Μετά το 1940 όλη οικονομική κατάσταση στην πόλη της Άρτας αλλά και στον Νομό ήταν από το Μουχούστι μέχρι την Πλατεία Κιλκίς, εδώ ήταν το κέντρο στο εμπόριο κυρίως του χονδροεμπορίου, ήταν 5-6 μεγαλομάγαζα που είχαν τα πάντα και μπορούσαν να εξυπηρετήσουν όλο τον Νομό. Δίπλα σε αυτά ήταν όλες οι δραστηριότητες για να εξυπηρετήσουν όλες τι ανάγκες των κατοίκων από τρόφιμα, οικοδομή και ότι είχε ανάγκη κάθε νοικοκυριό και επιχείρηση ή απλός πολίτης. Όλα αυτά κράτησαν μέχρι σχεδόν το 1980, μετά είχαμε όλες τις αλλαγές που βλέπουμε σήμερα.
Τα μεγαλομάγαζα ήταν, οι Αδελφοί Δεβέκου με 2.000 είδη, εμπορεύσιμα, που ήταν επί της Πλατείας Κιλκίς εκεί που είναι σήμερα η φοιτητική εστία, ο Μανόπουλος εκεί που είναι σήμερα μέρος της Εθνικής, ο Σκορδής πριν ξεκινήσει η Σκουφά. Τα μαγαζιά αυτά είχαν για την εποχή τους τα πάντα, εξυπηρετούσαν όχι μόνο λιανικώς αλλά το κυριότερο ήταν το χονδρικό εμπόριο, τσουβάλια, βαρέλια, σακιά φορτώνονταν καθημερινά για όλα τα χωριά του κάμπου στα κάρα, όμως στέλνανε και στα ορεινά με τα καροτσάκια μέχρι τα καρναβαλάκια στον Άγιο Γεώργιο που είχαν έδρα. Τα κάρα του κάμπου έφταναν πρωί, πρωί με τις παραγγελίες από τους χωριανούς τους και έφερναν και τις πραμάτειες για την λαϊκή με τις γυναίκες κυρίως, συγχρόνως ουκ ολίγα τροβάδια με φαγητό για τα παιδιά των Γυμνασίων. Όλα τα χωριά είχαν καθημερινά από ένα έως πέντε κάρα για τις μεταφορές. Τα κάρα πήγαιναν μετά στους τρία χάνια, το μεγάλο του Τρούγκου, του Γεωργόπουλο και του Καρατζένη.
Δίπλα σ΄αυτά τα μαγαζιά, επί της Πλατείας ήταν ο Γεωργόπουλος που είχε κυρίως οικοδομικά υλικά από σίδερα, τζάμια, τσιμέντο πολύ σε σακιά, χρώματα, ότι χρειαζόταν μια οικοδομή, ένα σπίτι, ένα οικοδόμος. Ήταν και άλλα μικρότερα μπακάλικα όπως του Γιώτη. Καθημερινά περνούσαν εκατοντάδες πολίτες από την πλατεία, δεν μπορούσε να λείπουν τα εστιατόρια, κάποια στιγμή έφτασαν να είναι πέντε, Αβέρωφ, Λάκκας με τους συνέταιρους, Νάτσικας με άλλους δύο, αργότερα οι αδελφοί Κούκου, παραδίπλα στη γωνία ο Γαλανός με τα κρασιά και τους μεζέδες του, δεν υπήρχε πιθανότητα να έρθει κάποιος από τον κάμπο και να μην μπει να τσιμπήσει κάτι για πρωινό, οι περισσότεροι «ολίγη μερίδα». Υπήρχε ο κυριότερο ο κινηματογράφος Ορφέας που μετά τις 5 το απόγευμα γέμιζε κόσμο ή τα σαββατοκύριακα από τις 3 και ο κυρ Βασίλης Τσολιάς να διαφημίζει τα έργα, ο δε Μάχος να είναι σε όλες τις δουλειές, η καθυστέρηση μερικές έφτανε τις δύο ώρες να δεις το έργο. Υπήρχε και το βενζινάδικο στην γωνία του Μανόπουλου για τα λίγα αυτοκίνητα που υπήρχαν. Γαλατάδικο για τις βραδινές γιαούρτες του Γιώτη. Ο Νικάκης με τα τσιγάρα και τα ψιλικά, δύο τρία κουρεία του Γκίζα, του Τρομπούκη με δύο τρεις κουρείς μέσα, τα Σάββατα ήθελες ώρα να σε πάρει η σειρά. Όλη η οικονομική ζωή εδώ στην Πλατεία, η Εθνική Τράπεζα επίσης που τότε κυρίως η εργασία της ήταν τα γραμμάτια και τα ελάχιστα δάνεια. Τα 7-8 ταξί, όπως ο μπάρμπα Κώστας Έξαρχος (Ριπανάκιας), ο Αναλογίδης, εκεί γύρο από το πάνω μέρος της πλατείας, μήπως καμιά κούρσα, όλοι με τα πόδια πήγαιναν. Στη γωνία, κάτω επί της Βενιζέλου αργότερα άνοιξε ο Χαρμπής την καλή Ταβέρνα και το Εργατικό Κέντρο εκεί για λίγα χρόνια. Πολύς κόσμος όλη μέρα. Στην πλατεία ήταν και δύο σαμαράδικα για την εξυπηρέτηση όλων των αλογομούλαρων του Νομού.
