in , ,

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ | «Περισσότερο χρόνο», Κυριάκος Κοτσίνης

⬛ Υπαρξιακό διήγημα – Εκδόσεις Πηγή – 2019

editor_image

Της Άννας Αφεντουλίδου

Γενικής Γραμματέας της Εταιρείας Συγγραφέων


Διαβάζοντας τον Περισσότερο Χρόνο του Κυριάκου Κοτσίνη -το οποίο υποτιτλίζεται ως «υπαρξιακό διήγημα», ενώ μπορεί ειδολογικά να χαρακτηριστεί και ως νουβέλα- σκέφτηκα το νήμα που συνδέει αφηγήσεις όπως η Πείνα του Κνουτ Χάμσουν, η Μεταμόρφωση του Κάφκα, η Ζήλεια του Γκριγιέ, ο Ξένος του Καμύ, οι αυτοβιογραφικές εξερευνήσεις του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ένα νήμα που συνδέει το πέρασμα σε μια νέα εποχή για την αφήγηση, που μπορεί να ρίχνει τους τοίχους ανάμεσα στον εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο, που μπορεί να μιλά με τον ρυθμό της σκέψης και τον σφυγμό του συναισθήματος. Γιατί εκείνο που έχουν αφήσει έκτυπο στην ιστορία της λογοτεχνίας τα πεζογραφικά αυτά έργα δεν είναι η θεωρητική τους αφετηρία, όπως η φιλοσοφία του υπαρξισμού, ή η θεωρία του «Νέου Μυθιστορήματος», ούτε η αληθειακή αποτύπωση της εποχής τους, αλλά η ικανότητα ψυχογράφησης και το κοινωνικό τους βάθος. Διότι πρόκειται για αφηγηματικά κείμενα που μας δείχνουν με τον πλέον πειστικό τρόπο ότι η λογοτεχνία καθώς αποσυνδέεται από το στενά αντιλαμβανόμενο ως «ιστορικό» στίγμα, κερδίζει σε βάθος ό,τι αρνείται στη δυνατότητά της να αποτυπώσει «φωτογραφικά». Για να το πω αλλιώς: τι πληροφορούμαστε διαβάζοντας τον Περισσότερο Χρόνο για τον χωροχρονικό εντοπισμό του πρωταγωνιστή της που μας συστήνεται με το αρχικώνυμο Κ.; Πολύ λίγα πράγματα. Μερικά στοιχεία αναγκαία γι’ αυτή την ιστορία όπου κυρίαρχη είναι η προσπάθεια να δείξει ότι υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σε μια ανθρώπινη ύπαρξη που θέλει να ζήσει αυτό που όντως είναι και, από την άλλη, στους κανόνες τους οποίους επιτάσσει το κοινωνικό περιβάλλον.

Τα 12 κεφάλαια της αφήγησης ξεκινούν με το πρώτο να αποτυπώνει το εσωτερικό ταξίδι της αναζήτησης όπου δεν μαθαίνουμε τίποτα από το χωροχρονικό στίγμα του κεντρικού ήρωα εκτός από την βιολογική του ηλικία κι αυτή γιατί αποκαλύπτει και τη σχέση αγωνίας που αναπτύσσει εξελικτικά με τον χρόνο, όπως και τη διάσταση της υπαρξιακής του αναρώτησης. Ακολούθως, αντλούμε στοιχειώδεις πληροφορίες, ότι έχει ένα σπίτι, εργάζεται σε γραφείο, έχει αυτοκίνητο. Από τις καθημερινές του ανάγκες ή συνήθειες ελάχιστες πινελιές για το φαγητό και τα ρούχα του. Στο 3ο κεφάλαιο περιγράφεται η συνήθειά του να επισκέπτεται νεκροταφεία ενώ εμφανίζεται ο πρώτος διάλογος του βιβλίου με έναν γέροντα που αποκτά σχεδόν αλληγορική διάσταση για τη σχέση με τον θάνατο. Στο 4ο κεφάλαιο έχουμε μια αναδρομική αφήγηση όπου ανανοηματοδοτείται μια τυχαία συνάντηση της νεότητας του Κ., η οποία θα μπορούσε να είχε αποβεί κομβική και να άλλαζε τον προσανατολισμό των επιλογών του ήρωα, αν εκείνος δεν είχε παραμείνει αδρανής αλλά είχε δείξει τόλμη και αποφασιστικότητα. Στο 5ο κεφάλαιο παρακολουθούμε ως κομβικό γεγονός την αναβίωση του φόβου και της οδύνης του τοκετού που θα λειτουργήσει όμως και αναγεννητικά, μια που θα ξεκινήσει μία νέα φάση συνειδητοποίησης και ωρίμανσης στη ζωή του Κ. ως ένα είδος ενηλικίωσης έστω και όψιμης που θα τον φέρει αντιμέτωπο με νέες επιλογές. Ακολουθεί το ερωτικό βίωμα πρώτα ως τηλεοπτική προβολή μετά ως ενσάρκωση αλλά δευτερογενούς έλξης, μια που η ερωτική συνεύρεση έρχεται μετά από ένα τραυματικό χωρισμό της συναδέλφου και ερωτικής όσο και εφήμερης παρτενέρ του ήρωα. Αμέσως μετά, θα ακολουθήσει το βίωμα του θανάτου, μέσα από τον θάνατο του παιδικού φίλου του Κ. Η περιπλάνηση θα γίνει εξωτερική, ο έρωτας θα αναβιώσει ως υποκατάστατο μέσα από ένα οίκο ανοχής και θα επαναληφθεί και πάλι η εσωτερική περιπλάνηση, αλλά αυτή τη φορά με έναν τρόπο αυτοσυνειδησίας για τη σχέση με το παρελθόν και τη μνήμη, για να προετοιμαστεί η απόφαση εκκίνησης της διαδικασίας της αλλαγής, η οποία θα πραγματωθεί στα δύο τελευταία κεφάλαια. Το βιβλίο κλείνει με έναν ανοικτό και αισιόδοξο τρόπο με τον ήρωα να δίνει μια δεύτερη ευκαιρία στον εαυτό του.

