κειμένων χτισμένη με τα « μπερδεμένα», πονεμένα, ανθρώπινα υλικά, θεμελιωμένη, σε στέρεη γνώση και νηφάλια προσέγγιση της ιστορικής Ηπειρώτικης πραγματικότητας. Μια ιστορική αναδρομή στο γενέθλιο τόπο του Βασίλη Τάτση, την μικρή πατρίδα του, την Γραμμενίτσα, που έχει στόχο μια «ανατατική καταβύθιση».
Τι είναι η Γραμμενίτσα, το προκομμένο αυτό χωριό, που το χώμα του είναι άγιο; Είναι η ιστορία των ανθρώπων του και οι ανθρώπινες σχέσεις τους, οι άνθρωποί αυτοί που αντιστέκονται, που είναι εργατικοί, περήφανοι, μερακλήδες, φιλόπονοι, ηθικοί και αμερόληπτοι, είναι αυτοί οι άνθρωποι του χωριού που διδάχτηκαν από τους χρησμούς των δέντρων και που μορφώθηκαν από τα πνεύματα των δέντρων κι εγκολπώθηκαν το κρυφό νόημα της ζωής και τους αιώνιους ρυθμούς της φύσης, είναι οι ανομολόγητοι έρωτες, οι γάμοι, οι θάνατοι, τα μοιρολόγια, οι σταυροδρομίστρες, τα κουτσομπολιά, ο φθόνος, η κακία, η παράδοση, ο θεσμός των κοινοτήτων, τα Κοινοτικά λατομεία, το λιοτρίβι των αδελφών Ζιώρη, ο φούρνος του Αριστομένη Γκιρεμέζη, τα καφενεία η «Αίγλη», η «Ελβετία», «Τα αστέρια», «Η συνάντηση των φίλων», «Η κληματαριά», το «Παντοπωλείον» του Λάμπρου Πεταλά, οι Συνεταιρισμοί, οι κοινές βρύσες του κάθε μαχαλά, το παλιό Δημοτικό σχολείο, τα πλατάνια της πλατείας, ο Άγιος Δημήτριος, η μάχη στο Μαράτι και στην Γραμμενίτσα το 1854, το Μαρατοβούνι, η Γκιλμπερίνα ή Γκελμπερίνη, το θέρισμα, το αλώνισμα, η καλλιέργεια του καπνού, ο πυρόλιθος, το γαϊτανάκι, η κιτρινόμαυρη θύελλα η Προοδευτική, η προσωπική εργασία, η σκληρή δουλειά των προγόνων από το γλυκοχάραμα ως το βράδυ στο χωράφι, η γνώση, οι μνήμες, οι σκέψεις, το συναίσθημα, η ζεστή καλημέρα, το χαμόγελο, η ευτυχία του καθενός, ο θείος Ευαγόρας με το κοπάδι του, ο «γαϊδουροαυτιάς» ο Λάμπης, οι δασκάλες Ρίτσα Σαββίδου και Βιργινία Πανούτσου-Ζαγαλίκη, η γιαγιά Ευσταθία, ο Πολύβιος και η Νίτσα, ο Στράτος Στασινός, ο κύριος Αριστείδης, ο μπάρμπα Γιώργος ο αρχαίος Έλληνας, ο ιεροψάλτης Βασίλειος Φλιτούρης, ο φίλος Θωμάς, ο Λάκης ο φωτογράφος, ο Λάμπρος ο Σκούρας ο Αίαντας, ο δημογέροντας του χωριού ο Γεράσιμος Μήτσιος, η μάνα του συγγραφέα στη λαϊκή, κ.α.