Τα σχολεία παρακάτω επί της Σκουφά, πρωί απόγευμα μάθημα, πολλά παιδιά, όταν ξεκίνησαν τα λεωφορεία του αστικού ΚΤΕΛ, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, «τίγκα» από παιδιά. Ξενοικιάστηκαν τα δωμάτια, τα παιδιά πήγαιναν καθημερινά στο σπίτι τους πλέον, δεν κάθονταν 3-4 μαζί σε ένα δωμάτιο να τους τρώει το κρύο και η νηστικομάρα. Εκεί στην γωνία, στα σκαλιά των αδελφών Δεβέκου ήταν η πασίγνωστη Κυργιάκω με όλα τα γλειφιτζούρια για την εποχή της. Μετά την πόρτα από το χάνι Τρούγκου, ήταν Ο Μπαρώνος με τα παιχνίδια και έκανε ανταλλαγή βιβλίων του Γυμνασίου μέχρι το 1964, ήταν και ραφείο, το Τσαγκαράδικο του Τουμπουλίδη, όπου εργαζόταν τέσσερις τσαγκάρηδες, το καφενείο του Κολιού, το ραφείο του Κουθουρίδη, στη γωνία το βιβλιοπωλείο των αδελφών Αγραφιώτη, η ποτοποιϊα των αδελφών Ψαθά (μία από τις επτά που υπήρχαν στην Άρτα). Δίπλα στην Μ. Μπότσαρη ήταν τα μεταφορικά μέσα της εποχής τα κάρα, όπως οι αδελφοί Κούση, ο Φέκας. Ο Θ. Κατωμέρης νέο παιδί, ο Αν. Μουσχούτας, ο Ι. Μαγγίνας, ο Χρ. Γιόγιας και ο Αθ. Λιανός. Εκεί στη γωνία του Γυμνασίου ήταν η παραγωγός γουρονόπουλων η Μητραλέξενα από τους Κουμτζάδες (Αμμότοπος) που όπως είπε κάποιος επώνυμος γουρουνάς αργότερα ήταν αυτή που δίδαξε τι σημαίνει γουρούνι στην περιοχή μας. Κάθε Πάσχα σ΄όλη την Μπότσαρη γίνονταν η αγοροπωλησίες των αμνοεριφίων, λίγοι αγόραζαν τότε από το τσιγκέλι. Στην πόρτα του Γυμνασίου ήταν όλο το χρόνο ο Αγρινιώτης Πάνος Πέτσας με τα παγωτά.