Δυο από τις βασικές συνιστώσες του βιβλίου αποτελούν η σχέση μας με τον χρόνο και η βούληση ως δύναμη επιλογής απέναντι σε μια στερεοτυπική αντίληψη της ζωής. Είναι ενδιαφέρουσα η διαχείριση των δύο αυτών θεμάτων με τον τρόπο που εκτυλίσσεται στη νουβέλα του Κοτσίνη ως μια ενδο-περιπέτεια: ένας εσωτερικός φλανέρ είναι ο Κ. στο βιβλίο, όπου η έλλειψη του ταξιδιού στην εξωτερική του ζωή (επιλογή εργασίας σε ένα γραφείο και όχι η πολυταξιδεμένη επιλογή του Μπεν) τον οδηγεί σε μια εσωτερική περιπέτεια, η οποία και τον ωθεί σε μια αλλαγή παραδείγματος στη ζωή του. Η ασφαλής περιχαράκωση της καθημερινότητας ανάμεσα στο σπίτι και στο γραφείο τον οδηγεί στην εσωτερική ανασφάλεια. Και η εξωτερική επιλογή μιας επισφαλούς αναχώρησης για κάτι άγνωστο και δυνάμει τρομακτικό στο 12ο κεφάλαιο, τον οδηγεί στην εσωτερική ασφάλεια του αυτοκαθορισμού του.

Πότε όμως ο Κ. αντιλαμβάνεται την εξωτερική συνθήκη να υψώνεται σαν φράγμα ανάμεσα σ΄ αυτόν και τον άλλο κόσμο; Όταν διακόπτεται αιφνίδια (ή μήπως καθώς σταδιακά αποδομείται;) η σχέση αδράνειας, αδιαφορίας ή και άγνοιας που ως κάποια στιγμή τον ένωνε με τον κόσμο. Ως την κρίσιμη στιγμή, που ραγίζει ανεπανόρθωτα η κατάσταση αναμονής της κατάλληλης ώρας, θεωρώντας ότι υπάρχει ακόμη χρόνος, ή παραβλέποντας ότι ο χρόνος κάθε μέρα λιγοστεύει… Ως τότε ο Κ. αφήνεται, δεν αντιδρά, μοιάζει έρμαιο, αδιάφορος ή παθητικός, αποξενωμένος από τους άλλους γύρω του.

Αυτά που τον αλλάζουν, αυτά που τον αναγκάζουν να δει αλλιώς την ως τώρα ζωή του, είναι αυτά τα ίδια που συνέβησαν στο παρελθόν του, τα οποία ωστόσο τώρα νοηματοδοτούνται διαφορετικά μέσα από την μνημονική περιπλάνηση. Το κορυφαίο λοιπόν συναίσθημα που κυριεύει στην αρχή τον Κ., είναι ένα είδος αφύπνισης, μια κατάσταση που ίσως μοιάζει με μια δεύτερη γέννησή του. Έτσι, το πέρασμα από την αδιαφορία στο ενδιαφέρον, από την άγνοια στη δύσκολη γνώση που είναι η απαρχή για τη συνάντηση με την κοινή, ανθρώπινη μοίρα, προκαλεί στον Κ. τη σύγκρουσή του με το κυρίαρχο σύστημα αξιών.

Η νουβέλα του Κυριάκου Κοτσίνη δείχνει στον αναγνώστη έναν δρόμο συναίσθησης της βαθύτερης φύσης της αντιφατικότητας που διέπει τα συμβατικά πρότυπα ζωής, έναν δρόμο συνειδητοποίησης ότι, για να υπάρξουμε δυνάμει ελεύθεροι, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να κυριαρχήσουμε στη δική μας βούληση.

Επομένως, η ανοικτότητα του τέλους του βιβλίου συνιστά μιαν αισιόδοξη έξοδο: υπογραμμίζει ότι μπορούμε να αντιδράσουμε, ξεφεύγοντας από την εξουθενωτική αδράνεια. Αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε υποταγμένοι σε μια βουλιαγμένη έως πνιγμού ρουτίνα όπου όλα θα μας φταίνε και όπου δεν θα πάψουμε να τρώμε τις σάρκες μας.