Στον απόηχο της εξαγγελίας του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη το περασμένο Σάββατο κατά την συζήτηση επί του προϋπολογισμού το κεντρικό ερώτημα, εάν δει κανείς χωρίς παρωπίδες την κατάσταση, είναι αρκεί να συζητάμε και να ανακοινώνονται επιδόματα ή να υπάρξει μια άλλη πολιτική; Θα συνεχίσουμε την επιδοματική πολιτική ή πρέπει να υπάρξει επανασχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής με βάση της αντοχές της και τι προοπτικές που έχει.
Αναμφίβολα η Ελλάδα, έχοντας ως βασικό «εργαλείο» άσκησης πολιτικής το Ταμείο Ανάκαμψης, εν μέσω ευνοϊκών συνθηκών, λόγω της χαλάρωσης του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας, διαθέτει τα εχέγγυα να διαμορφώσει ένα καλύτερο οικονομικό περιβάλλον για τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρξει αλλαγή πλεύσης. Θα πει κανείς είναι λάθος τα επιδόματα; Προφανώς όχι, αλλά να μην μένουμε μόνο σε αυτά και να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο.
Από αυτή εδώ τη στήλη πολλές φορές το έχουμε επισημάνει. Αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο κεντρικά αλλά και περιφερειακά πρωτίστως.
Είναι σαφές ότι το πλαίσιο για το Ταμείο Ανάκαμψης ορίστηκε από τις Βρυξέλλες και παρά τα όσα λέγονται δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια στην παρούσα φάση, αν και όλα είναι ζήτημα διαπραγμάτευσης λόγω των ειδικών συνθηκών. Ο ανασχεδιασμός της κατεύθυνσης των πόρων του ταμείου είναι εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση και φαντάζει δυσεπίλυτη. Και αυτό διότι υφίστανται προδιαγεγραμμένοι σκοποί και στόχοι, όπως και χρονοδιαγράμματα, αλλά και εξάρτηση της καταβολής των πόρων από την προηγούμενη απορρόφησή τους. Οπότε, οποιαδήποτε καθυστέρηση κοστίζει, δηλ. χάνονται πόροι.
Πέρα από την συγκεκριμένη συζήτηση, το ζητούμενο είναι –και δεν αφορά μόνο την παρούσα κυβέρνηση- η εκάστοτε πολιτική ηγεσία να είναι σε θέση να σχεδιάσει οικονομική πολιτική που θα σταθεροποιεί πρωτίστως την οικονομία και σε δεύτερο χρόνο, θα της δίνει ώθηση να αναπτυχθεί, ακόμα και σε περιόδους κρίσης.
Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι πολύτιμο εργαλείο και πιθανότατα αποτελεί μια από τις τελευταίες ευκαιρίες, ίσως την τελευταία, για την Ελλάδα. Μένει όμως αυτοί οι πόροι που θα έρθουν στην Ελλάδα να κατευθυνθούν εκεί που πρέπει και να αξιοποιηθούν προς όφελος της κοινωνίας.
Βάρος πρέπει να δοθεί στην παραγωγή νέας έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, στην προσαρμογή των παραγωγικών διαδικασιών στην οικονομία, μέσα από την αφομοίωση των νέων τεχνολογιών στην κατασκευή καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά και στην έξυπνη ανάπτυξη που εξειδικεύεται στους εξής τρεις ειδικούς στόχους: έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, καινοτομία και επιχειρηματικότητα και ψηφιακός μετασχηματισμός.
Εκτός όμως από επαναδιατύπωση προτάσεων που έχουν κατά καιρούς επισημανθεί, υπάρχουν ορισμένες κρίσιμες αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν άμεσα το επόμενο διάστημα, ώστε να ενισχυθεί και η κοινωνική συνοχή που αποτελεί και συστατικό της κοινωνικής ειρήνης και δικαιοσύνης.
Αναμφίβολα πρέπει να τεθεί ζήτημα ενίσχυσης της εργασίας, όχι με έμφαση στο ευέλικτο και φθηνό εργατικό δυναμικό, αλλά στην προώθηση πολιτικών που θα κινούνται στη λογική των αυξήσεων στους μισθούς και στα μεροκάματα. Και αυτό διότι με αυτό τον τρόπο θα αναθερμανθεί η ζήτηση και οι επιχειρήσεις παράλληλα θα επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες.
Ανατρέχοντας στην οικονομική ιστορία θα δει κανείς το παράδειγμα του ημερομισθίου των 5 δολαρίων. Ο Χένρυ Φόρντ στην αυτοκινητοβιομηχανία (Ford Motor Company) του πλήρωνε τους εργάτες με ημερομίσθιο 5 δολαρίων όταν στην αγορά εργασίας κυμαινόταν μεταξύ 2 και 3 δολαρίων. Αυτή η πολιτική που ήταν σημαντικά πάνω από το επίπεδο ισορροπίας, απέδωσε για πολλούς λόγους και αποδείχθηκε αρκετά αποτελεσματική ως προς τη μείωση του κόστους.
Ένα από τα διδάγματα στη θεωρία της μακροοικονομίας είναι η ικανότητα μιας χώρας να παράγει αγαθά και υπηρεσίες καθορίζει και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της. Ήδη πολλοί οικονομολόγοι ασπάζονται τη λεγόμενη «λογιστική των γενεών» που ουσιαστικά θεωρεί ότι η οικονομική ευημερία ενός ανθρώπου εξαρτάται από το εισόδημα ολόκληρης της ζωής του. Επίσης, υπάρχει στην οικονομία, η θεωρία των μισθών αποδοτικότητας. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι επιχειρήσεις λειτουργούν πιο αποτελεσματικά όταν πληρώνουν μισθούς που βρίσκονται πάνω από το επίπεδο ισορροπίας.
Ως εκ τούτου, μια κυβέρνηση δεν πρέπει να ασχολείται μόνο με την αναδιανομή πλούτου, αλλά και με τη παροχή κινήτρων και διευκολύνσεων και υποδομών για τη δημιουργία πλούτου και για δημιουργική εργασία μέσα όμως και από εξορθολογισμό της φορολογικής της πολιτικής.
Άρα, μια κυβέρνηση δεν πρέπει να έχει κατά νου μόνο επιδοματική πολιτική και την χορήγηση ενισχύσεων, αλλά το πως θα μεγαλώσει την πίτα και αυτό γίνεται μόνο εάν παραχθεί νέος πλούτος στην Ελλάδα.
Η παραγωγή πλούτου πρέπει να είναι το κεντρικό πρόταγμα μέσα από ένα ανασχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής και όχι απλά συντονισμό. Αυτό ισχύει τόσο για την κεντρική διοίκηση στην Αθήνα όσο και για τις περιφέρεις όπως η Ήπειρος.