Μετά τα σχολεία και απέναντι από την πόρτα του 1ου και 3ου Δημοτικού άρχιζε το Μουχούστι, τα καταστήματα ήταν του Γερ. Γκεζέρη με τα ζαχαρώδη , το κουρείο του Β. Μπίκα, τα ποδήλατα και μηχανάκια των Κερασίδη, παραδίπλα το ζαχαροπλαστείο του γνωστού σε όλα τα παιδιά Λάκη Έξαρχου, λόγω των τριμμάτων που έδωνε στα παιδιά με μια ή μισή δραχμή, δίπλα το οπωροπωλείο του Θεοχ. Κερασίδη. Εκεί ήταν και τα ραδιόφωνα του Γιώργος Σαμάντας, αργότερα ο Γ. Χαβελές με τα ανταλλακτικά, παραδίπλα ο Παναγιώτου με τις φλορέτες. Δίπλα το βαρύ πυροβολικό το κατάστημα των αδελφών Βαφιά με όλα τα οικοδομικά υλικά, γνωστό όχι μόνο στον Νομό αλλά σ΄ όλη την Ήπειρο. Δίπλα το πρώτο ίσως βενζινάδικο της Άρτας του Αγ. Σαρδελή που στην αρχή πωλούσε σε γαλόνια και μία αντλία χειροκίνητη. Παραδίπλα ένα άλλο μεγάλο μπακάλικο των αδελφών Τσαντή που εμπορευόταν και το χονδρικό εμπόριο αυγών. Στην άκρη των Τζουμέρκων το μανάβικο του Κώστα Οδυσσέα. Απέναντι επί της Τζουμέρκων ο Αποστόλης Καραπάνος με τις μπότες καθημερινά να πουλάει ασβέστη και να λιώνει, είχε μεγάλη ζήτηση για όλα τα μαγαζιά και τα σπίτια. Το ουζερί του Κατσαρού στη γωνία. Δίπλα το μπακάλικο του Χρήστου και αργότερα Νίκου Καραβασίλη (λογοτέχνη, Δημοτικού Συμβούλου και χρόνια αντιπροέδρου του Σκουφά), ένα στενόμακρο μαγαζάκι που εξυπηρετούσε πρώτον όλους τους εργάτες της πόλεως που κατέβαιναν στο Μουχούστι από τις 5 το πρωί να πάνε για δουλειά, ιδιαίτερα τους μήνες από Νοέμβριο μέχρι Απρίλη που ήταν τα πορτοκάλια, οι γυναικούλες, «μία δραχμή ελιές ή δυο δραχμές τυρί», για να βγάλουν την μέρα πέρα. Δίπλα ακριβώς το φανοποιείο του Θανάση Τάτση με τα πρώτα σιδερένια κλουβιά και τα καναρίνια. Τέλος στην γωνία το καφενείο του Νίκου Μπαϊκούση σημείο αναφοράς όλου του Νομού, παλαιότερα οι αδελφοί Μπαϊκούση το είχαν κατασκευαστήριο όλα τα ορείχαλκα «αγκιά». Εκεί περνούσαν το πρωί οι μεγάλοι ή μικροί έμποροι του Νομού ή ξένοι κυρίως για τα πορτοκάλια ή άλλα αγροτικά προϊόντα. Τον χειμώνα το πρωί όποιος δεν έπινε καφέ δεν έμπαινε μέσα, κι ας έριχνε «καρεκλοπόδαρα», εξάλλου έξω οι εργάτες ήταν εκατοντάδες. Από εκεί περνούσαν κι οι αγωγιάτες καθημερινά να πάρουν μια ανάσα. Δίπλα ήταν το ποδηλατάδικο του Σωκρ. Μαργαρίτη, στη γωνία ο κρεοπώλης Κώστας Κεφάλας, στην συνέχει πίσω το κομμωτήριο της Θεοδώρας Χαλκιάς. Συνέχεια ερχόταν στην γωνία με Τζουμέρκων ο Γιάννης Φασιανός, μεγάλος τεχνίτης που έφτιαχνε όλα τα βαριά μηχανήματα, αργότερα πήγε απέναντι. Να μην μας φύγει μέχρι το 1957 (στο σημερινό καφενείο του Άλκη) ήταν η ηλεκτρική που έδινε φως στην πόλη από τις 8 το βράδυ μέχρι τις 12, 60 VOLT για φωτισμό και σε μερικά σπίτια με δύο -τρεις λάμπες, συνεχές ρεύμα, μετά έγινε συνεργείο. Απέναντι από του Μπαϊκούση ήταν πέντε μαγαζιά, κατέβαινες 5-6 σκαλάκια. Το καφενείο Σερβετά και αργότερα του Λίγκα, δίπλα το τσαγκάρικο του Μιχ. Κοματσούλη, συνέχει το κουρείο του Κ. Σκλήρη -Κ. Παπαχρήστου, το γαλακτοπωλείο του Γιάννη Παπαγιάννη, του ταλαιπωρημένου ανθρώπου και τέλος το καλαθάδικο του Βαγγ. Κορίνη.
