Η Κρυοπηγή είναι χωριό της Περιφερειακής ενότητας Πρέβεζας και υπάγεται στη Δημοτική ενότητα Ζαλόγγου του Δήμου Πρέβεζας. Σύμφωνα με μαρτυρίες πιθανολογείται ότι ιδρύθηκε μετά το μισό του 17ου αιώνα.
Η σπουδαιότερη αναφορά για την ίδρυση του οικισμού βασίζεται σε επιγραφή που υπήρχε στον Ιερό Ναό του Αγίου Βλασίου και ιστορούσε την ανέγερση του, ο οποίος όμως κατεδαφίστηκε έπειτα από ζημιές που είχε υποστεί και στη θέση του κτίσθηκε ο σημερινός Ναός του πολιούχου Αγίου Βλασίου. Παράλληλα υπήρχαν και άλλοι μικροοικισμοί όπως στη θέση «Μάναρη», που σώζονται ερείπια και κέραμοι, αλλά σύντομα οι κάτοικοι μετακινήθηκαν στον ορεινό οικισμό για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 οι κάτοικοι του χωριού ανέρχονταν σε 135 ψυχές. Η Κρυοπηγή αποτελεί ένα από τα πιο ορεινά τμήματα του Δήμου με φυσική ομορφιά και εξαιρετικό κλίμα.
Η θέση της βρίσκεται στις βορειοδυτικές πλαγιές του Ζαλόγγου και εκτείνεται σε υψόμετρο 400-550 μέτρων, οι κάτοικοι της ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έχει αρκετές πηγές μέσα και έξω από το χωριό από όπου οφείλει και το όνομά της.
Η Κρυοπηγή απέχει μόλις τρία χιλιόμετρα από το ιστορικό Ζάλογγο με το μνημείο του, που θυμίζει την ηρωική θυσία των Σουλιωτισσών και την Ιερά μονή του Αγίου Δημητρίου καθώς και από την αρχαία Κασσώπη. Μεγάλη η αντιστασιακή δράση των Κρυοπηγιωτών ενάντια στην γερμανική κατοχή, μεγάλο όμως και το τίμημα. Το 1944 οι Γερμανοί, πίσω από την εκκλησία Αγία Τριάδα Αγρινίου, εκτέλεσαν εν ψυχρώ 23 Κρυοπηγιώτες. Σήμερα στην πλατεία του χωριού υπάρχει μνημείο αφιερωμένο στην μνήμη των αδικοχαμένων.
Η Δημοκρατική Φωνή, μέσα από την αναφορά της, θέλει να αποτίσει φόρο τιμής στους αδικοχαμένους Κρυοπηγήτες, στους αδικοχαμένους συγχωριανούς μας και με την εξιστόρηση των γεγονότων θέλει να καταστήσει τους αναγνώστες της, επισκέπτες της μνήμης και της θυσίας τους για το δίκιο και τη λευτεριά του λαού μας.
Το χρονικό της Θυσίας
Στις 14 του Απρίλη 2022 συμπληρώθηκαν 78 χρόνια από το φοβερό και αποτρόπαιο γεγονός των ομαδικών εκτελέσεων και απαγχονισμών, από τους γερμανούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους, Αγρινιωτών, Κρυοπηγητών και άλλων συμπατριωτών, έξω από το νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας και στην κεντρική πλατεία (τότε Μπέλλου) του Αγρινίου.
Τη νύχτα εκείνη της Μεγάλης Παρασκευής στη γειτονιά της Αγιά Τριάδας δεν ακούγονταν ο πένθιμος ήχος της καμπάνας. Τα χτυπήματα των γκασμάδων π” άνοιγαν φρέσκους τάφους νυχτιάτικα κι ύστερα κοντά στο χάραμα το κροτάλισμα των όπλων τον σκέπαζαν.
Η ιστορική αναδρομή βοηθάει τον πόνο και τη λήθη….
