Μετά το νομοσχέδιο «Χατζηδάκη» για τα εργασιακά που προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων στο Δημόσιο διάλογο, στο «δρόμο» αλλά και τη Βουλή, τόσο από σωματεία, πολιτικά κόμματα αλλά και συνολικά από τους εργαζόμενους σε όλη τη Χώρα, σειρά παίρνει για την κυβέρνηση το νέο «ασφαλιστικό», με βασικές αλλαγές στην επικουρική ασφάλιση, το οποίο φαίνεται να είναι εναρμονισμένο στις θεωρητικές προσεγγίσεις της Επιτροπής «Πισσαρίδη».
Από το σχεδιασμό της Κυβέρνησης, δε φαίνεται να λείπουν ούτε οι αναπροσαρμογές και αλλαγές στις συντάξεις οι οποίες θα ακολουθήσουν πιστά τις οδηγίες του ψηφισμένου νομοσχεδίου «Χατζηδάκη».
Στον τομέα της συνταξιοδότησης μέχρι τέλους του έτους συμπληρώνονται οι ευνοϊκές διατάξεις του Ν.4387/16, με τα μειωμένα όρια ηλικίας. Και αυτό καθώς φέτος ολοκληρώνεται η μεταβατική περίοδος σύγκλισης όλων των ειδικών ορίων ηλικίας στον γενικό κανόνα της εξόδου στα 62 ή τα 67 που θα ισχύσει από την 1 η Ιανουαρίου 2022.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν δύο μεγάλα παράθυρα στον νόμο που προβλέπουν ότι όσοι έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης και την ηλικία σύνταξης μέχρι 31/12/2021 δεν θίγονται από τις αλλαγές της ασφαλιστικής νομοθεσίας που ισχύουν από 1/1/2022 και εφεξής. Για τους ασφαλισμένους που έχουν θεμελιώσει το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα αλλά συμπληρώνουν το μεταβατικό όριο των διατάξεων μετά την 1/1/2022, η σύνταξή τους καταβάλλεται κατά το έτος που συμπληρώνεται το νέο – μεταβατικό – όριο ηλικίας.
Παράλληλα το δικαίωμα για αναγνωρίσεις πλασματικών χρόνων ασφάλισης εξακολουθεί και ισχύει κανονικά και δεν καταργείται μετά την 1/1/2021. Πονοκέφαλο στο οικονομικό επιτελείο προκαλεί πάντως η σημαντική αύξηση κατά 220.000 άτομα που εμφάνισε, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός της Ελλάδας μέσα σε ένα χρόνο.
Το πρόβλημα δεν είναι άλλο από τη λεγόμενη «κρυφή ανεργία» που αποτελείται από όσους βρέθηκαν εκτός εργατικού δυναμικού είτε γιατί τέθηκαν για πολλούς μήνες σε αναστολή σύμβασης, είτε γιατί είναι εποχικά εργαζόμενοι που δεν απασχολούνται. Μάλιστα, για τον υψηλό κίνδυνο αύξησης της ανεργίας μετά την άρση της αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων, παράλληλα με την περιορισμένη δυνατότητα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας, αλλά και τη μεγάλη απόκλιση της απασχόλησης σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, προειδοποιεί και η ΓΣΕΕ μέσω του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ). Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για την ανεργία τον Μάρτιο του 2021, τα άτομα εκείνα τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, ή “άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού”, δηλαδή τα άτομα τα όποια ούτε εργάζονται, αλλά ούτε αναζητούν εργασία, ανήλθαν σε 3.477.133, σημειώνοντας αύξηση κατά 219.395, σε σχέση με τον Μάρτιο του 2020 (ποσοστό αύξησης ίσο με 6,7%) και κατά 29.325 άτομα σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2021 (ποσοστιαία αύξηση κατά 0,9%). Η παραπάνω αρνητική εξέλιξη με την αύξηση της ανεργίας δημιουργεί «τριγμούς» στην βιωσιμότητα των ήδη επιβαρυμένων ασφαλιστικών ταμείων.
Πιο αναλυτικά όσον αφορά τα δεδομένα στην χώρα μας καταθλιπτικά είναι τα στοιχεία για την ελληνική αγορά εργασίας, καθώς βρίσκεται πλέον πιο κοντά στα πρότυπα των βαλκανικών χωρών, αφού απομακρύνθηκε από τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το πρόβλημα θα ενταθεί το επόμενο διάστημα καθώς μια πιθανή μείωση μισθών στο ιδιωτικό τομέα ως απότοκο της πολυεπίπεδης κρίσης λόγω covid, θα συμπαρασύρει σε υψηλά δεδομένα και την αδήλωτη εργασία . Εργαζόμενοι επομένως με μικρό εισόδημα θα αναζητήσουν δεύτερη δουλειά για να συμπληρώσουν το εισόδημα τους, και στις περισσότερες των περιπτώσεων ενέχει ο κίνδυνος να μην καλυφθούν ασφαλιστικά για τις εξτρά ώρες δουλειάς από τον εργοδότη τους. Έτσι κράτος και ασφαλιστικά ταμεία θα χάσουν έσοδα, με τους εργαζόμενους να μένουν απροστάτευτοι από τυχόν εργοδοτικές αυθαιρεσίες.
Πιο αναλυτικά όσο αφορά τα δεδομένα στην χώρα μας καταθλιπτικά είναι τα στοιχεία για την ελληνική αγορά εργασίας, καθώς βρίσκεται πλέον πιο κοντά στα πρότυπα των βαλκανικών χωρών, αφού απομακρύνθηκε από τα ισχύοντα σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 11 Ιουνίου 2021, η Ελλάδα έχει τη χειρότερη επίδοση ως προς την ποιότητα της απασχόλησης στην ΕΕ και ταυτόχρονα το υψηλότερο ποσοστό υποβάθμισης της εργασίας σε σχέση με το 2010. Ο δείκτης ποιότητας της απασχόλησης της Συνομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών Εργατικών Συνδικάτων, που ενσωματώνει βασικούς δείκτες/στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, εμφανίζει την Ελλάδα το 2019 στην τελευταία θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Επιπλέον, ήταν το μόνο κράτος-μέλος που παρουσίασε τόσο μεγάλη πτώση στο δείκτη ποιότητας της απασχόλησης.
Το μεγάλο ερώτημα πάντως παραμένει και δεν είναι άλλο από τι θα συμβεί οριστικά με την «είσοδο» ιδιωτών στο τομέα της ασφάλισης. Προεκλογικά η Ν.Δ είχε στηρίξει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η όποια πιθανή εμπλοκή ιδιωτών επίσης ταυτίζεται με την λογική και το πλαίσιο που έχει καθορίσει η «Επιτροπή Πισσαρίδη». Τα σωματεία πάντως τονίζουν ότι «η υπεράσπιση του δημόσιου κοινωνικού χαρακτήρα της ασφάλισης είναι υπόθεση ολόκληρης της κοινωνίας, των εργαζομένων και των συνδικάτων τους, των συλλόγων ασφαλισμένων και των συνταξιούχων. Έτσι δεν θα επιτρέψουμε στην κυβέρνηση της ΝΔ να ιδιωτικοποιήσει τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση και δηλώνουμε ότι θα την περιφρουρήσουμε με κάθε τρόπο».