Από την άλλη πλευρά της Σκουφά, μετά το Δημοτικό, όπως είναι σήμερα άρχιζε η βιοτεχνία της Άρτας, τα καλαθοποιία όπως έλεγε ο αξιόλογος Νίκος Καραβασίλης με το μπακάλικο, στην γωνία ήταν ο Ντόκορος με το καφενείο, δίπλα επί της Φλέμιγκ ο Μανέγας με τα ενοικιαζόμενα ποδήλατα, με τον «νταλιάνο» που έμαθε η μισή Άρτα ποδήλατο μέσα στα σχολεία με ένα πεντάλεπτο ή μία δραχμή έκανες μισή ώρα, παραδίπλα οι επισκευές μοτοποδηλάτων των Παναγιώτου. Παρακάτω επί της Σκουφά ήταν το καλαθάδικο του Ι Τζαχρήστα, με 3-4 να δουλεύουν, όπως και όλα, σταυροπόδι κάτω, η πρώτη ύλη που ήταν στην άκρες των αυλακιών στην Άρτα τζάμπα αλλά πολύ κόπο, το μόνο μηχάνημα ήταν σταυρωτό μαχαίρι σε κύκλο. Τα καλάθια τότε ήταν για όλες τις δουλειές, στην Άρτα για τα πορτοκάλια, οι μεγάλες κόφες με μεταφορές από τους αγωγιάτες και τα μεσαία καλάθια για τους εργάτες γης, επενδυμένα μέσα με ύφασμα από σακιά. Συνέχεια αργότερα το εστιατόριο των αδελφών Κούκου. Το κουρείο του Τάσου Καραμάνη. Το μανάβικο του Βασ. Γκεζέρη. Συνέχεια παρακάτω το καφενείο του Σπ. Τσιάπαλη, μετά του Λάζαρου Τσόλκα. Μετά ήταν μέσα στη στοά το κοκορετσάδικο του Βασ. Μίντζα με όλα τα είδη, όλοι τότε περνούσαν και έλεγαν «κόψε τρία» όλα μια δραχμή είχαν. Στο βάθος το λαναριστήριο του Χαρ. Κάππη, στη γωνία μπροστά ο Χρ. Σχίζας με τα μηχανάκια και τα ποδήλατα. Δίπλα ο πασίγνωστος φούρνος των αδελφών Γουνόπουλου που όλοι είχαν περάσει από εδώ, από τους εργάτες το πρωί και συνέχεια τους μαθητές να αγοράζουν μία δραχμή ψωμί άσπρο, και πολλές ώρες μπροστά να κάθεται ο Ιορδάνης ο πρόσφυγας κι αυτός. Δίπλα το μεζεδοπωλείο για την εποχή του του Γρ. Βούβαλη, συνέχεια τα ποδήλατα του Λαμ. Γκούβελου. Δίπλα το δεύτερο γαλακτοπωλείο του Σωτ. Μαστρογιάννη, συνέχεια το άλλο καλαθάδικο του Ευ. Γιαμούρη. Ακόμα ένα ποδηλατάδικο του Σπ. Ντάλια και στη γωνία ο Σιώτας με τον παλαιότερο φούρνο. Εκεί που άνοιξε η Καμηλών ήταν το πεταλωτήριο του Ευθυμίου, δίπλα τα λίγα σίδερα με τον Βασ. Ντάλια και τα δύο τελευταία μαγαζιά του Καλοκαίρη και του Τράμπα. Απέναντι ήταν και το μπακάλικο του Νικολάου.
Όπως καταλαβαίνουμε όλοι όλος ο Νομός περνούσε από το Μουχούστι μέχρι την πλατεία Κιλκίς, εδώ ήταν τα πάντα, εδώ ήταν τα λεφτά της εποχής, εδώ ήταν η καθημερινότητα, εδώ μπορούσες να βρεις ότι ζητούσες και είχες ανάγκη.