Κι ήρθαν οι μέρες της μαύρης κατοχής. Η Ελληνική ψυχή θλιμμένη και ανήμπορη μέσα στο πένθος της κατοχής άρχισε να πιέζεται από την αγωνία και την τρομοκρατία ,όχι όμως για πολύ . Λίγο λίγο οι Έλληνες ξεθάρρεψαν και η σκέψη τους όδευε στην αντίδραση, στην αντίσταση, ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ.
Μαζί με όλους και η μονιασμένη μικρή κοινωνία του χωριού μας άρχισε να αναδεύεται όπως όλη η σκλαβωμένη πατρίδα. Μ’ αδάμαστη αποφασιστικότητα στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι κάτοικοι του μικρού χωριού μας πλαισίωσαν τις τάξεις του Ε.Α.Μ.
Παρ ότι οι συνθήκες για μόνιμο αντάρτικο στο νομό μας ήτανε πολύ δύσκολες, γιατί ο σχετικά ελεύθερος μη κατεχόμενος χώρος ήτανε πολύ περιορισμένος, στη σύσκεψη 70 περίπου στελεχών του ΕΑΜ του Νομού Πρέβεζας που έγινε στις 27 Μαρτίου του 1943 στο χωριό μας, αποφασίστηκε… η συγκρότηση μικρής ομάδας μόνιμου Αντάρτικου με σκοπό: 1) Να περιορίσει τις ελεύθερες μετακινήσεις του κατακτητή στα μη κατεχόμενα χωριά, πράγμα που θα ανακούφιζε τους πατριώτες από τη συνεχή λεηλασία και τρομοκρατία, 2) Να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ζωοκλοπής και ληστειών όπου εμφανίζονταν 3) Να διευκολύνει την διακίνηση στελεχών και συνδέσμων των αντιστασιακών οργανώσεων και 4) να αντιμετωπίσει πράξεις βίας σε βάρος Εαμιτών που άρχισαν να παρουσιάζονται στα χωριά του νομού από μοναρχοφασίστες και συνεργάτες των γερμανών.
Ο ελληνικός λαός έχει συνειδητοποιήσει ότι οι Ναζί και το καθεστώς που συνεργάζεται μαζί τους μπορούν να πέσουν και είναι έτοιμοι να συμβάλουν όσο μπορεί ο καθένας επιταχύνοντας τη διαδικασία αυτή. Πολλά μέρη σε όλη την Ελλάδα στα οποία αντάρτες συμμετέχουν ενεργά στην αντίσταση κατά των Γερμανών ναζί γίνονται αποδέκτες αντιδράσεων ακραίας βίας και τα θύματα –στις περισσότερες περιπτώσεις αθώοι και άοπλοι – είναι αμέτρητα. Η μεγαλύτερη πόλη-αρχηγείο από όπου οι Γερμανοί έλεγχαν την περιοχή ήταν το Αγρίνιο. Εκείνο τον καιρό είχαν πληροφορίες από καταδότες που είχαν στην υπηρεσία τους ότι στο χωριό της Κρυοπηγής ήταν κρυμμένος σημαντικός αριθμός ανταρτών και όπλων. Συγχρόνως πολλοί από τους κατοίκους του χωριού ήταν μέλη του ΕΛΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) και συμμετείχαν ενεργά στις συναντήσεις οργανώνοντας διάφορες μορφές αντίστασης.
