Η Ελλάδα ανάμεσα στις πολλές αρνητικές πρωτιές που κατέχει «πρωτοπορεί» και στη νεανική ανεργία. Την ανεργία των ανθρώπων κάτω των 25 ετών. Το ποσοστό στην Ελλάδα υπερβαίνει το 32% – ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μολονότι στα επίσημα στατιστικά στοιχεία δεν συμπεριλαμβάνονται φοιτητές και στρατεύσιμοι. Τούτο σημαίνει ότι οι νέοι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, παραμένουν εκτός εργασίας μέχρι το 25ο έτος. Ωστόσο, αντίστοιχοι είναι οι δείκτες και για νέους μέχρι 30 ετών.
Την ίδια στιγμή που η ανεργία καλπάζει ακούμε και διαβάζουμε στα μέσα ενημέρωσης ότι ιδίως μετά την πανδημία παρατηρούνται σημαντικές ελλείψεις προσωπικού σε πολλές επιχειρήσεις. Σημαντική έλλειψη προσωπικού παρατηρείται σχεδόν σε όλους τους οικονομικούς τομείς. Κυρίως στον πρωτογενή και μεταποιητικό τομέα όπου επιχειρήσεις αδυνατούν να βρουν εξειδικευμένους τεχνίτες. Για να καλύψουμε αυτές τις ανάγκες παρατηρείται, όσο οξύμωρο και αν είναι, πως από τη μια διαμαρτυρόμαστε και παίρνουμε μέτρα για τους μετανάστες χτίζουμε τείχη και από την άλλη αναζητούμε μέσα σε αυτούς άτομα για εργασία. Μάλιστα πολλές εταιρίες απευθύνονται σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και συνδιοργανώνουν προγράμματα εκπαίδευσης μεταναστών για να μπορέσουν να τους απορροφήσουν στις επιχειρήσεις τους!!!
Μετά την πανδημία το φαινόμενο αυτό δεν εμφανίζεται μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο το δυτικό κόσμο. Για ποιο λόγο παρουσιάζεται η ανωτέρω αντίφαση; Για ποιο λόγο ενώ υπάρχει ανάγκη για πρόσληψη υπαλλήλων και εργατών, ιδίως νέων, η ζήτηση εργασίας δεν συναντά την προσφορά; Που χάνεται το νήμα;
Το εργασιακό περιβάλλον, σε διεθνές επίπεδο, βιώνει τη δική του «εποχή των αναταράξεων» ως απόρροια της πανδημικής κρίσης. Ειδικά στην Ελλάδα που οι συνθήκες εργασίας δεν συνάδουν με τις αποδοχές των εργαζομένων. Ο αρχικός εγκλεισμός (lockdown) έδωσε τη δυνατότητα να βιώσουμε ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Οι περισσότεροι Έλληνες φαίνεται να αναθεωρούν τον τρόπο ζωής και αναζητούν καλύτερη τύχη όχι μόνον επιζητώντας μισθολογική αύξηση, αλλά ελευθερία κινήσεων, καλύτερες συνθήκες εργασίας, προσωπικό χρόνο και κυρίως προοπτικές επαγγελματικής αναγνώρισης και εξέλιξης. Στις αγγλοσαξονικές χώρες ήδη έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το φαινόμενο αυτό ως «οικονομία Yolo» από τα αρχικά των λέξεων που στην αγγλική σημαίνει «ζεις μόνον μια φορά».
Στην Ελλάδα της μετά πανδημίας, η ανεργία των νέων οφείλεται στο εκρηκτικό κοκτέιλ που δημιούργησε η κρατική επιδοματική πολιτική, η έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων, η πλήρης αποσάθρωση της τεχνικής εκπαίδευσης, η γενικότερη χαλάρωση στους ρυθμούς ζωής που επέφερε η πανδημική κρίση και οι διαρκείς αναστολές εργασίας και φυσικά οι μισθοί πείνας. Οι συνθήκες εργασίας που καθορίστηκαν μέσα από τους νέους νόμους που έφερε η Κυβέρνηση και οι πολύ χαμηλοί μισθοί που υπάρχουν για τους εργαζομένους έκαναν πολλούς από αυτούς να θεωρήσουν κεκτημένο δικαίωμα να μην εργάζονται και να παραμένουν σε επιδοτούμενη αναστολή εργασίας ή σε οποιαδήποτε μορφή επιδόματος. Αν ο νέος καταφέρει και πάρει ένα μέρος των επιδομάτων τα ποσά που θα λαμβάνει μπορεί να είναι περισσότερα από το καθαρό ποσό του μηνιαίου του μισθού. Καλύτερα άνεργος παρά εργαζόμενος με τουλάχιστον δεκάωρη απασχόληση που τα χρήματα που θα λάβει ούτως ή άλλως δεν του φτάνουν να καλύψει τις βασικές του ανάγκες!!!
Για να εμπεδώσουμε το μήνυμα του «ζεις μόνον μια φορά» πρέπει πρώτα να μάθουμε να ζούμε αξιοπρεπώς. Οικονομία Yolo με 650 ευρώ δε γίνεται.