Υπάρχει μια φράση του Οδυσσέα Ελύτη που ορίζει την ελληνική ομορφιά: «Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι…» Εάν λοιπόν αποσυνδέσεις, την Μικρή Πατρίδα, την Γραμμενίτσα Άρτας, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, μια πορτοκαλιά κι η Γκιλμπερίνα…
Στην Γραμμενίτσα, πέρασα μια μέρα, στο κεντρικό της δρόμο και είδα μια γυναίκα να ποτίζει τις μπουκαμβίλιες της και τις τριανταφυλλιές της της, να ξορκίζει το στοιχειωμένο μέλλον. Είδα λουλούδια να φυτρώνουν κόντρα σε μέρες άγονες. Γραμμενίτσα ή η μάχη του αληθινού μέλλοντος ενάντια στο ψεύτικο παρόν…
Το βιβλίο «Μικρή Πατρίδα (Γραμμενίτσα)» είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε παλαιότερα και νεότερα κείμενα του συγγραφέα, σε ποιήματα γνωστών ποιητών και του Βασίλη Τάτση και κείμενα γνωστών συγγραφέων. Οι κριτικοί αποκαλούν διακειμενικότητα, αυτόν τον διάλογο, τη συνεχιζόμενη διάδραση ανάμεσα σε ποιήματα ή σε αφηγήματα. Αυτός ο διακειμενικός διάλογος βαθαίνει και εμπλουτίζει την αναγνωστική εμπειρία, φέρνοντας πολλαπλά στρώματα σημασίας στο κείμενο, κάποια από τα οποία οι αναγνώστες ίσως να μην τα προσέχουν καν συνειδητά. Όσο πιο πολύ έχουμε επίγνωση της δυνατότητας συνομιλίας του κειμένου μας με άλλα κείμενα, τόσο περισσότερες ομοιότητες και αντιστοιχίες αρχίζουμε να προσέχουμε και τόσο πιο ζωντανό γίνεται το κείμενο.
«Χώμα, αδελφικό μου χώμα/ Χώμα αδελφικό μου χώμα/Χώμα της γέννησης /Και χώμα του θανάτου /χώμα της ρίζας/ και χώμα της κορφής/χώμα τριμμένο/και χώμα συμπαγές/ χώμα του ήλιου / και χώμα του ανέμου/χώμα της γης/ και χώμα της θαλάσσης/χώμα της λεπτής βροχής/χώμα της καταιγίδας/χώμα της δύναμης/και χώμα της υποταγής μου/χώμα του αγώνα μου/ και χώμα της σιωπής μου/χώμα του πόνου μου/ και χώμα της χαράς μου/χώμα στα μάτια του συντρόφου μου/ και χώμα του κορμιού του/ χώμα στα χείλη του/ και χώμα στη φωνή του /χώμα στα χέρια του/και χώμα στο φιλί του/χώμα στο στήθος του/χώμα στα πέλματα του/χώμα παντού/ζυμωμένο με τον ήλιο/με σάπια φυτά/με αίμα/ με χιόνι.
Τάφε/τέρμα κι ορμητήρι/ κανείς δεν είναι μόνος» Δ.Χριστοδούλου
Το βιβλίο του Βασίλη Τάτση είναι ταυτοχρόνως βατό και πλούσιο σε γνώσεις για την Γραμμενίτσα, τον τόπο της άμεσης και έμμεσης εμπειρίας του και μια αναζήτηση του «από που ερχόμαστε » και έχει στόχο το «που πηγαίνουμε».
Πλεχτή αφήγηση, προσιτή, αλλά υψηλής ακρίβειας.
Γλώσσα αφοπλιστικά καθημερινή, ποιητική.
Βιβλίο αληθινό, συγκινητικό, βαθύ.
Ο Βασίλειος Α.Τάτσης γεννήθηκε στη Γραμμενίτσα Άρτας το 1956. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και υπηρέτησε ως φιλόλογος σε πολλά Γυμνάσια και Λύκεια της Πατρίδας μας. Αρθρογραφεί επί σειρά ετών σε εφημερίδες και περιοδικά του τοπικού Τύπου, ιδιαίτερα στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος». Το βιβλίο του «Μικρή Πατρίδα» είναι μια οφειλή στο χωριό του, που τον γέννησε, τον ανέθρεψε και τον σπούδασε.