in , ,

Η “επιτυχημένη” οικονομική πολιτική: Μια βιτρίνα ανισότητας και εκβιασμού- γράφει ο Πολυχρόνης Καράμπελας


Η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρουσιάζει την ελληνική οικονομία ως ένα success story. Μιλά για ανάπτυξη, επενδύσεις, σταθερότητα, αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης και για “επιστροφή στην κανονικότητα”. Όμως, πίσω από τη βιτρίνα των (προσεκτικά επιλεγμένων) αριθμών, η καθημερινότητα για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών είναι διαφορετική: ανασφάλεια, ακρίβεια, αδιέξοδα, και μια βαθιά αίσθηση αδικίας.

Στην πρόσφατη ομιλία του στον ΣΕΒ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε πως «δεν υπάρχει οικονομική προοπτική χωρίς πολιτική σταθερότητα» και ότι «το άυλο πλεονέκτημα της πολιτικής σταθερότητας είναι πολύτιμο για τη χώρα». Πίσω από αυτές τις λέξεις κρύβεται ένας σαφής εκβιασμός, καθώς η οικονομική “επιτυχία” παρουσιάζεται σαν προσωπικό του επίτευγμα, και η συνέχιση της εξουσίας του ως προϋπόθεση για την “ευημερία” της χώρας.

Αυτή η ρητορική δεν είναι νέα. Είναι το γνώριμο νεοφιλελεύθερο αφήγημα που ταυτίζει την αγορά με τη δημοκρατία, και την “αποτελεσματική διακυβέρνηση” με τη συρρίκνωση του δημοσίου.

Στην πράξη, όμως, πρόκειται κυρίως για μια επίκληση φόβου: αν δεν κυβερνά η “σωστή” πλευρά, κινδυνεύει η οικονομία.

Παράλληλα, ο Πρωθυπουργός δήλωσε πως δέκα χρόνια μετά κινείται με τον ίδιο στόχο: την ανάπτυξη μέσω της «ατομικής προκοπής». Σε αυτήν τη φράση κρύβεται το ουσιώδες: η ανάπτυξη που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση δεν είναι συλλογική, είναι υπό τον μανδύα του ατομικού κατάφορα ταξική. Οι “ευκαιρίες” ωφελούν, δηλαδή, τους λίγους, αυτούς που ήδη έχουν πρόσβαση σε κεφάλαιο και επιρροή.

Μάλιστα, πλέον, ακόμα και οι ίδιοι οι αριθμοί διαψεύδουν το κυβερνητικό αφήγημα. Στην Ελλάδα του 2025, οι εργαζόμενοι δουλεύουν —σύμφωνα με τη Eurostat— περισσότερες ώρες από οποιονδήποτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά έχουν τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη. Επιπλέον, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το 7% του πληθυσμού της Ελλάδας αντιμετωπίζει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής. Η “ευημερία” που επικαλείται η κυβέρνηση δεν αντανακλάται ούτε στις στατιστικές, ούτε στα πορτοφόλια των πολιτών. Το 81,6% των οποίων —σύμφωνα με έρευνα του ΙΔΟΜ— θεωρεί πως οι φόροι του χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά «σε μικρό βαθμό ή καθόλου». Ακόμη πιο ενδεικτικό είναι πως το 87,4% πιστεύει ότι η φορολογία επιβαρύνει τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Η Ελλάδα παραμένει μια χώρα όπου ο μισθωτός πληρώνει για όλους, ενώ ο πλούτος των λίγων παραμένει στο απυρόβλητο.

Απέναντι σε αυτόν τον εμπαιγμό, οι πολίτες ορίζουν συγκεκριμένες προτεραιότητες και διεκδικήσεις. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 85,1% θεωρεί πως η Υγεία πρέπει να είναι πρώτη προτεραιότητα στις κρατικές δαπάνες, το 61,9% επιλέγει την Εκπαίδευση και το 36,5% την Κοινωνική Προστασία. Όμως η πραγματικότητα είναι αντεστραμμένη: στην ερώτηση «πού πιστεύετε ότι κατευθύνονται οι μεγαλύτερες δαπάνες του κράτους;» η υγεία καταλαμβάνει μόλις το 10,7%, η παιδεία 5,9%, και η κοινωνική προστασία 16,8%. Αντίθετα, η άμυνα —που μόλις το 21,5% θεωρεί προτεραιότητα— εκτινάσσεται στο 68% ως τομέας που εκτιμάται από τον κόσμο ότι λαμβάνει από τις μεγαλύτερες κρατικές χρηματοδοτήσεις.

Η πολιτική επιλογή είναι ξεκάθαρη: αντί για ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας, αγοράζουμε Rafale, Belharra, και Bergamini, αντί για αναβάθμιση σχολείων και πανεπιστημίων, επιδοτούμε ιδιωτικά κολέγια, αντί για κοινωνική προστασία, επιλέγουμε να προτεραιοποιούμε τα κέρδη.

Η ελληνική κοινωνία δεν ζητά “μεταρρυθμίσεις” που διαλύουν το κράτος — ζητά ένα δίκαιο και αποτελεσματικό δημόσιο.

Θέλει σχολεία που να μορφώνουν, νοσοκομεία που να θεραπεύουν, υπηρεσίες που να λειτουργούν. Θέλει το κράτος να είναι ασπίδα, όχι μεσάζοντας συμφερόντων.

Σήμερα, εργαζόμαστε σκληρά, αλλά δεν βγάζουμε τον μήνα. Πληρώνουμε φόρους που δεν επιστρέφουν σε δημόσια αγαθά. Ζούμε σε μια χώρα που επαινεί τη “σταθερότητα”, ενώ καταρρέει η καθημερινότητα. Η κυβέρνηση επιμένει σε ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο που αποθεώνει την “ιδιωτική πρωτοβουλία”, την ώρα που οι πολίτες πληρώνουν όλο και περισσότερα για όλο και λιγότερα. 

Απέναντι σε αυτό το αφήγημα, χρειάζεται μια νέα πολιτική πρόταση — όχι “ανάπτυξη” για λίγους, αλλά ευημερία για όλους.

Για αυτό, έχουμε ανάγκη ένα ισχυρό δημόσιο που υπηρετεί την κοινωνία και τον πολίτη, όχι έναν νεοφιλελεύθερο μηχανισμό ιδιωτικοποιήσεων, αφαίμαξης πόρων, και επίφασης επιτυχίας. Γιατι το Δημόσιο δεν είναι βάρος ή εμπόδιο, όπως επιμένει η κυβερνητική ρητορική. Το Δημόσιο είναι το σχολείο που κρατά ζωντανή τη γειτονιά, το νοσοκομείο που νοιάζεται για τον άνθρωπο κι όχι για τα κέρδη ή τα κόστη, οι υπηρεσίες που στέκονται δίπλα μας. Σήμερα, λοιπόν, η υπεράσπιση του Δημοσίου δεν είναι ιδεοληψία — είναι πράξη αξιοπρέπειας και διεκδίκησης απέναντι σε ένα σύστημα που θέλει να μας πείσει ότι “δεν υπάρχει εναλλακτική”.

πολιτικός επιστήμονας
μέλος Πολιτικής Γραμματείας του ΜέΡΑ25