Μια μεγάλη τέτοια συνάντηση έλαβε χώρα με τη συμμετοχή 300 περίπου ανταρτών στο Δημοτικό Σχολείο της Κρυοπηγής, σε μια προσπάθεια να οργανωθεί η δράση εναντίον των Γερμανών περίπου έναν μήνα πριν από το περιστατικό της ενέδρας των Γερμανών.. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο οι Γερμανοί αποφάσισαν να ανέβουν το βουνό και να περικυκλώσουν το χωριό. Ήταν 600 στρατιώτες και αξιωματικοί, με πολύ καλό εξοπλισμό και τα ξημερώματα της 16ης Μαρτίου 1944 το χωριό περικυκλώθηκε από όλες τις πλευρές και οι περισσότεροι κάτοικοι παγιδεύτηκαν μέσα σε αυτό. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε στο σχολείο του χωριού και το δίλημμα ήταν εάν θα άδειαζαν το χωριό πλήρως από άνδρες και θα άφηναν πίσω μόνο γυναικόπαιδα ή όχι. Πολλά ήταν τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της ιδέας αυτής και η τελική απόφαση που λήφθηκε ήταν να κρύψουν κάθε όπλο ή οτιδήποτε θα μπορούσε να θυμίζει ένοπλη αντίσταση και να αφήσουν κάποιους άνδρες, νέους και γέρους, ώστε να αποφύγουν τον κίνδυνο να καεί ολοσχερώς όλο το χωριό.
Οι Γερμανοί νόμιζαν ότι θα βρουν το αρχηγείο των ανταρτών και τα όπλα τους, αλλά αντί για αυτό, βρήκαν τους άοπλους συγχωριανούς μας, λίγους νέους άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Έμπαιναν δια της βίας και έψαχναν σπίτια για αντάρτες (μέλη της εθνικής αντίστασης) και οπλισμό αλλά δεν βρήκαν τίποτε. Σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων, ένα μικρό τραπέζι στο Δημοτικό Σχολείο που έγραφε ΕΑΜ τους εξόργισε. Έκαψαν δύο σπίτια και συνέλαβαν 28 άνδρες, από 18 έως 50 ετών. Τους οδήγησαν αρχικά στην Πρέβεζα και στη συνέχεια τους μετέφεραν στο Αγρίνιο. Εκεί, τους κράτησαν φυλακισμένους, για έναν περίπου μήνα. Από μαρτυρίες και ιστορικά στοιχεία έχουμε τις παρακάτω πληροφορίες: Τις βραδινές ώρες της Μεγάλης Πέμπτης (13 Απριλίου 1944), η φρουρά των φυλακών περιοχής Αγίας Τριάδος Αγρινίου ενισχύθηκε με στρατιώτες των γερμανικών δυνάμεων κατοχής και με άτομα της εθνικής μειοδοσίας, των «ταγμάτων ασφαλείας». Οι κρατούμενοι στις φυλακές ήταν Έλληνες και στο μέγιστο ποσοστό τους αντιστασιακοί.. Επίσης 25 περίπου κάτοικοι της Κρυοπηγής Πρέβεζας, ήταν έγκλειστοι στην ίδια φυλακή. Λίγες μέρες πριν και συγκεκριμένα στις 9 Απριλίου 1944, δυνάμεις του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, είχαν στήσει ενέδρα στην περιοχή της Σταμνάς, από όπου περνούσε η αμαξοστοιχία των Σ.Β.Δ.Ε. (Σιδηρόδρομοι βορειοδυτικής Ελλάδας που βασικά τότε εξυπηρετούσε τα γερμανικά στρατεύματα). Οι έγκλειστοι στις φυλακές πληροφορήθηκαν το γεγονός της αντιστασιακής ενέργειας και περίμεναν την αντίδραση των Γερμανών. Πέρασαν τρεις ημέρες και τρεις νύχτες αγωνίας. Τελικά οι Γερμανοί ακολούθησαν την πάγια, τακτική τους αντέδρασαν τρομοκρατικά, με τις ομαδικές εκτελέσεις Ελλήνων πατριωτών. Έτσι αποφάσισαν να εκτελεστούν 120 (από τους κρατουμένους των φυλακών της Αγίας Τριάδας), για τους 12 σκοτωμένους, σε μάχη, Γερμανούς.
Πριν από τα χαράματα, της Μεγάλης Παρασκευής στις 14 Απρίλη του 44, στις 04:45 (περίπου), μπήκε στο προαύλιο της φυλακής ο Γερμανός αρχιφύλακας λοχίας Καρλ Βέρνερ. Τον συνόδευε μία μικρή ομάδα από τους εθελοντές ταγματασφαλίτες. Με δυνατή φωνή και ξενική προφορά ξεφώνισε τρία επίθετα: Αναστασιάδης, Σαλάκος, Σούλος. Ήταν η αρχή του τέλους των απαγχονισμών και των εκτελέσεων. Ο Σαλάκος, προτού του βάλουν τη μαξιλαροθήκη διέκρινε μέσα στο σκοτάδι τον διαβόητο ανθυπολοχαγό των ταγματασφαλιτών Γεωργόπουλο και φώναξε προς το μέρος του: «Θα εκδικηθεί το θάνατό μου ο λαός του Αγρινίου. Ζήτω το Ε.Α.Μ.». Ο Γεωργόπουλος αντέδρασε με την υβριστική φράση: «Σκάσε παλιοκάθαρμα» κι όρμησε και κλώτσησε ο ίδιος το σκαμνί… Σε λίγο όλα στην πλατεία «Μπέλλου» ήταν ήσυχα…. Τα τρία κορμιά των πατριωτών κρέμονταν άψυχα από τους σβηστούς φανοστάτες. Απ’ αυτά όμως έβγαινε κι από μια φωτεινή δέσμη, που ξεκινούσε από τα σκηνώματά τους… κι ανέβαινε, κι ανέβαινε… προς τα ύψη για να συναντήσει το ανέσπερο ελληνικό Φώς!
Είχε αρχίσει να γλυκοχαράζει όταν στις έξι 06:00 (περίπου) ο Γερμανός αρχιφύλακας Καρλ Βέρνερ μαζί με κάποιους ταγματασφαλίτες ξαναμπήκε στο προαύλιο της φυλακής. Διέταξε να βγουν έξω όλοι οι κρατούμενοι και να μπουν στη Γραμμή. Σε λίγο κατέφθασαν δύο Γερμανοί αξιωματικοί των S.S. και ο υπολοχαγός των ταγματασφαλιτών Μπλέσσας (Σύνδεσμος Γερμανών και του τάγματος ασφάλειας).
Ο ένας από τους Γερμανούς αξιωματικούς άρχισε να εκφωνεί με «σπασμένα» ελληνικά (αρκετά καθαρά όμως) ονοματεπώνυμα από έναν κατάλογο που κρατούσε στα χέρια του. Μόλις συμπληρώθηκε η πρώτη δεκάδα ο ταγματασφαλίτης υπολοχαγός Μπλέσσας διέταξε τους εθελοντές ταγματασφαλίτες που τον συνόδευαν να οδηγήσουν τους δέκα εκεί που ήξεραν… Σε λίγο η εκφώνηση των ονομάτων συνεχίσθηκε. Τότε ακούσθηκαν αλλεπάλληλοι-ρυθμικοί πυροβολισμοί από γερμανικά μυδράλια.
Το απόσπασμα επέστρεψε παρέλαβε και τη δεύτερη δεκάδα. Το ίδιο έγινε συνολικά 12 φορές. Σε κάποια δεκάδα βρέθηκε ανάμεσα στους άνδρες και μια –η μοναδική- γυναίκα. Ήταν η Κατίνα Χατζάρα. Βάδισε κι αυτή προς τη θυσία-για την Πατρίδα- αγέρωχη και θαρραλέα! Μια κρύα μέρα ξημέρωσε με 120 πατριώτες νεκρούς, θυσία στο βωμό της ελευθερίας της πατρίδας. Ο κατάμαυρος ουρανός και η βροχή, που έπεφτε ασταμάτητα συνέθεταν το τραγικό σκηνικό. Μεταξύ των εκτελεσθέντων και οι δικοί μας άνθρωποι οι παππούδες μας οι πατεράδες τα αδέρφια μας, μόνον οι πέντε από τους 28 συλληφθέντες γλίτωσαν γιατί είχαν μεταφερθεί σε νοσοκομείο
Οι μνήμες των ηλικιωμένων στο χωριό παραμένουν ζωντανές.
Παρότι έφτασε στα αυτιά κάποιων στο χωριό το Μεγάλο Σάββατο ότι κάτι κακό έγινε στο Αγρίνιο σε καμία περίπτωση δεν το συνέδεσαν με τους δικούς τους ανθρώπους και σαν έφτασε το θλιβερό νέο τη Δευτέρα του Πάσχα ότι οι 23 συγχωριανοί μας, που είχαν συλληφθεί από τον στρατό κατοχής, εκτελέστηκαν στην Αγία Τριάδα Αγρινίου. Και τότε ένας οδυρμός ακράτητος ένα πολύφωνο διαπεραστικό μοιρολόγι ατέλειωτο παράφορο, σκορπίστηκε στην πνιχτή και θλιβερή απ την πίκρα ατμόσφαιρα του χωριού μας που απ΄ τη μέρα κείνη πέρασε απ΄ τα ματωμένα κανάλια της προσφοράς και της θυσίας στην Αθανασία.
Το χωριό μάτωσε και πλήρωσε ακριβό το τίμημα για τη λευτεριά και ιδιαίτερα αυτές οι γυναίκες που έχασαν άνδρες, παιδιά, αδέλφια και…έπρεπε να σταθούν όρθιες, να αντιπαλέψουν τον πόνο και να συντηρήσουν την ιστορική μνήμη. Και το πέτυχαν, για ναμαστε εμείς σήμερα εδώ να μνημονεύουμε τους δικούς μας ήρωες, σύμβολα θυσίας, χωρίς φυσικά να είναι οι μόνοι γιατί, μαζί με το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, το Κομμένο της Άρτας τη Μουσιωτίτσα στα Γιάννενα και τόσα πολλά άλλα μέρη κατάφεραν με τη θυσία τους να τσακίσουν όσους υπηρετούσαν τη φασιστική ιδεολογία. Και δυστυχώς, είναι η ιδεολογία αυτή ξανά υπαρκτή στην ελληνική κοινωνία και στις μέρες μας, ευτυχώς χάνοντας την πολιτική τους αναγνώριση με την καταδίκη τους ως εγκληματική οργάνωση.
Τιμάμε εν τέλει όσους δολοφονήθηκαν άνανδρα και άδικα αλλά και όσους έμειναν πίσω λέγοντας λόγια από τους στοίχους «ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ» που έγραψε για την εκτέλεση στο Αγρίνιο ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος.
«Μπροστά, μπροστά, κατάμπροστα, μέσα στο φως που πρόβαλε μεγάλο απ’ τις πληγές τους, μπροστά, μπροστά, φωνάζοντας: εκεί που η Λευτεριά ανατέλλει απ’ το αίμα μας, θάνατος δεν υπάρχει. Λοιπόν μην κλαίτε μάνες Αγρινιώτισσες, θάνατος δεν υπάρχει μόνο τα χέρια δώστε, αδέλφια μου, να βασιλέψει ειρήνη, ν’ ανθίσει γέλιο στις ματιές, να λάμψει ο κόσμος όλος, κι όλος ο κόσμος μια φωνή να τραγουδήσει: Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη.»
Το Μαρτυρικό χωριό της Κρυοπηγής Πρέβεζας αναγνωρίστηκε από την αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου Εσωτερικών στις 2 Αυγούστου 2019 και με το Π.Δ.32/ΦΕΚ 59/Α/2020 πέρασε στην Ιστορία των μαρτυρικών τόπων της Ελλάδας.